Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή. Με το "Knight of Cups", ο Terrence Malick δεν πρόκειται να κερδίσει νέους θαυμαστές, ούτε πρόκειται να μεταπείσει (και να ξανακερδίσει) όσους έχουν απορρίψει την καλλιτεχνική του έκφραση από το "Tree of Life" και μετά. Όσοι απέρριψαν το τελευταίο ως υπερφίαλο ή βρήκαν ανούσιο το "To the Wonder" (Frame Game Review εδώ), δεν πρόκειται να βρεθούν ενώπιον κάτι ριζικά διαφορετικού που πρόκειται να τους κάνει να… αλλαξοπιστήσουν, όμως, όσοι έχουν ήδη σταθεροποιήσει την επικοινωνία τους με τον (τελευταία πολυάσχολο) σκηνοθέτη, μάλλον πρόκειται να παραμείνουν στο πλευρό του.
Εξάλλου, οι ονειρικές εικόνες και η διαρκής κίνηση της κάμερας δηλώνουν και εδώ το "παρών", τα εκτενή voice-over μπλέκονται και πάλι με την (κλασική, κλασικίζουσα αλλά και ηλεκτρονική) μουσική και τους υπόλοιπους διαλόγους, κόβοντας πολλές φορές ακόμη και προτάσεις χαρακτήρων στην μέση, χαρακτήρες εμφανίζονται και εξαφανίζονται το ίδιο απότομα, όσο ο πρωταγωνιστής περιφέρεται εν μέσω υπαρξιακής κρίσης στο κάδρο και, ενίοτε, σκυλιά… βουτούν επανειλημμένα στην πισίνα για να πιάσουν μια μπάλα του tennis με τα δόντια. Ταυτόχρονα, κάδρα βουτηγμένα σε μια neon πραγματικότητα (μελλοντικές προσθήκες ενός αντίστοιχου αφιερώματος), στιγμιότυπα ενός μάταιου κόσμου του θεάματος (ο Malick δεν διστάζει να κάνει γύρισμα και σε πραγματικά χολιγουντιανά πάρτι, όπου υπάρχουν blink-and-you'll-miss εμφανίσεις - Joe Mangaliello και Jason Clarke, σας βλέπω) και ένα... παραστράτημα στον κόσμο της μόδας (με την Kally Cutrone να συμμετέχει με οδηγίες φωτογράφησης σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας) και άπειρα (ημί)γυμνά μοντέλα να γεμίζουν τα κάδρα, έκαναν - μάλλον σε μια επιφανειακή σύγκριση, διότι άλλο η νοσταλγία για το παρελθόν και άλλο το "σκοτάδι" του κόσμου του θεάματος - να εμφανίζουν την ταινία ως την... αμερικανική απάντηση στην "Grande Belezza" (Frame Game Review εδώ).
Πόσο, λοιπόν, νόημα έχει να κρίνει κανείς μια ταινία, που λίγο ως πολύ, σχεδόν πριν ξεκινήσει, κάνει εμφανείς τις διαθέσεις της; Πόσο χρήσιμο είναι να κατακρίνει κάποιος τη φύση ενός φιλμ, όταν, στην τελική, παραμένει συνεπές ως προς μια καθιερωμένη μορφή και τις προθέσεις του; Και στο τέλος, άραγε, υπάρχει κάποιος που πρόκειται να αλλάξει γνώμη για αυτό το είδος κινηματογράφησης, αν έχει ήδη αποδεχθεί και αγαπήσει έναν τέτοιον τρόπο φιλμικής επικοινωνίας;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Malick έχει βρει ασφάλεια σε αυτή την αφηγηματική γλώσσα, που, πλέον στην τρίτη χρήση της, μοιάζει να εκφράζει τις ανησυχίες του, τις παρατηρήσεις του για τον κόσμο, τους φόβους και τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί στο "Knight of Cups", ο Malick καταπιάνεται με το ίδιο το Holywood, την αλαζονική αλλά και ξεπεσμένη φύση του, τις υπερβολές, τις θυσίες, την έλλειψη ουσιαστικού προορισμού και στόχου. Για να κάνει, δε, πιο προσωπική τη ματιά του, ο κεντρικός του ήρωας είναι ένας σεναριογράφος της βιομηχανίας που βλέπει την προσωπική και ερωτική ζωή του να βρίσκεται σε μια κατάσταση… αποσύνθεσης, με τον αδερφό και τον πατέρα του να βρίσκονται σε ένα είδος προσωπικής κρίσης και γυναίκες από το ερωτικό παρελθόν και παρόν του να αποτελούν αφορμές για ακόμη περισσότερο υπαρξιακή θεώρηση, αν και δεν καταφέρνουν όλες να δημιουργήσουν ολοκληρωμένους χαρακτήρες.
Βέβαια, με απόλυτη ψυχραιμία, οφείλω να παραδεχτώ ότι μια τέτοια προσέγγιση ταιριάζει περισσότερο στην εξερεύνηση του κόσμου του θεάματος και των σκοτεινών γωνιών του "Knight of Cups" παρά στη μεμονωμένη προσωπική αναζήτηση του "To the Wonder" (το "Τree of Life", ας το αφήσουμε εκτός σύγκρισης καθώς λειτουργεί ως το "πρωτότυπο" σε αυτή την περίπτωση). Παράλληλα, το τελικό αποτέλεσμα είναι το πιο προσιτό που έχει παραδώσει τελευταία ο σκηνοθέτης, κάνοντας την ταινία σαφώς πιο "εμπορική" από τις προηγούμενές του, τηρουμένων των αναλογιών.
Ταυτόχρονα, όμως, δεν θα μπορούσα να παραβλέψω και τη μονόπλευρη, έως και κλισέ, αποτύπωση του γυναικείου φύλου στην ταινία, η οποία, δικαιολογημένα, θα προκαλέσει μεγάλη συζήτηση, αφού, πολλές φορές, παρουσιάζεται απλά και μόνο ως αντικείμενο. Η Cate Blanchett είναι ίσως η μοναδική ηθοποιός της ταινίας που καταφέρνει να παρουσιάσει στον (πολύ) περιορισμένο χρόνο εμφάνισής της κάτι ουσιαστικό, που ξεπερνάει τον τυπικό της ρόλο ως "κομμάτι του παρελθόντος" στην αφήγηση. Επίσης, η Imogen Poots εκπέμπει τόση ενέργεια που ξεπερνά ασυναίσθητα τους περιορισμούς του ρόλου της. Οι υπόλοιπες κυρίες, όμως, απλά παρελαύνουν στις σκηνές, συμμετέχοντας σε ένα πρότυπο της "βιομηχανίας" που ξεπερνά την αυτοαναφορικότητα και πέφτει στις ίδιες στερεοτυπικές παγίδες της αποτύπωσής τους.
Στο τέλος, όμως, το "Knight of Cups" ανήκει στην κατηγορία των ταινιών που ένας υποψιασμένος θεατής γνωρίζει εκ των προτέρων αν απευθύνεται σε εκείνον και ο Malick δεν κάνει καμία προσπάθεια για να το καμουφλάρει αυτό. Η ομορφιά των εικόνων του παραμένει εντυπωσιακή (εδώ, μάλιστα, χωρίζονται σε κεφάλαια που παίρνουν το όνομά τους από κάρτες Ταρώ – ο "Κρεμασμένος", ο "Πύργος", ο "Θάνατος", η "Ελευθερία" κ.ο.κ.) και ο βαθμός προσήλωσης των ηθοποιών του στο όραμά του είναι τουλάχιστον συγκινητικός (πέρα των άλλων, το cast περιλαμβάνει και τους Natalie Portman, Freida Pinto, Antonio Banderas, Teresa Palmer), όμως η φιλοσοφική θεώρηση του σεναρίου και η κριτική της κοινωνίας μέσα από τον φακό του έχουν, πλέον, χτίσει έναν δικό τους κλειστό κόσμο, που είτε είσαι μέρος του είτε ερμητικά κλεισμένος απέξω. (3*/5)
Περισσότερα για την 65η Berlinale, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου