Είναι πολύ εύκολο να κατηγορήσεις τον Ramin Bahrani για ηθικολογία και για εύκολο διδακτισμό. Οι χαρακτήρες του έχουν πάντα μια ξεκάθαρη ηθική διαδρομή, πάντα ένα δίλημμα τύπου "σωστό ή λάθος" να αντιμετωπίσουν, πάντα έναν σαφή ηθικό κώδικα συμπεριφοράς, τον οποίο καλούνται ή να τιμήσουν και ενδεχομένως να χάσουν ή να καταπατήσουν και να γίνουν εύκολα, αλλά με τίμημα, νικητές.Στις πρώτες ταινίες του Bahrani (Chop Shop, Man Push Cart, Goodbye, Solo), οι ηθικοπλαστικές πινελιές δεν χτυπούν τόσο έντονα, ίσως επειδή και η αφήγηση κρατά χαμηλούς τους τόνους. Στο "At any price", όμως, την ταινία όπου ο Bahrani συνάντησε το Holywood (και που, επίσης, προβάλλεται στα πλαίσια του φεστιβάλ), αυτοί οι "χαμηλοί τόνοι" έδωσαν την θέση τους σε ένα πρώτης τάξης επαρχιακό μελόδραμα, χωρίς τακτ και λεπτότητα. Σε ποια κατηγορία δύναται να κατηγοριοποιηθεί, λοιπόν, το "99 homes";
To φιλμ, ευτυχώς, δεν αγγίζει την ηλιθιότητα του At any price, ούτε όμως πλησιάζει και την αθωότητα και γνησιότητα των πρώτων ταινιών του Bahrani, καθώς παραμένει overacted, υπερβολικά δραματικό και, κατά στιγμές, ιδανικό για να ξεκινήσει ρεσιτάλ γκριμάτσας η Laura Dern (σε έναν διακοσμητικό αλλά ευπρόσδεκτο υποστηρικτικό ρόλο στην ταινία). Το ηθικό ταξίδι, όμως, του Dennis Nash (Andrew Garfield), ο οποίος χάνει το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε λόγω καθυστερημένων οφειλών και αναγκάζεται - για να το ξαναπάρει πίσω - να δουλέψει για τον άνθρωπο που του έκανε έξωση (Michael Shannon), εκδιώχνοντας ο ίδιος με τη σειρά του χρεωμένους ανθρώπους από τις κατοικίες τους, έχει σαφώς πιο ισχυρή βάση από την αδιάφορη ιστορία του At any price (αν και εξακολουθεί να καταπιάνεται με τις οικονομικές δυσπραγίες της σύγχρονης Αμερικανικής κοινωνίας) και καταφέρνει με μεγαλύτερη επιτυχία να σε βυθίσει στην Οδύσσεια του κεντρικού ήρωα, που βλέπει τον εαυτό του να συνεργάζεται με τον ίδιο του τον Διάβολο για να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που έδωσε στον γιο του και, χειρότερα, στον ίδιο του τον εαυτό.
Το 99 homes εξάλλου είναι μια ταινία για την οικογένεια, τις φιλοδοξίες και πάνω από όλα τις αξίες. Για την ακρίβεια, η σχέση του Nash με τον απρόσμενο μέντορά του είναι μια ωραία παραλλαγή πάνω στο κλασικό μοτίβο πατέρα-γιου και έρχεται με ενδιαφέρον τρόπο σε αντίθεση με την κυριολεκτική σχέση πατέρα-γιου ανάμεσα στον Nash και τον γιο του, σχολιάζοντας τον τρόπο που η Αμερικανική κοινωνία δημιουργεί όνειρα για να τα καταστρέψει με την ίδια ευκολία, παγιδεύοντας ανθρώπους περιορισμένης κοινωνικής οξύτητας σε μηχανισμούς που στόχο έχουν να τους στραγγίξουν από ότι έχουν και, συνήθως, δεν έχουν. Ο Bahrani, όμως, φαίνεται διατεθειμένος να διατηρήσει το φως της αισιοδοξίας ανοιχτό, να υποστηρίξει ότι μέσα σε όλον αυτό τον πανικό, ο άνθρωπος μπορεί ακόμα να διακρίνει τι είναι σωστό και τι λάθος και να κάνει σαφές, ότι παρά τις αντιξοότητες, η ηθική πυξίδα μπορεί να παραμείνει ενεργή μέχρι το τέλος.
Είναι μια προσέγγιση που εξ ορισμού γίνεται ηθικοπλαστική και που κατά στιγμές κάνει την ταινία να κουνάει διδακτικά το δάχτυλο στον θεατή, όμως, είναι μια συνειδητή επιλογή, που ενδεχομένως να φαίνεται και τόσο άτσαλη επειδή ο κόσμος πλέον, ή τουλάχιστον όπως τον εκλαμβάνουμε εμείς πια, είναι πολύ πιο κυνικός από ότι παλιότερα (αυτός ο διδακτισμός δεν φαίνεται να μας ενοχλεί όταν αφορά το κλασικό Χόλιγουντ, όχι;) και σχετικά απρόθυμος να αποδεχτεί "χρυσούς" ήρωες. Παρά τις ενστάσεις, όταν αυτή η τακτική αφήγησης είναι σκόπιμη, δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις την τιμιότητα του σκηνοθέτη, ακόμα κι όταν αναγκάζεσαι να ξεφυσήσεις από μερικές παραμέτρους της ιστορίας (και κυρίως από το κάπως σχηματικό ταξίδι εξιλέωσης που αναπόφευκτα επιλέγει να ακολουθήσει ο Nash).
Στα θετικά της ταινίας, Michael Shannon και Andrew Garfield παραδίδουν επαγγελματικές, αποτελεσματικές ερμηνείες (αν και με μερικές αναμενόμενες - αλλά, ευτυχώς, όχι καταδικαστικές - δόσεις υπερβολής), o ρυθμός της αφήγησης δεν κάνει ούτε στιγμή κοιλιά από την αρχή μέχρι το τέλος και η καρδιά του φιλμ χτυπάει στο σωστό μέρος, προσφέροντας την απαραίτητη ένταση πριν τα γεγονότα υπονοήσουν έστω και στο ελάχιστο ότι μπορούν (;) να έχουν αίσια εξέλιξη. Στην τελική, το αν η ταινία είναι προϊόν ρεαλισμού ή κατάφωρη φαντασία θα πρέπει να το ζυγίσει ο κάθε θεατής ξεχωριστά. Δεν είναι κακό πάντως, πού και πού, να βλέπεις μερικές αχτίδες αισιοδοξίας στην μεγάλη οθόνη ακόμα κι αν η κυνική σου πλευρά σε ωθεί να τις χλευάσεις με θόρυβο. (3*/5)
Το κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση της κριτικής μας από το φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας, όπου η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της.
Η ταινία προβάλλεται την Δευτέρα, 3 Νοεμβρίου στις 20:00 στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ και σε επανάληψη την Τρίτη, 4 Νοεμβρίου στις 22:15 στην αίθουσα ΤΖΟΝ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου