Κατά μία έννοια, η "Francofonia" του Sokurov συνοψίζει τους κυριότερους σταθμούς του έργου του. Εκ πρώτης όψεως, η πιο κραυγαλέα αναφορά γίνεται στην "Ρώσικη Κιβωτό", την πρώτη επαφή του σκηνοθέτη με την τέχνη και την σχέση της με την ιστορία (στην εμβληματική μοναδική λήψη που εντυπωσιακά αποτελεί την ταινία). Μια πιο προσεκτική ανάγνωση, ωστόσο, αποκαλύπτει και την σχέση της ταινίας με την τετραλογία της δύναμης (η οποία ξεκίνησε με το "Moloch" το 1999 και ολοκληρώθηκε με το "Faust" του 2011, επικεντρώνοντας την προσοχή του σε μονάρχες της ιστορίας σε μη στερεοτυπικές στιγμές) αλλά και τις περισσότερο φιλοσοφικές στιγμές του, όπου προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από την επιφάνεια των πιο ταπεινών ηρώων του. Κυρίως, όμως, η ταινία αποτελεί την πεμπτουσία του τι απασχολεί την δημιουργική personna του σκηνοθέτη, χωρίς αυτό, όμως, να σημαίνει ότι, όποιος δεν είναι ήδη εξοικειωμένος μαζί της, θα ανακαλύψει κάτι που αυτόματα θα τον συγκλονίσει.
Το σύμπαν του Σοκούροφ εξάλλου είναι πολύ κλειστό. Σε κάποια στιγμή μάλιστα και ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναρωτιέται "αν ζάλισε το κοινό με το παραλήρημά του". Δεν είναι άδικος ο προβληματισμός του. Παρά τα λιγότερα από 90 λεπτά της διάρκειας του εγχειρήματος (μπορεί κάποιος να το πει ντοκιμαντέρ; Ταινία; Υβρίδιο;), η "Francofonia" μοιάζει να διαρκεί περισσότερο, γεμάτη από την αρχή μέχρι το τέλος με τις γνώριμες ενδοσκοπικές αναλύσεις του Sokurov, θυμίζοντας περισσότερο μονόλογο που αναπτύσσεται συνειρμικά παρά τεκμηριωμένα δομημένο ντοκιμαντέρ, το οποίο προσπαθεί να εξιστορήσει ή να ερμηνεύσει ιστορικά γεγονότα. Ο Sokurov ουσιαστικά εμπνέεται από την ιστορία για να εξερευνήσει την δύναμη της τέχνης, τον ρόλο της απέναντι στον πόλεμο και τον αντίκτυπό της στον άνθρωπο, όσο παραστρατεί σε φιλοσοφικές διαδρομές που έχουν να κάνουν όχι αποκλειστικά με το Παρίσι και το Λούβρο αλλά και με οτιδήποτε αφορά μεταφορικά ή κυριολεκτικά την κληρονομιά ενός έργου τέχνης.
Ακριβώς λόγω της ποιητικής ανάπτυξης της αφήγησης, το επίκεντρο μεταφέρεται συνεχώς από θεματική σε θεματική. Από τις εικόνες του Τσέχοφ και του Τολστόι στα νεκροκρέβατά τους, μεταφερόμαστε στην συνομιλία μέσω Skype του ίδιου του Sokurov με έναν καπετάνιο, του οποίου το φορτίο αποτελείται κυρίως από container γεμάτα έργα τέχνης ("Στα έθνη, ο ωκεανός βρίσκεται γύρω τους. Στον άνθρωπο, ο ωκεανός βρίσκεται μέσα του") για να οδηγηθούμε στην πορεία στην ταινία μέσα στην ταινία (βλέπουμε ακόμα και τα καρέ του φιλμ που τρέχει μέσα στην οθόνη) που εξιστορεί την ιδιόμορφη σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον τότε διευθυντή του Λούβρου, Jacques Jaujard, και τον αξιωματικό των Ναζί, Κόμη Franziskus Wolff Metternich και να παρακολουθήσουμε το φάντασμα του Ναπολέοντα να περιφέρεται μέσα στο Λούβρο αναγνωρίζοντας τον εαυτό του σε όλα τα έργα, ακόμα και στην Μόνα Λίζα ("Σε όλα τα έργα, είμαι εγώ!"), όσο η Marianne, η προσωποποίηση της Γαλλίας, επαναλαμβάνει ασταμάτητα το τρίπτυχο του "Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα" της Γαλλικής Επανάστασης.
