Ο Jafar Panahi εξακολουθεί να κάνει ταινίες και να σπάει τα νεύρα της εξουσίας της χώρας του και αυτό, υποθέτω, είναι το σημαντικότερο από όλα. Στο "Taxi", την τρίτη ταινία του από τότε που του απαγορεύτηκε να εξασκεί το επάγγελμά του και την δεύτερη συνεχόμενη παρουσία του στο διαγωνιστικό του Βερολίνου (μετά το "Pardé" [letterboxd] και το βραβείο σεναρίου της τότε Berlinale), ο Panahi, με τον ίδιο, όντως, στο τιμόνι ενός… ταξί, μπλέκει ηθοποιούς με ανύποπτους επιβάτες, πρόζα και ντοκιμαντερίστικη ματιά, κοινωνική κριτική και αβίαστο ρεαλισμό, επανάσταση και ελπίδα για το μέλλον, πάντα με χιούμορ, αισιοδοξία και τη ματιά του καρφωμένη στο μέλλον, χωρίς όμως να ξεχνάει (και) το (κινηματογραφικό) παρελθόν του.
Είναι δύσκολο να το ονομάσει κανείς ακριβώς ταινία, καθώς οι περιορισμοί της χώρας του τον έχουν αφήσει μόνο με την δυνατότητα να δημιουργεί ουσιαστικά φιλμικά πειράματα, όμως, και από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί κάποιος να μην αναγνωρίσει την προσπάθειά του να δημιουργήσει από το μηδέν και να παρουσιάσει όχι απλά μια αρπαχτή αλλά κάτι που έχει μια στοιχειώδη αφήγηση και αποκαλύπτει μια καθημερινότητα στην χώρα του, χωρίς να γίνεται ακραία καταγγελτικό ή διδακτικό. Γι' αυτό και τεχνηέντως έχει αφήσει αυτόν τον ρόλο στους επιβάτες και τις ιστορίες τους, οι οποίοι όχι και τόσο τυχαία, θυμίζουν πολλούς από τους χαρακτήρες των προηγούμενων, "κανονικών" ταινιών του.
Με το "Taxi», ο Panahi όχι μόνο δικαιολογεί την παρουσία του σε ένα διεθνές Φεστιβάλ αλλά και αποδεικνύει ότι όταν τα μέσα λιγοστεύουν, η φαντασία και η εφευρετικότητα μπορούν να δώσουν την λύση. Εξάλλου, η ματιά του παραμένει διακριτή και η φλόγα του άσβηστη. Και αυτό το μεταδίδουν εξίσου οι ιστορίες των επιβατών αυτού του (μεταφορικού και κυριολεκτικού) οχήματος, δίνοντας φωνή στις ίδιες του τις σκέψεις. Η παράνομη διακίνηση ταινιών από το εξωτερικό σε φοιτητές κινηματογράφου, ο προβληματισμός της ανιψιάς του (και επίδοξης σκηνοθέτιδος) σχετικά με την ασάφεια των κανόνων περί ευπρέπειας στις ταινίες, η ήρεμη δύναμη της δικηγόρου φίλης του που υπογραμμίζει ότι, παρά τις αντιξοότητες, μόνο όταν εγκαταλείψει θα έχει όντως νικηθεί, αποτελούν χωρίς αμφιβολία φορείς της φωνής του σκηνοθέτη, που δείχνει να έχει πάψει να τον απασχολεί το παρελθόν και να έχει αρχίσει πια να επικεντρώνεται στο μέλλον.
Η ταινία του κλείνει χωρίς credits παρά με ένα σημείωμα που αποκαλύπτει ότι η επιτροπή λογοκρισίας είναι εκείνη που ουσιαστικά επιτρέπει την χρήση τους, άρα οι ταινίες του αναγκαστικά παραμένουν μόνο με τις ευγενικές αλλά απρόσωπες ευχαριστίες του δημιουργού. Ευχαριστίες που τελικά μέσω της προβολής επιστρέφουν από τους θεατές στον ίδιο και τις ανησυχίες του, που μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε μια καθ' όλα αληθινή πραγματικότητα, όχι και τόσο μακριά. Το δε τελευταίο πλάνο είναι ένα κλείσιμο του ματιού στον τρόπο που η ταινία του κατάφερε να ταξιδέψει εκτός συνόρων. Και αυτό το τελευταίο χαμόγελο στο πρόσωπο του θεατή, είναι το μεγαλύτερο σημάδι αισιοδοξίας από όλα. (3*/5)
Περισσότερα για την 65η Berlinale, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου