Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος; Τσεκ. Ασπρόμαυρη φωτογραφία; Τσεκ. "Ριψοκίνδυνο" θέμα με μια συμπονετική, ασφαλή ματιά; Τσεκ. Επιστροφή ενός Ευρωπαίου σκηνοθέτη σε ένα πιο προσωπικό σινεμά και στην πιασάρικη φεστιβαλική θεματολογία; Τσεκ. Το "Rai" του Andrei Konchalovsky είναι σχεδόν κυριολεκτικά ο... Παράδεισος των φεστιβάλ, η ταινία που αγαπούν περιοδικά να ξεχωρίζουν και το φιλμ που οι άνθρωποι της κινηματογραφικής βιομηχανίας (και συνεπώς και οι Κριτικές Επιτροπές) προτιμούν να βραβεύουν (Update: όπως και αποδείχτηκε τελικά με τον Αργυρό Λέοντα Σκηνοθεσίας).
Το φιλμ του Konchalovsky έχει να κάνει με τις μαζικές εκτελέσεις που έλαβαν χώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά την διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και παρακολουθεί την ιστορία τριών ανθρώπων που προσφέρουν μια θεωρητικά πιο σφαιρική ματιά στις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες της εποχής: έναν Γερμανό στρατιώτη των SS, μια Εβραία Ρωσίδα που εμπλέκεται με την Γαλλική Αντίσταση και έναν Γάλλο σύμμαχο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, παρά τις όποιες βλέψεις διεύρυνσης του θεματικού ορίζοντα, το "Rai" απλοποιεί την ιστορία του βάζοντας στο επίκεντρο ένα απλό ερωτικό τρίγωνο, όσο και αν φροντίζει με διάφορα περιφερειακά σεναριακά τερτίπια να ταράξει τα νερά (οι περιφερειακοί χαρακτήρες περισσότερο υπάρχουν για να υποστηρίζουν την πορεία των πρωταγωνιστών, δύσκολα μπορεί κανείς να τους πει ολοκληρωμένους).
Οπτικά, το φιλμ έχει ένα τεχνικό επίπεδο που εντυπωσιάζει τόσο με την ασπρόμαυρη φωτογραφία όσο και με το στήσιμο των πλάνων (όχι στον ίδιο βαθμό με την "Ida" του Pawel Pawlikovski [The Frame Game Review], την οποία "κοπιάρει" ελαφρώς – και αυτό του στοιχίζει στην σύγκριση) και έχει και μια αβανταδόρικη πρωταγωνιστική γυναικεία ερμηνεία που το βοηθάει να χτίσει μια κάποια ένταση. Ταυτόχρονα, το φιλμ χρησιμοποιεί το εύρημα των κατά πρόσωπο εξομολογήσεων στην κάμερα, γεγονός που βοηθά να ξεπεραστεί ένα ψυχρό voice-over και να γίνει ακόμα πιο προσωπική η αφήγηση. Αυτό το τέχνασμα δε, αποκαλύπτει στο φινάλε και ένα ακόμη επιπλέον επίπεδο, το οποίο είναι εξίσου kitch και συναισθηματικό, προκαλώντας ταυτόχρονα το ειρωνικό μειδίαμα και την αυτόματη συγκίνηση. Περισσότερες παρόμοιες σχιζοφρενικές στιγμές σίγουρα θα έκαναν πιο κρίσιμη την αφήγηση της ταινίας.
Παρόλα αυτά, αν και το φιλμ του Κοντσαλόφσκι αργεί να πάρει φόρα (ακόμα και τότε διατηρεί έναν σίγουρα αργό ρυθμό), φαντάζει σίγουρο και βέβαιο σε κάθε βήμα του ακριβώς επειδή διαθέτει πλήρη επίγνωση του σκοπού του. Τι κι αν θυσιάζει την αιχμή του για να χωρέσει ακόμα πιο άνετα στο "ακαδημαϊκό" προφίλ του; Το "Rai" καταλήγει να είναι απόλυτα επικοινωνίσιμo με το κοινό και να ισορροπεί ανάμεσα στο πομπώδες και το εύπεπτο (αυτό μόνο καλό μπορεί να κάνει στην πορεία τοου), αν και όσοι επιθυμούν μια πιο κριτική μάτια στο παρελθόν μάλλον θα μείνουν μόνο με την όρεξη. (3*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου