Εγκαταλειμμένες Ολυμπιακές εγκαταστάσεις που προσφέρουν άσυλο σε μια νέα γενιά χωρίς μέλλον. Ζωώδεις συμπεριφορές και ανταγωνιστικοί διαγωνισμοί σε μια συνεχή αναζήτηση για την ταυτότητα που κρύβει ο καθένας μέσα του. Ένα σκυλί που ανάγεται απλά σε προσοδοφόρο εργαλείο, γκαστρώνοντας επί πληρωμή ανάλογες σκυλίτσες ράτσας. Ένα ζευγάρι που προσπαθεί μέσα από την γλώσσα του σώματος να ανακαλύψει τον τρόπο που πρέπει να εκφραστεί σε έναν κόσμο χωρίς κατεύθυνση. Και ανάμεσα σε αυτά, τουρίστες που βλέπουν την Αθήνα απλά ως ένα ακόμα μέρος ικανό κυριολεκτικά να σε μεθύσει, γονείς που αγνοούν το αδιέξοδο των παιδιών τους περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους στον καναπέ και απόντες ενήλικες που δεν μπορούν να προσφέρουν έστω και την παραμικρή βοήθεια προς ανατροπή αυτής της κατάστασης.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι στο "Park" της Σοφίας Έξαρχου ο ουρανός δεν είναι ποτέ γαλανός. Σύννεφα μπορεί να μην υπάρχουν, όμως το χρώμα του δεν είναι ποτέ κάτι διαφορετικό από λευκό ή έστω ένα αμυδρό γκρι. Η επεξεργασία δε των χρωμάτων, κάνει ακόμα και την θάλασσα να φέρνει περισσότερο προς το γκρι παρά προς το βαθύ μπλε. Είναι λοιπόν σαφές πως αυτή δεν είναι η τουριστική Ελλάδα του παραμυθιού. Είναι μια Ελλάδα δέκα χρόνια μετά το παραμύθι των Ολυμπιακών αγώνων, μία Ελλάδα που έχει μείνει μόνο με την ανάμνηση της δόξας, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς να κάνει σε αυτό το αύριο που δεν μπορεί να διαχειριστεί.
Γι'αυτό και η Έξαρχου στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας απλά παρατηρεί. Αποφεύγει τους διαλόγους, δεν επιθυμεί να αφηγηθεί μια συγκεκριμένη ιστορία μέσα αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν θέλει καν να δημιουργήσει ολοκληρωμένες προσωπικότητες γύρω από τους πρωταγωνιστές της. Αρκείται στην αποτύπωση αυτής της εναλλακτικής πόλης των χαμένων παιδιών, γοητεύεται από τα ζωώδη τους ένστικτα, ενδιαφέρεται με μανία για την συνεχή διαμάχη των δυνάμεών τους προς επιδίωξη μιας αμφίβολης (και μάλλον φευγαλέας) ισορροπίας. Τότε το "Park" βρίσκεται και στην ισχυρότερη φάση του, τραχύ, ακατέργαστο, ταιριαστά αφτιασίδωτο, ακόμα κι αν αυτό εκθέτει τις αδυναμίες και τον ερασιτεχνισμό των ηθοποιών του.
Όταν όμως επιθυμεί να βάλει τα πράγματα σε μία αφηγηματική τάξη, το φιλμ δεν αποδεικνύεται το ίδιο αποτελεσματικό. Η διαμάχη του Δημήτρη με τον εραστή της μητέρας του φαντάζει υπερβολική και ψεύτικη. Η εξέλιξη της σχέσης του με την Άννα, επίσης, δεν πατάει πουθενά, παρά ακολουθεί απλά τυποποιημένα στάδια μέχρι ένα ξαφνικό φινάλε. Η (σχεδόν) δραματική κορύφωση του τέλους δεν συνδέεται με τον υπόλοιπο κορμό του φιλμ και δείχνει ως μια αναγκαστική στιγμή όπου κάτι πρέπει απλά να γίνει. Είναι παράδοξο που οι πιο δυνατές στιγμές της ταινίας είναι εκείνες όπου φαινομενικά δεν γίνεται τίποτα. Στα αφηγηματικά μέρη, το νόημα παραγίνεται προφανές και ο σκοπός των σκηνών χάνει οποιαδήποτε διακριτικότητα φωνάζοντας με έμφαση (και χονδροειδώς) αυτό που θέλει να πει.
Ίσως το "Park" λειτουργούσε καλύτερα ως ταινία μικρού μήκους, χωρίς την πίεση να αναπτύξει σε έκταση αναγκαστικά μια ιστορία. Η προσωπική οπτική είναι όντως παρούσα και η φιλοδοξία της Έξαρχου να συνδυάσει τα μνημεία του παρελθόντος με την αναζήτηση ενός μέλλοντος προσφέρει τις προϋποθέσεις για μερικές πολύ ενδιαφέρουσες αντιθέσεις, οι οποίες ενισχύονται από την ηλεκτρονική, μελαγχολική μουσική του The Boy. Όμως στα 100 λεπτά, ο θόρυβος τελικά υπερισχύει, η βαβούρα κερδίζει το έδαφος και το όλο νόημα θολώνει κάτω από τους περιττούς αντιπερισπασμούς. Εκτός και αν, αυτό να ήταν τελικά το νόημα ολόκληρου του φιλμ. (1,5*/5)
Το "Park" της Σοφίας Έξαρχου μόλις έκανε την πρεμιέρα του στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο στο τμήμα Discovery και συμμετέχει στο Διαγωνιστικό Νέων Σκηνοθετών του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου