Ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι η πορεία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη θα κατέληγε στον κινηματογράφο. Ως αγαπημένο παιδί της ελληνικής τηλεόρασης (με πορεία που καλύπτει ήδη είκοσι χρόνια) και αποδέκτης τόσο της υποστήριξης του κοινού όσο και της συνήθους απόρριψης των κριτικών, ο Παπακαλιάτης παρουσιάζει με το «Αν…» την πρώτη του κινηματογραφική δουλειά, φιλοδοξώντας να ενώσει την αγάπη του για τον κλασικό ελληνικό κινηματογράφο με την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Το «Αν…» ίσως φανεί πιο οικείο στο κοινό που έχει στηρίξει στην τηλεοπτική του πορεία τόσα χρόνια τον ηθοποιό/σκηνοθέτη/σεναριογράφο/μοντέρ/μουσικό επιμελητή/μπούμαν, όμως το ευτυχές είναι ότι, ανεξάρτητα από αυτό, το "Αν..." αποδεικνύεται δείγμα κινηματογράφου που έχει πλήρη επίγνωση του τι είναι και που δεν κοροϊδεύει το κοινό ούτε την νοημοσύνη του. Ναι, σαφώς και έχει τα ελαττώματά του, όμως, το «Αν…» παραμένει σε όλη τη διάρκειά του απενοχοποιημένα διασκεδαστικό και με εμφανείς καλλιτεχνικές ανησυχίες, ίσως κάποιες φορές αγκομαχώντας κάτω από το βάρος των φιλοδοξιών του, αλλά στο σύνολο του απόλυτα συνεπές με τον σκοπό που έχει θέσει ως ταινία: να μιλήσει δηλαδή για το σήμερα, συνδυάζοντας τους σύγχρονους αφηγηματικούς τρόπους με το ελληνικό κινηματογραφικό παρελθόν.
Ο Δημήτρης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) είναι ένας εργένης σκηνοθέτης, ο οποίος κατοικεί σε μια μονοκατοικία στην Πλάκα με το λυκόσκυλό του, την Μοναξιά. Σιχαίνεται τις δεσμεύσεις και οι απόψεις του περί σχέσεων είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, κάπως απόλυτες. Η ζωή του είναι ομαλή, χωρίς εκπλήξεις και πλήρως υπό τον έλεγχό του, όμως μία φαινομενικά ασήμαντη απόφαση μια βραδιά, θα αποδειχθεί απόλυτα κρίσιμη για την ζωή του και θα χωρίσει την πραγματικότητά του σε δύο παράλληλα σύμπαντα. Ο ερχομός (ή όχι) της Χριστίνας (Μαρίνα Καλογήρου) στην ζωή του θα βάλει σε κίνηση εξελίξεις που ο Δημήτρης ούτε φανταζόταν, ενώ παράλληλα η οικονομική κρίση θα κάνει όλο και δυσκολότερη την ζωή του και τις ανθρώπινες σχέσεις γενικότερα.
Χρησιμοποιώντας την τεχνική της διπλής αφήγησης (στα πρότυπα του Sliding Doors, κατά κάποιον τρόπο) αλλά διατηρώντας κοινές κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες στην εξέλιξη των γεγονότων, ο Παπακαλιάτης προσπάθησε να δημιουργήσει μία ταινία σύγχρονη που όμως αναπνέει τον αέρα του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου. Γυρισμένο στις περιοχές που αποτυπώθηκαν αναρίθμητες φορές σε ασπρόμαυρο φιλμ, οι γειτονιές της Πλάκας μοιάζουν ξεχασμένες στο χρόνο, όπως και ο χειριστής της λατέρνας που περπατάει χαμογελαστός στα σοκάκια. Στη δημιουργία αυτής της αίσθησης βοηθάει και η ευθεία αναφορά στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», που όχι μόνο εμπνέει την ταινία αλλά και δανείζει κυριολεκτικά τους πρωταγωνιστές της, τον Αντωνάκη και την Ελενίτσα. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού αναλαμβάνουν σχεδόν πενήντα χρόνια μετά τους ίδιους ρόλους, κρατώντας ρόλο αφηγητή και επιχειρώντας να γεφυρώσουν κι έμπρακτα το χρονολογικό κενό ανάμεσα στις δύο ταινίες. Η τεχνική δεν λειτουργεί καλά πάντα και η αλήθεια είναι ότι πολλοί διάλογοι ακούγονται υπερβολικά επεξηγηματικοί και προφανείς (γενικά, αυτή η ανάγκη να υπογραμμίζονται προφανή πράγματα ήταν ανέκαθεν και το κυριότερο ελάττωμα του Παπακαλιάτη και φαίνεται να έχει κληρονομηθεί και στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα), όμως η προσέγγιση της αλλοίωσης της ελληνικής καθημερινότητας σε σύγκριση με την κλασική κινηματογραφική αποτύπωση του ΄60 γίνεται έξυπνα, όχι απόλυτα ρεαλιστικά, αλλά ακολουθώντας τους ίδιους κανόνες που έθεσε η κινηματογράφηση της εποχής, με μια διάχυτη αισιοδοξία και ρομαντισμό κι έντονες εξάρσεις δράματος..
Οι εξοικειωμένοι με την θεματολογία του Παπακαλιάτη τηλεοπτικά, δε θα συναντήσουν εκπλήξεις στην ανάπτυξη της ιστορίας ή στους φυσικούς διάλογους των σκηνών, που αρέσκονται να ενσωματώνουν «άβολες» συζητήσεις στην ανάπτυξή τους. Αυτό, όμως, που ξεχωρίζει είναι η εμφανής προσπάθειά του Παπακαλιάτη να διευρύνει το κάδρο του, να δημιουργήσει κάτι αμιγώς κινηματογραφικό που θα του δώσει το υπόβαθρο για να υπάρξει και μια δεύτερη προσπάθεια. Η προσπάθεια κάποιες φορές αγγίζει τα όρια της υπερ-προσπάθειας, οι ιδέες φαίνεται να στριμώχνονται χωρίς να υπάρχει επαρκής ανάπτυξη, ενώ η μετάβαση από δράμα σε κωμωδία γίνεται σε σημεία άτσαλα. Παρά την ελαττωματική εκτέλεση, όμως, το «Αν…» παραμένει αγνή, καλοφτιαγμένη διασκέδαση, που όμως κάποιες φορές προδίδεται από τον υπέρμετρο ενθουσιασμό του δημιουργού. Σε αντιδιαστολή, όμως, με το «φτηνό» θέαμα του πρόσφατου εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου, το «Αν…» παραμένει ένα ελπιδοφόρο δείγμα, ακόμα κι αν υπάρχει πολύς δρόμος για να διανυθεί, διότι, παρά την επιτυχία του ελληνικού καλλιτεχνικού κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια, το «εμπορικό» παρακλάδι της παραγωγής πασχίζει να βρει την λεπτή εκείνη ισορροπία που θα συνδυάζει τόσο την προσβασιμότητα όσο και το δημιουργικό επίπεδο. Το «Αν…» φαίνεται να αναγνωρίζει αυτή την ανάγκη και αποτελεί σίγουρα ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση. (2,5*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου