Ανεξάρτητα από το αν κανείς συμφωνεί με την σκηνοθετική προσέγγιση των αδερφών Dardennes ή όχι, δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσει τον βαθμό που έχουν τελικά επηρεάσει το σύγχρονο γαλλικό σινεμά. Θεματικές επικεντρωμένες στα κοινωνικά προβλήματα, ήρωες-άνθρωποι της διπλανής πόρτας που πασχίζουν να μην βρεθούν στο περιθώριο ή φλερτάρουν επικίνδυνα με αυτό, μια ματιά που παρακολουθεί από ασφυκτικά κοντά (πάνω από τον ώμο θα έλεγε κανείς) τους πρωταγωνιστές και μια νατουραλιστική προσέγγιση που αγνοεί φτιασιδώματα, μουσικές υποκρούσεις και εφετζίδικα τρικ, στοχεύοντας απλά στην απόλυτη μεταφορά της αλήθειας κάθε ταινίας, χαρακτηρίζουν ένα όλο και αυξανόμενο γαλλόφωνο κινηματογραφικό σύνολο, που, είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι, οφείλει πάρα πολλά στο σκηνοθετικό δίδυμο.
Η ταινία του Brizé αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του συνόλου, όμως συνοδεύει την σαφώς κοινωνιολογικά προσανατολισμένη οπτική της με μία μικρή ανατροπή: το φιλμ δεν παρακολουθεί λεπτομερώς την ιστορία του ήρωά του αλλά επικεντρώνεται σε κομβικά σημεία της καθημερινότητάς του, δίνοντας τον χρόνο σε κάθε σκηνή να ξεδιπλωθεί και να αποκαλύψει το πλήρες εύρος της κάθε δεδομένης κατάστασης. Ο Τιερί που έρχεται σε σύγκρουση με τα παράδοξα και τις αντιφάσεις μιας γραφειοκρατικής διαδικασίας κατά την εύρεση δουλειάς, ο Τιερί που μαζί με το σωματείο προσπαθεί να διεκδικήσει τα εργατικά του δικαιώματα, ο Τιερί μέσα στην οικογενειακή του καθημερινότητα και τις γονικές του ευθύνες, ο Τιερί στην νέα του δουλειά ως φύλακας στο σούπερ-μάρκερ, ο Τιερί αντιμέτωπος με μια σκληρή ηθική, που κινδυνεύει να μετατρέψει την απόλυτη δικαιοσύνη σε αδικία: ο Brizé δεν δίνει τόσο σημασία στις λεπτομέρειες που μεταφέρουν τον πρωταγωνιστή του από την μία σκηνή στην άλλη αλλά ενδιαφέρεται κυρίως για τις αντιδράσεις του και τους εσωτερικούς μηχανισμούς της κρίσης του σε κάθε σταθμό της διαδρομής του.
Γι'αυτό και η συμβολή του (βραβευμένου στις Κάννες για την ερμηνεία του) Vincent Lindon αποδεικνύεται τόσο κρίσιμη στην δομή της ταινίας. Ουσιαστικά, οι εκφράσεις του και η ένταση που υποδεικνύει είναι τα μόνα μέσα που χρησιμοποιεί ο Brizé για να περιγράψει την κρισιμότητα της κάθε κατάστασης ή το δράμα που άλλοι ενδεχομένως να υπογράμμιζαν με περισσότερο εμφανείς τρόπους. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης επιλέγει επανειλημμένα να στερήσει από κάθε πιθανή δραματική έκρηξη όλη την ενέργεια, αφήνοντας στο τέλος μια μινιμαλιστική αφήγηση που προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της για να αναδείξει το πρόβλημα μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης στην πληρότητά του.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι στον τρόπο αφήγησης ή στις προθέσεις της ταινίας αλλά κυρίως στην ίδια την ουσία της ιστορίας. Αν αφαιρέσει κανείς από το φιλμ την δομική του ιδιαιτερότητα, θα παραμείνει με μια ιστορία που δεν προσφέρει ουσιαστικές εκπλήξεις, που πολλές φορές μιλάει για κάτι πολύ σημαντικό αλλά προφανές και που στην κορύφωσή της καταφεύγει σε μια "εύκολη", βολική και μάλλον διδακτική λύση. Η επιμονή δε του Brizé να αφήνει την κάμερα να καταγράφει και να καταγράφει δίχως να κόβει την σκηνή, επιφέρει και έναν κάποιον εκνευρισμό στον θεατή, που ξεπερνά την συμμετοχή στο δράμα του πρωταγωνιστή (εξάλλου, είπαμε ήδη ότι η ταινία διατηρεί εξαιρετικά ψύχραιμη στάση) και ανάγεται σε γνήσια δυσφορία. Εν μέρει, αυτό λειτουργεί υπέρ της ταινίας (ειδικά στις σκηνές όπου ο Τιερί καλείται να λάβει αποφάσεις), όμως, στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ (όπου ο Τιερί εκπαιδεύεται ή απλά προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με την γαλλική γραφειοκρατεία), αυτή η προσέγγιση μάλλον αποκαλύπτει τις τάσεις πλατειασμού του σεναρίου.
Στο τέλος, αυτό που μένει είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στην εργατική τάξη όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης, μέσα από το βλέμμα μιας αφήγησης που καλείται να λειτουργήσει συμβολικά, ανάγοντας τους ήρωές της σε φορείς ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Η ιστορία, εξάλλου, μπορεί να μην είναι και πολύ πρωτότυπη, όμως, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αμεσότητα και το πόσο καίρια είναι. Αυτό, ωστόσο, που μπορεί να αμφισβητήσει είναι η ροπή της προς ταξικά στερεότυπα και η τελική απροθυμία της να αναιρέσει τις συμβάσεις ή να λάβει δύσκολες, πολύπλοκες αποφάσεις. Είναι σίγουρο ότι το φιλμ δε θα δυσκολευτεί να βρει το κοινό του, ειδικά αν λάβει κανείς τις βιωματικές ομοιότητες που θα αναγνωρίσει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στην αφήγηση. Μακάρι, όμως, η αποδοχή να προέκυπτε και από περισσότερο καλλιτεχνικά αξιοσημείωτα κριτήρια. (3*/5)
Περισσότερες κριτικές από τις 21ες Νύχτες Πρεμιέρας, εδώ.
Περισσότερες κριτικές από τις 21ες Νύχτες Πρεμιέρας, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου