Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Οι φεστιβαλικές αγάπες της χρονιάς: η έκδοση του 2015.


Αντί ετήσιας ανασκόπησης, το Frame Game επέλεξε φέτος (όπως και πέρυσι) απλά να παρουσιάσει σε δύο δόσεις (για το πρώτο και το δεύτερο μισό του 2015) τις είκοσι ταινίες (συν honorable mentions) που αγάπησε περισσότερο μέσα στην χρονιά, σε τυχαία σειρά. Ή μάλλον, τις είκοσι ταινίες που αγάπησε περισσότερο μέσα στην χρονιά εκτός από εκείνα τα φιλμ που λάτρεψε αλλά συνάντησε σε φεστιβάλ (η χρονιά περιλάμβανε επισκέψεις σε Βερολίνο, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και ανελέητο preview streaming) και τα οποία ακόμα δεν έχουν αποκτήσει επίσημη διανομή αλλά αναμένεται να "συστηθούν" με το κοινό μέσα στο 2016. Μερικές από αυτές αποτελούν ιδιαίτερες καλλιτεχνικές και "πειραγμένες" περιπτώσεις, μερικές έχουν ήδη εξασφαλίσει την κυκλοφορία τους μέσα στην προσεχή χρονιά, μερικές δεν πρόκειται καν να καταφέρουν να βρουν τον δρόμο τους προς τις αίθουσες αλλά θα ανακαλυφθούν εν καιρώ ξανά μέσω εναλλακτικών μεθόδων κυκλοφορίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτές είναι οι δέκα ταινίες από τα φεστιβάλ, για τις οποίες το Frame Game ανυπομονεί να ξαναέρθει σύντομα σε επαφή. Κρατήστε σημειώσεις.


11 minutes του Jerzy Skolimowski
Είναι φανταστικό αυτό που συμβαίνει με το "11 minutes" του - 77χρονου πλέον - Jerzy Skolimowski. Η ταινία πετάει στο μπλέντερ ένα μάτσο χαρακτήρες χωρίς ουσία, μπλέκει ένα σωρό αφηγήσεις χωρίς να κάνει πραγματικό focus πουθενά, παίζει ανεξέλεγκτα με το χρόνο δίχως έλεος στήνοντας ένα ξέφρενο χωροχρονικό γαϊτανάκι και κλείνει τελικά το μάτι αποκαλύπτοντας μια κοσμική, υπαρξιακή και μηδενιστική αλήθεια. Και όλο αυτό χωρίς να χάνει ποτέ το ρυθμό ή την αίσθηση του τι είναι, έχοντας πλήρη επίγνωση των οριζόντων του και των επιλογών του! Το καλό, βέβαια, είναι ότι ο Skolimowski δεν βασίζεται αποκλειστικά στο φινάλε του για να δώσει σημασία στα προηγούμενα δρώμενα. Ο παραδοσιακά τραχύς αφηγηματικός τρόπος αφήγησης που χρησιμοποιεί βρίσκει εδώ μια απρόσμενη ενεργητικότητα, χωρίς να αφήνει νεκρό χρόνο από σκηνή και σκηνή και αξιοποιώντας κάθε ένα από τα 81 λεπτά της διάρκειας της ταινίας. Το δε κωμικό υπόβαθρο (ο Skolimowski δεν αγνοεί ποτέ την μαύρη ειρωνεία των ιστοριών του) βοηθά στο να μην πάρει κανείς την ιστορία υπερβολικά στα σοβαρά, αποφεύγοντας τον κίνδυνο πομπωδών συμπερασμάτων για κάτι εξ ορισμού ανάλαφρο. Ουσιαστικά, το φιλμ μοιάζει να αντλεί από τα καλύτερα στοιχεία της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη (το υπερφυσικό υπόβαθρο του "The Shout" [letterboxd], η ρετρό δυναμική των φύλων του "Deep End" [letterboxd], η ασφυκτική πίεση μιας ανώτερης δύναμης ή καθεστώτος του "Moonlighting" [letterboxd], o χωρικός περιορισμός του "The lightship" [letterboxd]) για να τα μεταφέρει σε έναν μοντέρνο κόσμο νέων ταχυτήτων αλλά ίδιων τελικά αρχών χωρίς να δείχνει σημάδια κόπωσης ή επανάληψης. Αντιθέτως, το φιλμ προκύπτει μοναδικό στο όραμά του αλλά και τόσο συνεπές με τις ανησυχίες ενός από τους πιο ιδιαίτερους σκηνοθέτες των τελευταίων δεκαετιών, γεγονός που δημιουργεί ανυπομονησία (επαναλαμβάνω στα... 77 χρόνια) για το επόμενο βήμα. Καθόλου άσχημα, δηλαδή. Frame Game Review εδώ.

The Diary of a Teenage Girl της Marielle Heller
Αμερικανική ιστορία ενηλικίωσης, αφήγηση γυναικείας σεξουαλικής αφύπνισης, quirky νεανική εξομολόγηση. Η ταινία της της Marielle Heller ακροβατεί ανάμεσα σε όλα τα επικίνδυνα είδη του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου, φλερτάρει με την υπερβολή και την εκτενή αυτοαναφορικότητα, χρησιμοποιεί το χιούμορ για να μιλήσει για κάτι απόλυτα σοβαρό και καταφέρνει τελικά να βγει νικήτρια γιατί παραμένει απόλυτα ειλικρινής, χωρίς να κρύβεται από ντροπή πίσω από το δάχτυλό της. Γιατί το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτού του τύπου οι ταινίες, είναι ότι προσεγγίζουν τελικά το "αιχμηρό" τους θέμα με μία συντηρητική (και τελικά απόλυτα πατριαρχική) προσέγγιση, που προσπαθεί να εμφανιστεί τολμηρή χωρίς ουσιαστικά να είναι. Το "Diary of a Teenage Girl", όμως, ευτυχώς δεν είναι μια τέτοια περίπτωση καθώς όχι μόνο είναι αφηγηματικά απελευθερωμένο και σεξουαλικά απενοχοποιημένο (το φιλμ δεν φείδεται ούτε των γυμνών σκηνών, ούτε του casual sex, ούτε της χρήσης ναρκωτικών) αλλά και αμιγώς επικεντρωμένο στην οπτική της ηρωίδας του και όλες της περιπέτειές της στον δρόμο προς την ανακάλυψη του εαυτού της χωρίς να την κρίνει αλλά ούτε και να την παρουσιάζει καθαρά ως θύμα ή ως θύτη. Frame Game Review εδώ.

Arabian Nights (As Mil e Uma Noites) του Miguel Gomes
Τι σχέση έχει η Σεχραζάντ με την πολιτική κρίση που έζησε η Πορτογαλία το 2013 (και εξακολουθεί να βιώνει ολόκληρη η Ευρώπη); Απόλυτη, απαντά ο Miguel Gomes του "Tabu" (Frame Game Review εδώ), ο οποίος επιστρέφει στον κινηματογράφο με τις εξάωρες, επικές (και σε διάρκεια και σε εύρος θεματικών) "Χίλιες και μία Νύχτες" του, για να ρίξει μία έντονα φορτισμένη ματιά στην κοινωνική κρίση που βιώνει (και) η χώρα του, να ακούσει τους ανθρώπους που βγήκαν ζημιωμένοι από απάνθρωπες πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες και να τα ντύσει όλα αυτά με έναν μυθολογικό αέρα που φέρνει προς… Μπουνιουέλ, παραμένοντας όμως επικεντρωμένος στο τώρα και - με ερωτηματικό - στο αύριο για να δημιουργήσει τελικά ένα από τα πιο σημαντικά κινηματογραφικά δημιουργήματα των τελευταίων ετών. Χωρισμένες σε τρία μέρη (τον "Ανήσυχο", τον "Έρημο" και τον "Μαγεμένο"), το καθένα από τα οποία μοιράζεται με τη σειρά του σε επιμέρους κεφάλαια με ευφάνταστους τίτλους, οι "Νύχτες" του Gomes παρακολουθούν τους τρεις απεσταλμένους των δανειστών ως εμπόρους με… στυτική δυσλειτουργία πάνω σε καμήλες, ακολουθούν τη δίκη ενός κόκορα επειδή φώναζε τη λάθος ώρα, παρακολουθούν τα δάκρυα μιας δικαστίνας σε δίκη που μπλέκει τελικά μια ολόκληρη κοινωνία, βιώνουν την αλληλουχία των ιδιοκτητών ενός σκύλου σε ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών, ρίχνουν μια ματιά στους διαγωνιζόμενους ενός αγώνα κελαηδίσματος σπίνων και ντύνουν τις ακόμα περισσότερες αφηγήσεις τους με… τζίνι του αέρα, μάγους που υπόσχονται φίλτρα για μαγικές λύσεις, ζώα που έρχονται να δώσουν απλά μια κατάθεση στο δικαστήριο και μπόλικη ειρωνεία πίσω από τις μεταμφιεσμένες αλήθειες. Απαιτητικό, εξαντλητικό αλλά, τελικά, και απόλυτα αποκαλυπτικό, το φιλμ (ή μήπως καλύτερα, τα φιλμ) είναι ο ορισμός της ταινίας που βρίσκει τη θέση της μέσα στα κινηματογραφικά φεστιβάλ για να προσφέρει τροφή για σκέψη και προβληματισμό και να σπρώξει την κινηματογραφική δημιουργία σε ανεξερεύνητες, παρθένες περιοχές. Frame Game Review εδώ.

The Fits της Anna Rose Holmer
Το "The Fits" μοιάζει σαν το "Girlhood" (Frame Game Review εδώ) της Céline Sciamma να προσγειώθηκε ξαφνικά στο σύμπαν του Peter Weir, μόνο που αντί για μυστηριώδεις εξαφανίσεις κάτω από τον Hanging Rock έχουμε μυστηριώδεις επιληπτικές κρίσεις στα μέλη μιας χορευτικής ομάδας του σχολείου (όχι πολύ μακριά από ότι συνέβαινε και στο, επίσης, φετινό "The Falling" [letterboxd]). Το ευτύχημα, βέβαια, είναι ότι η Anna Rose Holmer δεν πιέζεται να δώσει όλες τις απαντήσεις ή να εξερευνήσει το παρελθόν των ηρώων της, κινδυνεύοντας να αποδειχτεί γραφική, ούτε να πάρει θέση για το αν το υπερφυσικό υπάρχει ή είναι αποκύημα της φαντασίας (η τελική σκηνή είναι ίσως ένα από τα καλύτερα φινάλε που έχω δει τελευταία) παρά να αφηγηθεί μια ιστορία μέσα από τις κινήσεις και να παρουσιάσει μια εναλλακτική ιστορία ενηλικίωσης, μακριά από τις παγίδες του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου. Για την ακρίβεια, η ταινία της βασίζεται περισσότερο στην ευρωπαϊκή αισθητική, θυμίζοντας το νατουραλιστικό σινεμά των Νταρντέν αν εκείνο κατάφερνε να αποδεχτεί την μεταφυσική (;) του διάσταση. Για αυτό και ακολουθεί από κοντά την ηρωίδα της, χρησιμοποιεί την οπτική της, βρίσκει τις αναλογίες ανάμεσα σε μια προπόνηση μποξ και το ανταγωνιστικό χορευτικό μιας γυναικείας ομάδας, εξερευνά την έννοια του φύλου και απομονώνει τον κόσμο της εντός εφήβων, υπονοώντας μόνο φευγαλέα την ύπαρξη των ενηλίκων. Η έλλειψη εκτενών διαλόγων, εξάλλου, εντείνει αυτή την παρατηρητική προσέγγιση και δίνει τον πρώτο λόγο στην (εξαιρετική) μουσική να αποτελέσει τον μοναδικό σύμμαχο της αφήγησης. Το ανοιχτό φινάλε σίγουρα δεν βοηθάει στην εμπορικότητα του φιλμ, όμως αποτελεί την κατάλληλη επιλογή για να αποφευχθούν οι επικίνδυνες ευκολίες. Στα κάτι παραπάνω από 70 λεπτά, το φιλμ μοιάζει να διαρκεί ακριβώς όσο πρέπει, λίγο παραπάνω από μια φαντασίωση, λίγο λιγότερο από μια απόδραση από την πραγματικότητα. Κρατήστε το στα υπόψη όσο ενδιαφέρεστε για ανερχόμενες φωνές και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις στον κινηματογράφο.

The Forbidden Room των Guy Maddin και Evan Johnson
Πόσο συχνά βρίσκει κανείς μια ιστορία για το πώς μπορεί κάποιος να χρησιμοποιεί σωστά την μπανιέρα να μετατρέπεται στην αγωνιώδη πορεία ενός υποβρυχίου που χάνει σταδιακά το οξυγόνο, για να μεταμορφωθεί στην αναζήτηση ενός ξυλοκόπου για την αγαπημένη του και την μονομαχία του με μια αιμοδιψή φυλή που την απήγαγε, να μεταλλαχθεί στην συνέχεια σε ένα αμνησιακό όνειρο και να ενσωματώσει στην πορεία επιπλέον την ιστορία ενός εκπληκτικού χειρούργου, ένα ηφαίστειο που απαιτεί θυσίες για να εξαγνίσει την οργή του, έναν τύπο που ζει όλη του την ζωή μέσα σε ένα ασανσέρ, ένα φάντασμα που αρνείται να πει τον τελικό αποχαιρετισμό επιστρέφοντας ξανά και ξανά στην τυφλή γυναίκα του (την γνώριμη από τον Maddin-ικό παρελθόν, Maria de Medeiros) και ένα μουσικό ιντερλούδιο σχετικά με την μανία ενός ανθρώπου με τους... πισινούς; Ναι, το "The Forbidden Room" είναι η πιο αναρχική ταινία του Guy Maddin, γεμάτη ιδέες που εναλλάσσονται με ρυθμό πολυβόλου, κλεισμένες η μέσα μέσα στην άλλη, ως σπουδή στον εγκιβωτισμό και αποθέωση μιας short film ιδεολογίας, που δεν αφήνει τίποτα να πλατειάσει. Ακούγεται περίεργο, είναι ακόμα πιο… "κουλό" στην πραγματικότητα, όμως όποιος ξέρει τι εστί Maddin θα το απολαύσει χωρίς αναστολές. Για τους υπόλοιπους, το τεράστιο καστ (που  συνδυάζει κλασικές μορφές του σύμπαντος του Maddin, όπως τον Louis Negin, και τηλεοπτικούς κυρίως ηθοποιούς, όπως η Caroline Dhavernas του "Hannibal", με ονόματα Α' κατηγορίας όπως οι Mathieu Amalric, Charlotte Rampling, Geraldine Chaplin και Udo Kier - η Ariane Labed κάνει και εκείνη ένα σύντομο πέρασμα) είναι απλά το… δόλωμα. Όμως, ο καθένας αξίζει να δοκιμάσει αυτό το φιλμικό πείραμα καθώς είναι ΑΠΟΛΥΤΟΣ κινηματογράφος, που αφορά τις αισθήσεις, το μυαλό και την ίδια την φύση του σινεμά. Κι ας το απορρίψει μετά. Frame Game Review εδώ και εδώ.

The Wakhan Front (Ni le ciel, ni la terre) του Clément Cogitore
Προφανώς κάποιος έβγαλε memo ότι φέτος κάνουμε όλοι homage στο "Picnic at hanging Rock" γιατί το "The Walkan Front" προστίθεται στα "Strangerland", "The Falling" και "The Fits" ως ακόμα μια ταινία που παίρνει στο πνεύμα του Peter Weir και το φέρνει στο σήμερα. Βέβαια, το γεγονός ότι συνδυάζει την κεντρική ιδέα της ιστορίας με το Αφγανιστάν του σήμερα, εξερευνώντας ένα πολύ διαφορετικό υπόβαθρο που περιλαμβάνει τον πόλεμο, την θρησκεία και τον τρόπο που αντιμετωπίζει κανείς τον θάνατο, του δίνει έξτρα πόντους και αρκετή ώθηση για να ξεπεράσει ένα γενικόλογο retelling της εξαφάνισης που κανείς δεν ξέρει πού μπορεί να οφείλεται (και κανείς δεν ξέρει αν μπορεί καν να μάθει την αιτία της). Επιπλέον bonus το φινάλε που αποφεύγει την εύκολη λύση αλλά και η διαρκής στάση ψύχραιμης παρατήρησης που οδηγούν σε μια εξαιρετικά διαφορετική πολεμική ταινία από όσα έχουμε συνηθίσει. Βάλτε αστερίσκο για όταν κάποια στιγμή κυκλοφορήσει.

Rams (Hrútar) του Grímur Hákonarson
Λατρεύω την Ισλανδική ιδιοσυγκρασία, όπως αυτή καταφέρνει να αποτυπωθεί στις Ισλανδικές ταινίες. Μιλάμε για ένα λαό που δεν φαίνεται να σκοτίζεται και πολύ, που ξέρει να δίνει την πρέπουσα σημασία στο χιούμορ και την ειρωνική πλευρά της ζωής, που μπορεί να αναγνωρίζει την γενικότερη "μεγάλη αλήθεια" κοιτάζοντας μέσα στην ψυχή των ανθρώπων. Γι' αυτό και καταφέρνει να αφηγηθεί ιστορίες μικρές αλλά ουσιαστικές, λιτές στην δομή αλλά πλούσιες στο περιεχόμενο, που δεν εντυπωσιάζουν με το εύρος τους ή απαραίτητα την αιχμή τους αλλά σε κερδίζουν μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους με την αμεσότητα και την ειλικρίνειά τους. Το "Rams" είναι με βεβαιότητα μία τέτοια υπέροχη ταινία που ορθώς δεν έχει ροπή προς την... ομιλιτικότητα. Ο Hákonarson σχεδόν ξεχνάει τις λέξεις και αφηγείται την ιστορία του μέσα από τις πράξεις και τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών του, αποκαλύπτοντας πόσο αστεία είναι τελικά η ιστορία του. Ειδικά οι σκηνές μεταξύ των αδερφών φέρνουν προς βωβό κινηματογράφο και screwball περιοχές (η χρήση ενός εκσκαφέα ως νοσοκομειακό όχημα ανήκει στις σκηνές ανθολογίας της ταινίας), πιστές, ωστόσο, στο πνεύμα του Aki Kaurismaki και του σύγχρονου σκανδιναβικού σινεμά. Επιπλέον, το παρελθόν του Hákonarson στο ντοκιμαντέρ του δίνει την ικανότητα να παρατηρεί με υπομονή και κατανόηση τις πράξεις των ηρώων του, με την αφηγηματική του ικανότητα να δείχνει εξίσου ικανή να παίζει με τον ρυθμό και την ταχύτητα για να αποκαλύψει τελικά με δύναμη την καρδιά της ιστορίας του φιλμ. Το δε πλάνο που επιλέγει να κλείσει την ταινία (ακριβώς στο σωστό δευτερόλεπτο, χωρίς να νοιάζεται για το πριν ή το μετά, παρά μόνο για το τώρα) κάνει το φιλμ αβίαστα συγκινητικό και συναισθηματικά έντονο χωρίς να το προσπαθεί καν. Είναι σοφοί οι Ισλανδοί. Frame Game Review εδώ.

Ixcanul (Volcano) του Jayro Bustamante
Από το μόλις πρώτο πλάνο του "Ixcanul", καταλαβαίνεις ότι η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Jayro Bustamante πρόκειται να χρησιμοποιήσει κυρίως την εικόνα και λιγότερο τον λόγο για να πει την ιστορία του. Εξάλλου, το κοντινό στο πρόσωπο της ηρωίδας του και η τελετουργική σχεδόν προετοιμασία της από την μητέρα της μαρτυρά ότι η αφήγηση που θα ακολουθήσει δεν χρειάζεται πολλούς διαλόγους για να μεταδώσει την δύναμή της καθώς η αφοπλιστική ειλικρίνειά της μιλάει απευθείας στην καρδιά, χωρίς να έχει ανάγκη διερμηνέα, σε αντίθεση με τους χαρακτήρες της, οι οποίοι είναι γλωσσικά αποκομμένοι από τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας, αφού δεν μιλούν καν Ισπανικά, παρά την δική τους παραδοσιακή γλώσσα. Στο φιλμ του Bustamante, το ηφαίστειο είναι η δύναμη στην οποία γίνονται οι επικλήσεις, ως ουσιαστικό σύνορο ανάμεσα στον κόσμο της ταινίας και όλη την υπόλοιπη πραγματικότητα και, τελικά, ο κριτής της κάθε πράξης. Το ηφαίστειο λειτουργεί ουσιαστικά ως Θεός. Και η λατρεία του Bustamante προς την κινητήριο δύναμη της ταινίας του, φαίνεται σε κάθε πλάνο. Με καδράρισμα που εντυπωσιάζει χωρίς να είναι αυτάρεσκο, αναδεικνύει ένα τόπο αρχέγονο, σχεδόν αποκομμένο από τον χρόνο, όπου οι λαογραφικές εθιμοτυπίες συγκρούονται με τη σύγχρονη λογική και η ποίηση συμβαδίζει με τη σκληρή πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα, ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα της χρονιάς. Frame Game Review εδώ και εδώ.

Aferim! του Radu Jude
Το "Aferim!" είναι σίγουρα μια πρωτόγνωρη κινηματογραφική εμπειρία. Τοποθετημένο στην Βαλαχία του 1835 όπου συνυπάρχουν Ρουμάνοι χωροφύλακες, Έλληνες έμποροι, Σοβιετικοί κατακτητές και πλήθος λαών σε συνεχείς αναμεταξύ τους πολιτιστικές αντιπαραθέσεις, φωτογραφημένο σε έντονη ασπρόμαυρη φωτογραφία που δείχνει να καταφέρνει να αντισταθμίσει την έλλειψη χρώματος με άπειρες σκιές και διαβαθμίσεις του ασπρόμαυρου και χρησιμοποιώντας μιας γλώσσα βγαλμένη από τα λεξικά εγχειρίδια της εποχής (το σενάριο βασίζεται σε μερικά από τα κείμενα που διασώζονται από τότε), αποτελεί ένα φιλμ που δείχνει να πατάει γερά στο παρελθόν όσο η ματιά του παραμένει εξαιρετικά οξυδερκής και σύγχρονη. Εξάλλου, αν κάποιος αγνοήσει το φολκλορικό ιστορικό στοιχείο, θα διαπιστώσει ότι το "Aferim!" χαρακτηρίζεται από τις μόνιμες ανησυχίες του σύγχρονου ρουμάνικου κινηματογράφου: το (όχι πάντα προφανές) παιχνίδι της εξουσίας και της υποταγής, την μόνιμη υποψία για τις πραγματικές προθέσεις των συμπολιτών και την μόνιμα κριτική ματιά στα κακώς κείμενα της κοινωνίας με έξτρα δόσεις ειρωνείας και μαύρου χιούμορ. Frame Game Review εδώ.

Knight of Cups του Terrence Malick
Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή. Με το "Knight of Cups", ο Terrence Malick δεν πρόκειται να κερδίσει νέους θαυμαστές, ούτε πρόκειται να μεταπείσει (και να ξανακερδίσει) όσους έχουν απορρίψει την καλλιτεχνική του έκφραση από το "Tree of Life" και μετά. Όσοι απέρριψαν το τελευταίο ως υπερφίαλο ή βρήκαν ανούσιο το "To the Wonder" (Frame Game Review εδώ), δεν πρόκειται να βρεθούν ενώπιον κάτι ριζικά διαφορετικού που πρόκειται να τους κάνει να… αλλαξοπιστήσουν, όμως, όσοι έχουν ήδη σταθεροποιήσει την επικοινωνία τους με τον (τελευταία πολυάσχολο) σκηνοθέτη, μάλλον πρόκειται να παραμείνουν στο πλευρό του. Εξάλλου, οι ονειρικές εικόνες και η διαρκής κίνηση της κάμερας δηλώνουν και εδώ το "παρών", τα εκτενή voice-over μπλέκονται και πάλι με την (κλασική, κλασικίζουσα αλλά και ηλεκτρονική) μουσική και τους υπόλοιπους διαλόγους, κόβοντας πολλές φορές ακόμη και προτάσεις χαρακτήρων στην μέση, χαρακτήρες εμφανίζονται και εξαφανίζονται το ίδιο απότομα, όσο ο πρωταγωνιστής περιφέρεται εν μέσω υπαρξιακής κρίσης στο κάδρο και, ενίοτε, σκυλιά… βουτούν επανειλημμένα στην πισίνα για να πιάσουν μια μπάλα του tennis με τα δόντια. Ταυτόχρονα, κάδρα βουτηγμένα σε μια neon πραγματικότητα (μελλοντικές προσθήκες ενός αντίστοιχου αφιερώματος), στιγμιότυπα ενός μάταιου κόσμου του θεάματος (ο Malick δεν διστάζει να κάνει γύρισμα και σε πραγματικά χολιγουντιανά πάρτι, όπου υπάρχουν blink-and-you'll-miss εμφανίσεις - Joe Mangaliello και Jason Clarke, σας βλέπω) και ένα... παραστράτημα στον κόσμο της μόδας (με την Kally Cutrone να συμμετέχει με οδηγίες φωτογράφησης σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας) και άπειρα (ημί)γυμνά μοντέλα να γεμίζουν τα κάδρα, έκαναν - μάλλον σε μια επιφανειακή σύγκριση, διότι άλλο η νοσταλγία για το παρελθόν και άλλο το "σκοτάδι" του κόσμου του θεάματος - να εμφανίζουν την ταινία ως την... αμερικανική απάντηση στην "Grande Belezza" (Frame Game Review εδώ). Εκτενής κριτική της ταινίας εδώ.

Bonus

Heart Of A Dog της Laurie Anderson
To φιλμ μπορεί να ξεκινά με μία σουρεαλιστική γέννα (με την Laurie Anderson να γεννά τον ίδιο της τον σκύλο – "It’s a girl"), όμως η ταινία είναι ουσιαστικά μια ταινία για τον θάνατο. "Ο θάνατος έχει να κάνει με αυτούς που μένουν πίσω" υποστηρίζει η ίδια κάποια στιγμή και όντως αυτή η ταινία μοιάζει να είναι ένα ταξίδι προς την ανακάλυψη και την εξερεύνηση όσων κρύβει μέσα της, είτε αυτή είναι η πιο έντονη στιγμή που θυμάται από την μητέρα της ("the Mother Test", το αποκαλούν οι Βουδιστές μοναχοί) είτε είναι οι στιγμές που έζησε με την Lolabelle της και όλα όσα της δίδαξε εκείνη. Εξάλλου, η empathy που της φανέρωσε το fox terrier της, της επιτρέπει να δει τον κόσμο με άλλα μάτια, είτε αυτό αφορά την αλληλουχία των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου και ο τρόπος που το βίωσε η σκυλίτσα της δεχόμενη επίθεση από τον αέρα από τους γύπες της Καλιφόρνια (θεωρώντας το υπερμέγεθες κουνέλι) είτε το βίωμα του κόσμου με τις υπόλοιπες αισθήσεις, χωρίς να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε όσα βλέπει. Η μεγαλύτερη δε αλήθεια, όμως, φανερώνεται στο τέλος, όπου η Anderson αφιερώνει την ταινία στον σύντροφο της ζωής της, Lou Reed. "Τα πράγματα που υπάρχουν είναι τα πράγματα για τα οποία μπορούμε να μιλήσουμε. Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου" μοιάζει να δανείζεται η Anderson όσο  εξωτερικεύει όλα όσα αισθάνεται (συνήθως πίσω από βρεγμένα γυαλιά και επεξεργασμένες ψηφιακά εικόνες). Έχουμε ανάγκη το τόσο προσωπικό σινεμά; Φυσικά γιατί, όσο ατελές κι αν είναι, μας επιτρέπει να στρέψουμε την δική μας ματιά βαθιά μέσα μας. Frame Game Review εδώ.


Διάβασε επίσης:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...