Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Review: Ένας Άλλος Κόσμος του Χριστόφορου Παπακαλιάτη.

Όσο κι αν μερικοί ακόμα αρνούνται να το αποδεχτούν, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης είναι ένας κινηματογραφικός πλέον σκηνοθέτης. Ναι, το τηλεοπτικό του παρελθόν είναι δύσκολο να ξεπεραστεί (τα κυριότερα αρνητικά σημεία και του "Ένας Άλλος Κόσμος" έχουν να κάνουν συγκεκριμένα με αυτό) και, ναι, η φήμη του περί αντιγραφής ξένων σεναρίων αποτελεί τοτέμ της μεγαλύτερης μερίδας των εναντίων του, όμως, η δεύτερη πια ταινία του έρχεται να επιβεβαιώσει την επιθυμία του να προσαρμόσει την οπτική του στις ανάγκες μιας μεγάλης οθόνης και να αφηγηθεί κάτι κινηματογραφικό, το οποίο εξορισμού δε θα χωρούσε στην τηλεόραση. Τα καλοστημένα κάδρα, το στακάτο μοντάζ, η χρήση ικανών extras χωρίς να προδίδονται τα όρια του budget, το υπέρμετρο συναίσθημα (πες το και μελόδραμα) και τα συνεχή εξωτερικά γυρίσματα είναι όλα μέρη αυτής της προσπάθειας και μάλλον οι μεγαλύτεροι σύμμαχοί του. Ωστόσο, η σημαντικότερη και, τελικά δε, καλύτερη απόφασή του είναι κρατάει για τον εαυτό του μόλις το τέταρτο όνομα στους τίτλους, αφήνοντας ικανότερους και αποτελεσματικότερους ηθοποιούς να κουβαλήσουν όλη την ιστορία στις πλάτες τους. Ο Παπακαλιάτης είναι σαφώς καλύτερος σκηνοθέτης (ακόμα και σεναριογράφος) από ότι ηθοποιός και επιτέλους αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι η λιγότερη έκθεσή του μπροστά από την κάμερα κάνει, αντιστρόφως ανάλογα, αναμφισβήτητα καλό στις ταινίες του.

Η ιστορία στην επιφάνειά της δεν διαφέρει από οτιδήποτε έχει παρουσιάσει στο παρελθόν ο ίδιος. Όχι μία, αλλά τρεις ερωτικές ιστορίες καταφέρνουν να περάσουν μπροστά από την κάμερά του, συνοδευόμενες από τα συνήθη ευφυολογήματά του, το ελαφρύ χιούμορ του, τις μουσικές παύσεις για την υπογράμμιση της στιγμής αλλά τις μικρές ανατροπές/αποκαλύψεις που αναπόφευκτα συνδέουν τα φαινομενικά ασύνδετα. Στην ουσία του, όμως, ο "Ένας άλλος κόσμος" είναι μια ταινία για την κρίση, την οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και την ηθική κρίση, και μάλιστα με έναν τρόπο περισσότερο άμεσο (ίσως και προφανή) από ό,τι άλλο έχει επιχειρηθεί στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο. Όλες οι σχετικές ιστορίες που ο καθένας μας έχει ακούσει/βιώσει/παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια βρίσκουν ανεξαιρέτως την θέση τους στο μωσαϊκό της ταινίας (οι απολύσεις, οι φασιστικές εξάρσεις, η καταπιεσμένη δυστυχία εντός της οικογένειας, οι ξενοφοβικές αντιλήψεις, το ξεπούλημα των ελληνικών επιχειρήσεων, οι πορείες, οι κοινωνικές αναταραχές, οι απαιτήσεις για λήψη οικονομικών μέτρων, η πολιτική ανωριμότητα) και, όσο και αν ο έρωτας αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ τους, αυτές είναι που δίνουν και τον τελικό τόνο στο φιλμ.

Φυσικά και πολλές από αυτές παρουσιάζονται με μία αφελή απλότητα. Φυσικά και η υπεραπλουστευμένη προσέγγιση στερεί κάθε ικανότητα κριτικής σκέψης. Στην τελική, όμως, ο "Ένας άλλος κόσμος" είναι μια (δυνάμει) εμπορική, mainstream ταινία που στόχο δεν έχει να μπερδέψει το κοινό αλλά να το κατευθύνει σε δύο ώρες αδιάκοπης κινηματογραφικής έντασης, να το κάνει να κλάψει και να γελάσει και να του παρουσιάσει ένα καλογυαλισμένο προϊόν που τιμά το εισιτήριό του. Επιπλέον, ένας παράγοντας που κάνει την ταινία να μοιάζει εξαιρετικά οικεία είναι το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε "γεμίσει" από τις τηλεοπτικές σχετικές εικόνες, με αποτέλεσμα όλα αυτά να μας φαίνονται πια προφανή. Στον θεατή του εξωτερικού, όμως, όλο αυτό μεταφέρεται ως μια εξαιρετικά πλήρης περιγραφή της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, γεμάτη κρυφά δράματα αλλά και ελπίδες, γεγονός που, παραδόξως, κάνει την ταινία έτοιμη για διεθνή κατανάλωση, χωρίς να υπολογίζουμε καν τους αρκετούς αγγλικούς διαλόγους και το γνώριμο πρόσωπο του οσκαρούχου πλέον J.K. Simmons. Ο "Ένας άλλος κόσμος" δεν είναι η φεστιβαλική ταινία για το εξωτερικό αλλά το local drama που είναι γραμμένο με όρους Hollywood και ακολουθεί πιστά τους κανόνες για την απρόσκοπτη επικοινωνία του με το κοινό.

Τι άλλο έχει να επιδείξει το οπλοστάσιο του φιλμ; Το ατού του J.K. Simmons είναι αναμφίβολα το μεγαλύτερο δώρο που εισέπραξε ο Παπακαλιάτης από το σύμπαν και η ερμηνεία του στον ρόλο ενός Γερμανού που επιλέγει να ζήσει στην Ελλάδα είναι γεμάτη γλύκα, ρομαντισμό και μια διάχυτη μελαγχολία που κερδίζει. Επίσης, η Andrea Osvárt συνδυάζει τις Παπακαλιατικές απαιτήσεις της ερμηνείας της με ένα ευρωπαϊκό background για να δημιουργήσει κάτι απόλυτα ζωντανό. Όμως, το πραγματικό πουλέν της ταινίας είναι η Μαρία Καβογιάννη σε έναν ρόλο που ξεκινά κωμικά για να ολοκληρωθεί δραματικά και να αποδείξει τις πραγματικές εκφραστικές της ικανότητες που ξεπερνούν τα είδη. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι αν αυτός ο ρόλος ήταν αγγλόγλωσσος, θα είχε σίγουρη οσκαρική υποψηφιότητα. Δεν είναι μόνο η ίδια, είναι και το γεγονός που είπαμε ότι ο Παπακαλιάτης γνωρίζει το παιχνίδι και τους κανόνες και στήνει ακριβώς έτσι την εξέλιξη του χαρακτήρα της για να της χαρίσει τελικά την παράσταση. Επιπλέον, ο Μηνάς Χατζησάββας, στην τελευταία του εμφάνιση, είναι ανατριχιαστικός, ένας villain της διπλανής πόρτας που τρομάζει με το μένος και την οργή του. Ένας σκηνοθέτης που συλλέγει τόσες πολλές καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του είναι ένας τουλάχιστον καλός σκηνοθέτης! Σε συνδυασμό με τις επιτυχημένες μουσικές επιλογές (μήπως η επιλογή του "Πόσο λυπάμαι τα χρόνια" είναι κλείσιμο του ματιού στο Λανθιμικό περιβάλλον;) και την προσεγμένη φωτογραφία του Γιάννη Δρακουλαράκου, το φιλμ ανάγεται σε μια απόλυτα καλοστημένη κινηματογραφική προσφορά, που δύσκολα θα της αρνηθεί το ευρύ κοινό.

Παρόλα αυτά, όσο κι αν αναγνωρίζω αυτές τις αρετές της ταινίας, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ πόσο εκτός των δικών μου προσωπικών κινηματογραφικών ορίων είναι αυτός ο "άλλος κόσμος". Η τηλεοπτική σχεδόν τηλεγράφηση των γεγονότων, οι κωμικές ατάκες που μαρτυρούν τηλεοπτικό timing αλλά ασφυκτιούν εντός κινηματογραφικών πλαισίων, ο άκρατος διδακτισμός και το κούνημα του δαχτύλου και η μονοδιάστατη αφήγηση που οδηγεί σε απλοϊκά συμπεράσματα μου φανερώνουν μεν μια ισχυρή σκηνοθετική προσωπικότητα αλλά μου προκαλούν παράλληλα σοβαρές ενστάσεις, που δυστυχώς αποκαλύπτονται πια ως μόνιμα στοιχεία της persona της (μια σύγκριση με την κριτική του "Αν..." οδηγεί εύκολα σε αυτό το συμπέρασμα). Αυτό, ωστόσο, που οφείλω να πω είναι ότι αναγνωρίζω δύναμη σε αυτό το προϊόν όσο κι αν το βλέπω να ταξιδεύει παράλληλες με τις δικές μου κινηματογραφικές προτιμήσεις. Πόσο παράδοξος αυτός ο άλλος κόσμος, λοιπόν. (2,5*/5)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...