O Αλί (Matthias Schoenaerts), πρόσφατα επιφορτισμένος με την επιμέλεια του μικρού του γιου, εγκαταλείπει το Βέλγιο για να εγκατασταθεί στο σπίτι της αδερφής του και του συζύγου της. Ο ίδιος δεν αποτελεί και υπόδειγμα υπεύθυνου γονέα καθώς είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τον γιο του χωρίς επιτήρηση για ασήμαντη αφορμή, με απόλυτη έλλειψη αίσθησης οποιασδήποτε ευθύνης. Ένα βράδυ, γνωρίζει την Στεφανί (Marion Cotillard), η οποία εκπαιδεύει ορκες στο τοπικό υδάτινο πάρκο και είναι μπλεγμένη στα δικά της προσωπικά αδιέξοδα. Όταν ένα τραγικό ατύχημα στην δουλειά στοιχίσει στην Στεφανί τα πόδια της, αυτή και ο Αλί θα σχηματίσουν μια ιδιαίτερη σχέση, που θα ωθήσει τους δύο ανθρώπους σε ανεξερεύνητες περιοχές και, ίσως, καταφέρει να τους βρει αλλαγμένους στο τέλος όλης της περιπέτειας.
O Jacques Audiard, μετά τον "Προφήτη" του, επιστρέφει σε κάτι πιο ευθύ και λιγότερο πολύπλοκο, πλησιάζοντας το ύφος του "The Beat That my heart skipped". Αναπτύσσει την ταινία ακολουθώντας απόλυτα τους κανόνες ενός μελοδράματος, βάζοντας τον Αλί και την Στεφανί σε δραματικές, συναισθηματικές και πάσης φύσεως περιπέτειες και τους φέρνει αντιμέτωπους με την απώλεια, την έλλειψη, την ανάγκη συμπλήρωσης του κενού και την ουσιαστική ενηλικίωση. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, η κάμερά του παραμένει απόμακρη, αμέτοχος παρατηρητής στο δράμα των πρωταγωνιστών και αυτό βοηθάει στην διατήρηση των ισορροπιών. Δυστυχώς, προς το τέλος, όμως, η φύση του μελοδράματος γίνεται όλο και πιο εμφανής, και ειδικά στο τελευταίο δεκάλεπτο, η πλοκή παραδίδεται σε μια σειρά ευκολιών που αλλοιώνουν την αρχική αίσθηση.
Τα δυνατότερα όπλα του Audiard είναι αναμφισβήτητα ο Schoenaerts και η Cotillard. Ο ηθοποιός που ξεχώρισε με το περσινό Bullhead μαγνητίζει, μεταδίδει την επικίνδυνη αφέλεια του Ali μοναδικά ενώ παραμένει ένα κτήνος σωματικής δύναμης. Η Cotillard, καταβεβλημένη και σπασμένη, διατηρεί το βλέμμα που τρυπά την οθόνη και μια παγωμένη δύναμη, που δεν κραυγάζει αλλά μεταδίδεται αυτόματα. Η μεταξύ τους χημεία είναι ιδανική, οι σκηνές που βασίζονται στους δυο τους είναι αναμφισβήτητα τα highlight της ταινίας και οι μεταξύ τους ερωτικές σκηνές από τις πιο άβολες που έχουν αποτυπωθεί τελευταία στην οθόνη. Ακόμα και όταν το σενάριο τους σμπρώχνει σε αναμενόμενες κατευθύνσεις, Schoenaerts και Cotillard βγαίνουν ασπροπρόσωποι, σίγουροι συμμετέχοντες στις λίστες με τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς.
Στην τελική, το Rust and Bone, είναι αξιοπρεπές και άμεσο στην επικοινωνία του με το ευρύ κοινό, υπηρετώντας όμως ένα είδος που το δεσμεύει και δεν το αφήνει να απογειωθεί πραγματικά. Παρόλα αυτά, η δύναμη των πρωταγωνιστών δεν το αφήνει ποτέ ξεκρέμαστο, γεγονός που ο Audiard ευτυχώς φαίνεται να αναγνωρίζει, κάνοντας δημιουργικά ένα βήμα πίσω και στηρίζοντας όλη ουσιαστικά την ταινία πάνω τους. (3,5*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου