Στην μεγάλη Βίβλο των κακών ταινιών, υπάρχει ένας κανόνας που λέει ότι αν, παρά την αποτυχία, τουλάχιστον μια ταινία προσπάθησε να παρουσιάσει κάτι (δομικά, αφηγηματικά, τεχνικά) ενδιαφέρον, αν δηλαδή τόλμησε για κάτι και απλά δεν της βγήκε, αυτή είναι πολύ καλύτερη περίπτωση από μια ταινία που δεν την λες και έκτρωμα αλλά πασχίζεις να ανακαλύψεις έστω κι ένα ίχνος καρδιάς και ψυχής μέσα της, γονατίζοντας από την βαρεμάρα, όπως δηλαδή συμβαίνει στην περίπτωση του "The Light Between Oceans". Γιατί το φιλμ του Derek Cianfrance (των "Blue Valentine" και "The Place Beyond the Pines"), ενώ υπόσχεται δράμα και δύσκολες επιλογές (καθώς αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού, λίγο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο βρίσκει ένα μωρό και το αναθρέφει για να ανακαλύψει στην πορεία ότι η αληθινή μητέρα του το αναζητεί), στο τέλος καταλήγει άνευρο και επιφανειακό και, σίγουρα, μια εκνευριστικά χαμένη ευκαιρία.
Δεν είναι μόνο τα πολλά προβλήματα ροής που αδυνατούν να βοηθήσουν την ταινία να βρει ένα σταθερό δραματικό ρυθμό. Δεν είναι μόνο το μοντάζ που ατυχώς θυμίζει σκηνές σε τυχαία σειρά που αποκόπτει έστω την μηδαμινή στοιχειώδη αφηγηματική συνέχεια. Δεν είναι απλά οι άστοχες ερμηνείες που ξεχειλίζουν από υπερβολή και πλήρη ανικανότητα ελέγχου του συναισθήματος που προκαλούν αβίαστα το γέλιο σε κομβικές δραματικές σκηνές. Και σίγουρα δεν είναι μόνο το νερόβραστο συναίσθημα που μαζί με την μηδενική χημεία των πρωταγωνιστών (κι ας είναι οι Michael Fassbender και η προσφάτως "Οσκαρική" Alicia Vikander ζευγάρι στην αληθινή ζωή) αυτά που καθιστούν το "The Light Between Oceans" εκείνη την ταινία που, ενώ είναι πολύ μακροσκελής και όλο προσθέτει επεισόδια στην αφήγηση, ουσιαστικά σε καμία περίπτωση δεν λέει κάτι καινούργιο, με αποτέλεσμα να προκύπτει αφόρητα κενή και πληκτική.
Είναι όλα τα παραπάνω και μια σωρεία επιπλέον λάθος επιλογών που σταδιακά αποδομούν ακόμα και την παραμικρή δραματική ισχύ του φιλμ. Η Rachel Weisz αναγκάζεται να περιοριστεί μόνο στο έντονο βλέμμα της αφού το σενάριο την βάζει να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια χωρίς να δίνει βάρος στην δραματική υπόσταση της ηρωίδας της (θεματικά, το πιο δυνατό στοιχείο του πρωτότυπου βιβλίου). Ο Alexandre Desplat παραδίδει ένα απλά διεκπεραιωτικό soundtrack που χρησιμοποιείται τόσο παρεμβατικά που σύντομα καταντά όχι απλά μονότονο αλλά και εξαιρετικά ενοχλητικό. Οι αφηγηματικές, δε, τρύπες όπως και ο χειρισμός των ηθοποιών, οι οποίοι εμφανίζονται και εξαφανίζονται αψηφώντας τους κανόνες της λογικής και της εξέλιξης του χρόνου προκαλούν την συνεχή αβεβαιότητα σχετικά με την σκηνοθετική επίβλεψη του Cianfrance στο όλο project. Τα πάντα μαρτυρούν κάτι καλογυαλισμένο και λουστραρισμένο σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην γίνει εμφανής η όλη κενότητα του έργου.
Γιατί τι να το κάνεις αν η φωτογραφία κάποιες στιγμές σε κάνει να ξεχάσεις αυτό το ναυάγιο; Ή πόσο να βοηθήσει ένα ικανότατο sound design που σε κάνει να νιώθεις όντως μέσα στην καταιγίδα για όσο λίγο διαρκεί αυτή; Για πόση ώρα να βρουν τα μάτια σου παρηγοριά στα φροντισμένα κοστούμια της εποχής; Το μεγαλύτερο ηλικιακά κοινό ενδέχεται να απολαύσει το "The Light Between Oceans" παίζοντας με τις πέρλες του, οι υπόλοιποι, όμως, θα αναρωτηθούν πώς γίνεται ένα τέτοιο δράμα να καταλήξει σε πραγματικό… φεστιβάλ αδιαφορίας. Όμορφες εικόνες, όμως στην τελική αυτό το φως, ίσα που αχνοφαίνεται. (1*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου