O Guy Maddin ανέκαθεν έκανε ταινίες που φαίνονταν αποκομμένες από τον χρόνο, είτε επειδή έμοιαζαν με φιλμ που εμφανίστηκαν ξαφνικά μέσα από μια χρονοκάψουλα του παρελθόντος, είτε επειδή απλά αρνούνταν να "δουλέψουν" μέσα στο σύγχρονο, επιβεβλημένο χρονικό πλαίσιο και τις πρακτικές κινηματογράφησης του τώρα. Υπό αυτή την έννοια, το "The Forbidden Room" (με credit συν-σκηνοθεσίας στον Evan Johnson, συνεργάτη του Maddin στα πιο πρόσφατα, πειραματικά μικρού μήκους εγχειρήματά του) δεν ανατρέπει τους κανόνες λειτουργίας του σκηνοθέτη, όμως αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη γιατί αποκαλύπτει, ύστερα από καιρό, το ανανεωμένο πρόσωπο του δημιουργού του, πολύ κοντύτερα στην απενοχοποιημένη σφαίρα του "The Saddest music in the world" [letterboxd] και του "Cowards Bend the Κnee" [letterboxd], παρά στο μάλλον εγκλωβισμένο στις maddin-ικές συμβάσεις του "Keyhole".
Γιατί πόσο συχνά βρίσκει κανείς μια ιστορία για το πώς μπορεί κάποιος να χρησιμοποιεί σωστά την μπανιέρα να μετατρέπεται στην αγωνιώδη πορεία ενός υποβρυχίου που χάνει σταδιακά το οξυγόνο, για να μεταμορφωθεί στην αναζήτηση ενός ξυλοκόπου για την αγαπημένη του και την μονομαχία του με μια αιμοδιψή φυλή που την απήγαγε, να μεταλλαχθεί στην συνέχεια σε ένα αμνησιακό όνειρο και να ενσωματώσει στην πορεία επιπλέον την ιστορία ενός εκπληκτικού χειρούργου, ένα ηφαίστειο που απαιτεί θυσίες για να εξαγνίσει την οργή του, έναν τύπο που ζει όλη του την ζωή μέσα σε ένα ασανσέρ, ένα φάντασμα που αρνείται να πει τον τελικό αποχαιρετισμό επιστρέφοντας ξανά και ξανά στην τυφλή γυναίκα του (την γνώριμη από τον Maddin-ικό παρελθόν, Maria de Medeiros) και ένα μουσικό ιντερλούδιο σχετικά με την μανία ενός ανθρώπου με τους... πισινούς; Ναι, το "The Forbidden Room" είναι η πιο αναρχική ταινία του Guy Maddin, γεμάτη ιδέες που εναλλάσσονται με ρυθμό πολυβόλου, κλεισμένες η μέσα μέσα στην άλλη, ως σπουδή στον εγκιβωτισμό και αποθέωση μιας short film ιδεολογίας, που δεν αφήνει τίποτα να πλατειάσει.
Και δεν είναι ότι η χαώδης αφήγηση είναι κάτι καινούργιο για τον σκηνοθέτη ή ότι η ταινία δεν βρίθει ηρώων χτυπημένων από την αμνησία, όμως το φιλμ εμφανίζει μια άνευ προηγούμενου διάθεση για… πλάκα, κανιβαλισμό και αυτοαναφορική σάτιρα, χωρίς να φοβάται να μετατραπεί (στην πορεία) σε ονειρική κωμωδία, σαν ένα "Inception" ύστερα από… πολλά, ΠΟΛΛΑ ναρκωτικά! Και αυτό γιατί τα επίπεδα αφήγησης εναλλάσσονται ανάμεσα στην εξιστόρηση σουρεαλιστικών παραμυθιών και κρυμμένων αναμνήσεων για να διηγηθούν ιστορίες μέσα στις ιστορίες και να επιστρέψουν στο τέλος απρόβλεπτα ξανά στην αρχή, ολοκληρώνοντας έναν κύκλο αφήγησης, ο οποίος καταφέρνει όχι μόνο να συνοψίσει ολόκληρη την προηγούμενη φιλμογραφία του Guy Maddin αλλά και να την ξεπεράσει.
Βέβαια, βοηθάει και το γεγονός ότι τα 130 λεπτά της μεγαλύτερης στα χρονικά ταινίας του σκηνοθέτη παρουσιάζουν μια αξιέπαινη ροή, που κάνουν την ταινία να "κυλά" με μεγαλύτερη ευκολία από ποτέ, κάνοντας επίθεση στις αισθήσεις του θεατή από τους (υπερφορτωμένους αλλά απόλυτα στυλιζαρισμένους) τίτλους της αρχής μέχρι τα τελευταία δευτερόλεπτα αυτής της κινηματογραφικής παράνοιας. Στο ενδιάμεσο, "πειραγμένες" εικόνες, μονοχρωματικά κάδρα, υπέρτιτλοι, παραμορφώσεις, μουτζούρες και τεχνητές χαρακιές στα frames, δημιουργούν κάτι τόσο σύγχρονο, μοντέρνο αλλά και με σαφή γνώση του παρελθόντος που μπορεί να παρασύρει τον (προετοιμασμένο) θεατή σε ένα ταξίδι άνευ προηγουμένου με ιδέες πρωτότυπες, αιρετικές, ειρωνικές, συνεχή αφορμή σκέψεων και ένοχης (ή και όχι) απόλαυσης, Το σχιζοφρενικό χιούμορ, όταν ο αφηγητής της αρχής αναρωτιέται ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις γυναίκες της εκκλησίας και τις γυναίκες μέσα στην μπανιέρα είναι μόνο το κερασάκι στην τούρτα: "I'll give you a hint. Women in church have hope in their souls".
Ακούγεται περίεργο, είναι ακόμα πιο… "κουλό" στην πραγματικότητα, όμως όποιος ξέρει τι εστί Maddin θα το απολαύσει χωρίς αναστολές. Για τους υπόλοιπους, το τεράστιο καστ (που συνδυάζει κλασικές μορφές του σύμπαντος του Maddin, όπως τον Louis Negin, και τηλεοπτικούς κυρίως ηθοποιούς, όπως η Caroline Dhavernas του "Hannibal", με ονόματα Α' κατηγορίας όπως οι Mathieu Amalric, Charlotte Rampling, Geraldine Chaplin και Udo Kier - η Αριάν Λαμπέντ κάνει και εκείνη ένα σύντομο πέρασμα) είναι απλά το… δόλωμα. Όμως, ο καθένας αξίζει να δοκιμάσει αυτό το φιλμικό πείραμα καθώς είναι ΑΠΟΛΥΤΟΣ κινηματογράφος, που αφορά τις αισθήσεις, το μυαλό και την ίδια την φύση του σινεμά. Κι ας το απορρίψει μετά. (4*/5)
To κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση της κριτικής της ταινίας από την φετινή Berlinale.
H ταινία προβάλλεται την Πέμπτη, 24 Σεπτεμβρίου στις 22:15 στο Ιντεάλ.
Περισσότερες κριτικές από τις 21ες Νύχτες Πρεμιέρας, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου