Το κύριο θέμα συζήτησης που προέκυψε μετά την προβολή του "Night Moves" ήταν το εξής: Πόσο εύκολο είναι να παρεξηγηθεί η αποτύπωση ενός ηλίθιου χαρακτήρα για κακοπαιγμένη, άστοχη ερμηνεία του ηθοποιού που τον ερμηνεύει και το αντίστροφο; Οι ήρωες του Night Moves δεν είναι και οι πιο συμπαθητικοί ήρωες, ούτε πρόκειται να βρουν το κοινό συμμέτοχους στον αγώνα τους. Πολύ πιθανό να εκνευρίσουν και μεγάλο μέρος του. Αυτό τουλάχιστον, είδα να συμβαίνει με όσους παρακολουθήσαμε την ταινία στην Βενετία και το θεωρώ πολύ λογικό να συνεχίσει να συμβαίνει όταν η ταινία αρχίσει να προβάλλεται κανονικά στους (αμερικανικούς και διεθνείς) κινηματογράφους.
Οι Ντακότα Φάνινγκ, Τζέσι Άιζενμπεργκ και Πίτερ Σάρσγκαρντ επιθυμούν να ανατινάξουν ένα φράγμα, στα πλαίσια του ακτιβιστικού τους αγώνα. Θεωρούν ότι έχουν κάνει σωστή προετοιμασία και είναι έτοιμοι να προχωρήσουν στην εκτέλεση του σχεδίου, ακόμα κι αν δεν υπάρχει απόλυτη αίσθηση εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Αυτό δίνει την ευκαιρία στην Ράιχαρτ να δημιουργήσει μια πραγματικά αγωνιώδη σκηνή, χωρίς μουσικές τονωτικές ενέσεις ή εντυπωσιακά εφέ, που μετατρέπει την ταινία σε όσο το δυνατόν θρίλερ γίνεται (για ταινία της Ράιχαρτ). Εξάλλου, η ίδια έχει πια κάνει γνωστό ότι το σινεμά της είναι χαμηλών τόνων. Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη ότι το "μπαμ" γίνεται εκτός πλάνου.
Φυσικά, τα πράγματα δεν πηγαίνουν όσο καλά θα επιθυμούσαν οι ήρωες. Oι πρωταγωνιστές του "Night Moves" (το οποίο, παρεμπιπτόντως, είναι το όνομα της βάρκας που χρησιμοποιούν για την ενέργειά τους) προχωράνε στις πράξεις, χωρίς, όμως, να έχουν προσωπικά την δυνατότητα να χειριστούν τις καταστάσεις. Το τελευταίο ημίωρο αποτελεί κυρίως την μελέτη των προσωπικοτήτων και των αντιδράσεών τους και εκεί είναι που προέκυψε ο προβληματισμός που αναφέρθηκε στην αρχή του κειμένου. Ο Άιζενμπεργκ παραμένει η εκνευριστική περσόνα που γνωρίζουμε αλλά δεν είναι πλέον και τόσο αλώβητος στις εξωτερικές επιθέσεις, η Φάνινγκ αποτυπώνει εύστοχα την περιορισμένη αντίληψη της ηρωίδας της και ο Σάρσγκαρντ είναι αρκετά ύπουλος στο λίγο που εμφανίζεται, σε έναν ρόλο που θυμίζει περισσότερο εκτεταμένο cameo.
Η ταινία επιστρέφει την Κέλι Ράιχαρτ στην εποχή του "Γουέντι και Λούσυ", αφήνοντας πίσω τους πειραματισμούς του "Meek’s Cut-off" και την ενώνει με το διασημότερο καστ που έχει εμφανίσει ποτέ σε ταινία της. Αργοί ρυθμοί, υπόγεια ένταση και ένα (λίγο) άτσαλο τελευταίο ημίωρο χαρακτηρίζουν μια ταινία, που ξεκινά με πολύ καλές προθέσεις αλλά κάπου προς το τέλος χάνει την δύναμή της. Όπως και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της, δηλαδή.
Η ταινία προβάλλεται την Κυριακή 3 Νοεμβρίου στις 22:15 στον Τζον Κασσαβέτη και σε επανάληψη την Τρίτη 5 Νοεμβρίου στις 17:30 στην ίδια αίθουσα.
Το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση της κριτικής της ταινίας από το Φεστιβάλ Βενετίας, όπου παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου