Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Venice Review: Nocturnal Animals του Tom Ford


Τα "Nocturnal Animals" του Tom Ford έχουν σίγουρα το πιο δυνατό άνοιγμα που μπορεί να περιμένει κανείς: στιλιζαρισμένο, σκοτεινό και σαφώς πασπαλισμένο με glitter, ακριβώς όπως θα ήθελε κανείς μια ολόκληρη ταινία του Ford, ο οποίος με το ντεμπούτο του "A Single Man" πέρασε με επιτυχία τις κινηματογραφικές του εξετάσεις. Οι μορφές των τσαλακωμένων, εύσωμων, γερασμένων και περήφανων γυμνών γυναικών που χορεύουν προκλητικά μπροστά από τις βαριές κόκκινες κουρτίνες υπό τη μουσική του Abel Korzeniowski, όμως, δίνουν δυστυχώς πάσα σε μια ταινία άνιση και εντυπωσιακά ετερόκλητη, η οποία προσπαθεί (όχι πάντα επιτυχημένα) να παντρέψει το pulp, "βρώμικο" στυλ του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε (το cult "Tony and Susan" του Austin Wright) με τη μανία του σκηνοθέτη για την αποτύπωση της λάμψης και της φινέτσας ακόμα και στα όχι ακριβώς πιο εμφανώς όμορφα πράγματα.

Καταρχήν αξίζει κανείς να καταλάβει τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία κυμαίνεται η αφήγηση. Από την μια πλευρά, έχει κανείς μία ιστορία στο σήμερα, όπου μια ευκατάστατη γκαλερίστ (η πάντα ευμετάβλητη Amy Adams, εδώ κρυμμένη πίσω από το προσωπείο της "σκύλας") λαμβάνει ένα βιβλίο από τον πρώην άντρα της, το οποίο μπορεί να έχει ή να μην έχει σχέση με το παρελθόν τους. Από την άλλη, βρίσκει κανείς την ίδια την ιστορία του βιβλίου, στην οποία ένας φιλήσυχος άνδρας ξεκινά ένα μονοπάτι εκδίκησης όταν η συνάντησή του με μία ομάδα επικίνδυνων τύπων στην μέση του πουθενά οδηγεί σε τραγικές εξελίξεις. Ανάμεσα στις δύο ιστορίες, κινείται η τρίτη αφηγηματική γραμμή, η οποία ακολουθεί τον τρόπο που οι παράλληλες αφηγήσεις αφορούν η μία την άλλη και πώς η επεξεργασία της ανάγνωσης οδηγεί σε κάποια κομβικά συμπεράσματα ή αποφάσεις στην ζωή του ανθρώπου.

Είναι λοιπόν προφανές πως τίποτα δεν μπορεί να είναι απλό ή μονοδιάστατο στο φιλμ του Ford. Ακόμα και η λάμψη της επιτυχίας επιβάλλεται να έχει ένα τίμημα, ακόμα και το πιο έντονο κόκκινο οφείλει να κρύβει την απειλή του θανάτου. Ευτυχώς ο Ford είχε αποδείξει και πριν και το αποδεικνύει και εδώ πόσο καλά ξέρει να μεταδίδει σύνθετες πληροφορίες μέσα από την εικόνα. Είναι παθιασμένος αλλά είναι και ψύχραιμος, ρίχνει άπλετο φως αλλά λατρεύει και τις σκιές, χρησιμοποιεί τις υπερβολές στις κινήσεις και τις πληθωρικές παρουσίες αλλά δίνει έμφαση στην ακινησία και τις μακριές σιωπές. Για αυτό και ο συνδυασμός glitter και ερέβους κατά στιγμές φαντάζει ιδανικός, ειδικά όταν επιχειρείται η μετάβαση ανάμεσα στις δύο ιστορίες (ποτέ ένας κατακόκκινος βελούδινος καναπές δεν μαρτύρησε τόσο τον θάνατο) ή όταν προσπαθεί να αποκαλύψει το σκοτάδι πίσω από το φως της επιτυχίας και τις διαθλάσεις στο παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου το βράδυ.

Στην τραχιά, pulp πλευρά της ιστορίας, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο ιδανικά. Ναι, στα κάδρα υπάρχει και η δράση και η ένταση και η απόλυτη τραγωδία, όμως ο Ford αποδεικνύεται ανεπαρκής στον χειρισμό των έμπειρων αλλά αριθμητικά άπειρων ηθοποιών του (πασίγνωστοι σταρ εμφανίζονται ακόμα και για μια σκηνή), χωρίς να καταφέρνει να συνταιριάσει όλα τα ετερόκλητα αλλά μεμονωμένα δυνατά τους στοιχεία. Ή μήπως τα καταφέρνει; Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην παράνοια, την σάτιρα, το γκροτέσκο και το επιτηδευμένο που επιχειρεί να κατακτήσει ο Ford και το αποτέλεσμα αναδεικνύει συνεχώς και από μια άλλη παράμετρο αφήνοντας μια αίσθηση θαυμασμού αλλά και άβολης θέασης, ψεύτικου αλλά και υπόγεια αληθινού, μια σχιζοφρενική γενικά εντύπωση που κάνει καλό και δεν κάνει καλό στην ταινία. Σίγουρα κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει για "ασφάλεια" τον Ford. Είναι τολμηρός, είναι φιλόδοξος και είναι εξαιρετικά μάχιμος στην δημιουργία μιας σκηνοθετικής persona που θέλει να αψηφήσει τα είδη. Υπάρχουν στιγμές μεγαλείου όταν τα καταφέρνει. Και μετά υπάρχει μια αμηχανία. Μια αμηχανία όμως που σε κάνει να θες να ξαναδείς την ταινία γιατί είσαι σχεδόν σίγουρος ότι μπορεί να την αδίκησες.

Τουλάχιστον το cast παραμένει εξαιρετικά φωτογενές σε όλη την διάρκεια, είτε πρόκειται για τους πρωταγωνιστές Jake Gyllenhaal και Amy Adams, είτε για τα ένδοξα περάσματα της Laura Linney και του Michael Sheen – και αυτό σίγουρα κάνει καλύτερη την εμπειρία της προβολής κατά πολύ. Ειδικά η Laura Linney μοιάζει να ζει κάθε μία από τις ολιγάριθμες ατάκες της, προσφέροντας αγνή απόλαυση στην μία και μοναδική σκηνή που εμφανίζεται. Αντίστοιχα, η εμφάνιση του Michael Shannon προσφέρει εκείνη την ήρεμη δύναμη που ο ηθοποιός ξέρει ιδανικά να διαχειρίζεται, ικανή να εξισορροπήσει τις συνεχώς αντικρουόμενες πλευρές του φιλμ. Ακόμα και ο Armie Hammer που δεν έχει να κάνει τίποτα πέρα από το να κοιτά την κάμερα και να δείχνει ωραίος, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του κόσμου, ακόμη μια απόδειξη ότι ο Tom Ford κάτι κάνει καλά.

Από την άλλη, όμως, έχεις έναν αταίριαστα κραυγαλέο Aaron Taylor-Johnson να προσπαθεί ανεπιτυχώς να δημιουργήσει μια παρανοϊκή προσωπικότητα πίσω από την ομορφιά του και έναν Jake Gyllenhaal που κάνει ό,τι μπορεί για να δείξει ευάλωτος αλλά σκοντάφτει σε μια μάλλον επιφανειακή προσέγγιση. Είναι ακόμα μια στιγμή που αντιλαμβάνεσαι τι ακριβώς πάει να κάνει ο Ford, συνειδητοποιώντας τις φιλοδοξίες του αλλά και τις αδυναμίες του, πρόθυμος να του αναγνωρίσεις την προσπάθεια αλλά και γνήσια ενοχλημένος που δεν καταφέρνει αυτό που θέλει. Φυσικά σε όλο αυτό το εξ ορισμού ενδιαφέρον σύμπαν, η Amy Adams βγαίνει λαμπερή και αλώβητη, με την ηθοποιό να αποδεικνύει για άλλη μια φορά σε πόσο καλή φόρμα είναι (βοήθησε και το "Arrival" [The Frame Game Review]), πάντα ικανή να πει μια ολόκληρη, πολύπλοκη ιστορία απλά με τα μάτια της. Και ο Ford το αναγνωρίζει αυτό. Τα μάτια της Amy Adams οριακά θα έπρεπε να αναφέρονται στα credits ξεχωριστά από την ίδια την ηθοποιό. Γι' αυτό μη σε αποθαρρύνει η βαθμολογία της ταινίας. Είναι από τις περιπτώσεις όπου η αριθμητική αξιολόγηση δεν μπορεί να είναι ακριβώς ενδεικτική. Υπάρχει άλλωστε και μια παλιά παροιμία του Hollywood κατάλληλη για την περίπτωση: "η τόλμη ενός φιλμ ξεπερνά τα οποιαδήποτε αστεράκια". (2,5*/5)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...