O Arnaud Desplechin είναι ένας από τους πιο "Γάλλους" Γάλλους σκηνοθέτες και κάθε νέα του ταινία επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό. Αναλύοντας μέχρι εξαντλήσεως τις έννοιες της αγάπης, της κοινωνικότητας και των φιλοσοφικών προεκτάσεων κάθε καθημερινής δυνατής αλληλεπίδρασης (μεταξύ συγγενών, φίλων, συναδέλφων, εραστών) και εμποτίζοντάς τες με αναφορές στην Βίβλο, την μυθολογία και τα ρητά αρχαίων φιλοσόφων, δίνει κάθε φορά ένα επιπλέον βάθος στους διαλόγους του, όσο κι αν αυτοί πιέζουν τα όρια του θεατή λόγω της εκτενούς τους διάρκειας. Το εμβληματικό, τρίωρο έπος του "Η σεξουαλική μου ζωή... ή πώς βρέθηκα να λογομαχώ" ήταν ουσιαστικά η δήλωση της ταυτότητάς του και η απόδειξη του πόσο προτιμά να επιμένει στους χαρακτήρες του για να τους ανάγει σε τρισδιάστατες (εκνευριστικές, υπερφίαλες, ίσως και μισάνθρωπες) προσωπικότητες, πάντα όμως αληθινούς και με πλήρη επίγνωση των ελαττωμάτων του.
Στο "My Golden Days" επιστρέφει στον Paul Dedalus εκείνης της ταινίας (ο Mathieu Amalric επαναλαμβάνει τον σύντομο εδώ ρόλο του δύστροπου καθηγητή) για να του δώσει την ευκαιρία να αναλογιστεί το παρελθόν του (ο Γαλλικός τίτλος που μεταφράζεται "τρεις αναμνήσεις από την νιότη του" είναι πιο ενδεικτικός της δομής και του περιεχομένου της ταινίας, καθώς τα γεγονότα απέχουν αρκετά από το να χαρακτηριστούν "χρυσά") και να εστιάσει σε τρεις καθοριστικές στιγμές της προσωπικής του ιστορίας. Το πρώτο κεφάλαιο ανατρέχει στην νιότη του και τις τρομακτικές αναμνήσεις από την μητέρα του (που ήδη από την "σεξουαλική ζωή" είχε προσδιοριστεί ως μέγαιρα), το δεύτερο σε μια σύντομη κατασκοπευτική περιπέτεια που είχε στην Ρωσία (θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ανάλαφρη, γαλλόφωνη διασκευή ενός χαμένου μυθιστορήματος του John le Carré) ενώ το τρίτο (κι εκτενέστερο) αφιερώνεται στον μεγάλο έρωτα της ζωής του που τον στοίχειωνε για δέκα ολόκληρα χρόνια (όπως μάθαμε στην "σεξουαλική" ζωή), την Esther.
Ο Desplechin είχε δηλώσει πως η απόφασή του να ασχοληθεί με την ενηλικίωση νεαρών ηρώων προήλθε μετά από το "Moonrise Kingdom" του Wes Anderson και, παραδόξως, μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει αυτή την επιρροή στο φιλμ. Οι ήρωες του παραμένουν απορροφημένοι στις φιλοσοφικές τους συζητήσεις και τις μεταξύ τους αναταράξεις, όμως, είναι περισσότερο αισιόδοξοι, περιπαιχτικοί, ανάλαφροι λόγω της άγνοιας του μέλλοντος ή απλά της απουσίας βάρους από το παρελθόν. Τους απασχολεί περισσότερο η αγάπη παρά η πολιτική, περισσότερο το συναίσθημα παρά η λογική, και αυτό τους κάνει να χαμογελούν περισσότερο και να αστειεύονται πιο πολύ, όσο αναπόφευκτα κάνουν τα λάθη που θα τους στοιχειώσουν στην πορεία. Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς τι τους περιμένει στο μέλλον (αν και η υπενθύμιση της μελλοντικής ιστορίας τους Paul και της Esther από την "σεξουαλική" ζωή προσδίδει επιπλέον μελαγχολία στην αφήγηση του φιλμ) καθώς ο Desplechin φροντίζει να φορτίσει τους διαλόγους του (και να σπάσει τον τέταρτο τοίχο, όταν οι ήρωές του διαβάζουν τα γράμματά τους στον θεατή) με την επαρκή δόση ματαιότητας.
Κι αν η νοσταλγία δεν ήταν ήδη προφανής, ο Desplechin συνεχίζει να παίζει με παρελθοντικές πρακτικές της αφήγησης, εστιάζοντας με το κάδρο του σε λεπτομέρειες της εικόνας όπως έκανε και ο βωβός κινηματογράφος ή χρησιμοποιώντας την χωρισμένη οθόνη για να παρακολουθήσει ταυτόχρονα τις εξελίξεις. Ο κυριότερος παράγοντας ωστόσο που την προκαλεί είναι η χρήση των δύο πρωταγωνιστών του (γιατί η ταινία ανήκει στους Quentin Dolmaire και Lou Roy-Lecollinet, όσα γνώριμα πρόσωπα κι αν εμφανιστούν), η οποία καταφέρνει να αναδείξει το πάθος της νιότης και να ξεπεράσει τον φορμαλισμό των ενήλικων χαρακτήρων του σκηνοθέτη, όσο κι αν οι βάσεις αυτής της συμπεριφοράς παραμένουν εμφανείς.
Ο βαθμός ανάλυσης παραμένει εξαντλητικός (ειδικά στην διάρκεια των δύο - γεμάτων και λαλίστατων - ωρών), όμως, ο Desplechin αποδεικνύει ότι μπορεί να παίξει με το ύφος του και να το αφομοιώσει σε περισσότερο ελαφρές κατευθύνσεις χωρίς να αλλοιώνει την ταυτότητά του. Ίσως θα ήθελε περισσότερη συνεκτικότητα μεταξύ των κεφαλαίων του (το τρίτο ειδικά θα μπορούσε να είναι ολόκληρη ταινία), όμως, είναι δύσκολο να μην θαυμάσεις την επιμονή και την προσήλωση ενός σκηνοθέτη τόσο πολύ στο όραμά του. Ακόμα κι όταν καμουφλάρεται πίσω από την νεανική ανωριμότητα. Αλήθεια, αναρωτιέται σχετικά και ο σκηνοθέτης, είναι δυνατόν ποτέ να ξεπεραστεί; "Ω τέκνα, που ποτ' εστέ;" αναρωτιέται στο φινάλε μέσω της Esther και του "Οιδίπους Τύραννος" του Σοφοκλή. Δε θα μπορούσε να ήταν πιο σαφής. (3,5*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου