Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Venice Review: Les Beaux Jours d' Aranjuez (The Beautiful Days of Aranjuez) [3D] του Wim Wenders

Κατά την πρωινή δημοσιογραφική προβολή του "Les Beaux Jours d' Aranjuez", της νέας δηλαδή δουλειάς τού Wim Wenders και την συνέχεια του πειραματισμού του με το 3D, ένα τεχνικό πρόβλημα με τους αγγλικούς υπότιτλους ανάγκασε την ταινία να ξεκινήσει ξανά από την αρχή, αυτή τη φορά χωρίς όμως ιταλικούς υπότιτλους, εξοργίζοντας τους ντόπιους θεατές και δημιουργώντας ένα σχετικό σούσουρο μπροστά στην κριτική επιτροπή, η οποία είχε έρθει για να παρακολουθήσει την προβολή του φιλμ. Όταν αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο ολόκληρης της προβολής και εκείνο το στοιχείο που επιθυμείς να κρατήσεις περισσότερο από όλο το φιλμ γενικά, καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν έχει πάει καθόλου καλά.


Στην ταινία ένας συγγραφέας τυπογραφεί το καινούριο του θεατρικό έργο μέσα στην ερημιά του σπιτιού του, όσο σε ένα δεύτερο επίπεδο ένα ζευγάρι κάνει πρόβα τις ατάκες αλληλεπιδρώντας τόσο μεταξύ τους όσο και με τον συγγραφέα, ο οποίος λαμβάνει την δύναμη ενός κάποιου είδους Θεού. Το κύριο θέμα της κουβέντας είναι ο έρωτας, οι σχέσεις και το παιχνίδι ισχύος ανάμεσα στα φύλα, πασπαλισμένα με την δύναμη της δημιουργίας και τον τρόπο που αυτή ενισχύεται μέσα από την μνήμη. Ενδιαφέρον ως concept μεν, ατυχές στην εκτέλεσή του δε καθώς στην πορεία αντιλαμβάνεται κανείς ότι τελικά είναι αντιμέτωπος με μια ταινία φλύαρη, αρκετά ενοχλητική στον τρόπο που επαναλάμβανε ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα και μάλλον υπερβολικά βιωματική για τον Peter Handke, σε σημείο που η εμπειρία αδυνατεί να μεταφερθεί στον θεατή.

Το meta στοιχείο που δίνει μια αίσθηση παιχνιδίσματος στην όλη διαδικασία (από την μετατροπή του σεναρίου σε θεατρικό και την αλλαγή ενός χρώματος στις σημειώσεις που συνεπάγεται την αλλαγή του χρώματος ενός φορέματος στην "πρόβα" μέχρι το δάκρυ του συγγραφέα για το παρελθόν του ηρώων του - ή μήπως του ίδιου; - και τις συγκρούσεις των ηθοποιών για τις εντολές της σκηνοθεσίας), η καταναγκαστική σχεδόν εμφάνιση του Nick Cave σε ένα μουσικό ιντερλούδιο (ένεκα και του παρελθόντος των "Φτερών του Έρωτα") και η δημιουργία μερικών πανέμορφων tableaux vivants, που δίνουν βάθος αλλά δε δικαιολογούν τη χρήση του 3D, προσδίδουν ελαφρυντικά στην ταινία. Η μικρή εμφάνιση του ίδιου του Peter Hadke ως κηπουρού προσφέρει ακόμα κι ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη.

Γεγονός, όμως, παραμένει ότι το φιλμ θυμίζει περισσότερο Alain Resnais στα γεράματα και τον πειραματισμό του με το θέατρο στα "Aimer, boire et chanter" [letterboxd] και "Vous n'avez encore rien vu" (βοηθάει και η γλώσσα και η θεματολογία) παρά τον Wenders του παρελθόντος που θα θέλαμε (αλλά η αλήθεια είναι ότι, μετά την τελευταία του ταινία, δεν περιμέναμε). Και ακόμα και αυτό δε θα ήταν κακό αν είχε αποτέλεσμα, ή έστω την δημιουργική φλόγα που αποκάλυπτε ακόμα και στο τέλος ο Resnais. Στον Wenders, ακόμα και το συναίσθημα των λέξεων μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί στην φόρμα της ταινίας, χωρίς να μπορεί καν να επικοινωνήσει ούτε με τους ηθοποιούς (οι Reda Kateb και Sophie Semin ισορροπούν άτσαλα στα διάφορα επίπεδα της αφήγησης) αλλά ούτε και με τον τελικό αποδέκτη της ταινίας, δηλαδή εσένα. Και το χειρότερο; Το φιλμ είναι απλά αφόρητα βαρετό και αυτό δεν μπορεί να το παραβλέψει κανείς με τίποτα. (1,5*/5)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...