Φυσικά, ο Sokurov αντλεί την αφορμή από το Λούβρο αλλά δεν ενδιαφέρεται αποκλειστικά μόνο για την ιστορία του. Περισσότερο τον αφορά ο λόγος που το Λούβρο αντιμετωπίστηκε με αυτόν τον τρόπο όταν τόσα άλλα ιστορικά Μουσεία ισοπεδώθηκαν από τους Ναζί, η λογική του Metternich που τον οδήγησε να έρθει σε αντιπαράθεση με τους ανωτέρους του (ο ίδιος ο σκηνοθέτης του ανακοινώνει τι τον περιμένει στην ζωή του μετά την απομάκρυνσή του από το σώμα, σπάζοντας για άλλη μια φορά την συνέχεια του χωροχρόνου) και η ίδια η ανθρωπιστική σημασία της τέχνης, είτε αυτή αφορά την ιστορική και πολιτιστική συνέχεια ("Τι θα κάναμε αν δεν γνωρίζαμε τα μάτια αυτών που έζησαν πριν από εμάς;" αναρωτιέται θαυμάζοντας την τέχνη της προσωπογραφίας) είτε την άρρηκτη σχέση της με τον πόλεμο ("Πολέμησα για την τέχνη!" ωρύεται ο Ναπολέων, αποκαλύπτοντας ότι η τέχνη δεν σβήνει απλά έναν πόλεμο αλλά μπορεί άνετα και να δώσει το έναυσμα για αυτόν). Οι συνειρμοί με την πρόσφατη καταστροφή των γλυπτών από το Ισλαμικό Κράτος του ISIS είναι απλά αναπόφευκτη, ειδικά όταν ο Sokurov ρίχνει μια σύντομη ματιά στην Ασσυριακή πτέρυγα.
Όσο ενδιαφέρον κι αν έχουν όμως κατά στιγμές τα λεγόμενά του, η συνεχής μετάβαση από θέμα σε θέμα μπορεί να αποδειχτεί αποπροσανατολιστική, ειδικά για κάποιον που έχει έρθει απροετοίμαστος στην προβολή, χωρίς να είναι εξοικειωμένος με την ματιά και το στιλ του σκηνοθέτη. Η "Fancofonia" του Sokurov δεν είναι ντοκιμαντέρ, δεν είναι μυθοπλαστική αναπαράσταση πραγματικών γεγονότων, δεν είναι μια πραγματεία σχετικά με την τέχνη και τα οφέλη της. Είναι κάτι από τα προηγούμενα και ταυτόχρονα τίποτα από αυτά, περισσότερο μια κατάβαση στο μυαλό του σκηνοθέτη, όσο προσπαθεί να εξηγήσει ουσιαστικά γιατί αναλύει όσα αναλύει, ακολουθώντας το μονοπάτι της δικής του σκέψης. Γι' αυτό και το φιλμ είναι απόλυτα προσωπικό, χωρίς να ενδιαφέρεται τόσο για το πώς θα επικοινωνήσει με το κοινό του παρά με το πώς θα επιβιώσει από τις εχθρικές δυνάμεις (είτε αυτές συμβολίζονται από τους Ναζί κατακτητές είτε από τα στοιχεία της φύσης που απειλούν να ρίξουν στον ωκεανό container γεμάτα έργα τέχνης).
Το αν αυτό αφορά ή όχι τον καθένα είναι εξίσου προσωπική υπόθεση. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό το περιεχόμενο θα μπορούσε να παρουσιαστεί περισσότερο συνεκτικά, ώστε να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο. Θα μπορούσε επίσης να είχε αποφύγει οπτικά τρικ που κλείνουν αποτυχημένα το μάτι σε μια άλλη εποχή (το ηχητικό κανάλι ή τα καρέ στο πλάι που συνοδεύουν μεγάλο κομμάτι της ταινίας, όπως και η φθορά της εικόνας - αν και χαρακτηριστική για τον σκηνοθέτη - δεν συνάδουν με το εξαιρετικά φωτογενές υλικό εντός του μουσείου). Δεν μπορεί, όμως, κανείς να αμφιβάλλει ότι αυτή είναι μια καθαρά ξεχωριστή δημιουργία, που ξεφεύγει από τις συνήθεις κινηματογραφικές διαδρομές. Ο Sokurov παραμένει να μην ανήκει στους αγαπημένους μου, όμως, αυτό δεν σημαίνει πως η "Francofonia" του δεν είναι θαυμαστή για την τόλμη και τα ρίσκα της. (3*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου