Η καινούρια ταινία του Werner Herzog φιγούραρε από την αρχή της χρονιάς στην λίστα με τα πιο αναμενόμενα φιλμ της σεζόν, τόσο λόγω του ιστορικού εκτοπίσματος του σκηνοθέτη της αλλά και λόγω του λαμπερού του cast, που έφερνε την Nicole Kidman στο είδος μιας επικής βιογραφίας, που σχεδόν ζούσε και ανέπνεε στο παλιό, κλασικό Hollywood, όπου τα εξωτικά σκηνικά και το υποβόσκον ρομάντζο δημιουργούσαν εντυπωσιακά crowdpleasers και επιπλέον λόγους για να αγαπά κανείς την μεγάλη οθόνη. Ε, λοιπόν, μπορούμε από νωρίς να σβήσουμε την ταινία από την εν λόγω λίστα, όχι μόνο επειδή το φιλμ έχει έχει πλέον κάνει τα παγκόσμια αποκαλυπτήριά του αλλά και επειδή αυτό που είδαμε ήταν, τελικά, πέρα για πέρα απογοητευτικό. Και, ακούσια, εξαιρετικά αστείο.
Το "Queen of the desert" παρουσιάζει την ιστορία της Gertrude Bell, Βρετανίδας συγγραφέα, εξερευνήτριας, ανήσυχου πνεύματος, αρχαιολόγου και, τελικά, ισχυρού παράγοντα πολιτικής επιρροής, που μέσω των ταξιδιών της στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αραβίας, επηρέασε δραστικά τις πολιτικές εξελίξεις στον χώρο και βοήθησε καταλυτικά στον μετέπειτα σχηματισμό του χάρτη της περιοχής, μέσα από την σχέση της με τις γηγενείς φυλές και την ουσιαστική γνώση των συμπεριφορών τους. Στην ουσία της, η ταινία θα μπορούσε να είναι ένα spin-off του "Λόρενς της Αραβίας", καθώς όχι μόνο ο διάσημος ιστορικός και κινηματογραφικός χαρακτήρας κάνει από την αρχή την εμφάνισή του (από την πρώτη κιόλας στιγμή για την ακρίβεια) αλλά και επειδή η προσέγγιση της Gertrude λίγο πολύ ακολουθούσε τους ίδιους άξονες.
Από πού μπορεί, όμως, να ξεκινήσει κανείς να απαριθμεί τι πήγε στραβά με το "Queen of the Desert"; Από τη βαρετή, συμβατική αφήγηση του Herzog που, αν και "παλαιάς κοπής", δεν καταφέρνει να μεταδώσει στο ελάχιστο την παλιά λάμψη των χολιγουντιανών παραγωγών του είδους; Από το γενικά ατυχές καστ, που περιλαμβάνει μια έντιμη αλλά "ατσαλάκωτη" Nicole Kidman, έναν James Franco που μοιάζει σε κάθε στιγμή έτοιμος να σκάσει στα γέλια και έναν Robert Pattinson που, παρά τα πρότερα θετικά δείγματα ερμηνείας του, μοιάζει απλά ντυμένος ως "Λόρενς της Αραβίας" για τις Απόκριες; Ή μήπως από την αφηγηματική ροή, που εγκαταλείπει την ηρωίδα της ταινίας στο δεύτερο μισό να πλανιέται δίχως προορισμό στην έρημο, κάνοντας τη φιλμική εμπειρία απόλυτα βαρετή;
Τουλάχιστον, το πρώτο μισό της ταινίας, το οποίο αναλαμβάνει και τον πιο "ρομαντικό" ρόλο του φιλμ, έχει έναν αέρα μελλοντικού bad movie we love, με έναν ακούσιο camp χαρακτήρα, που, αν και χτυπάει ως "λάθος", κάνει την παρακολούθηση ανεκτή, έως και ένοχη απόλαυση. Εξάλλου, ο έρωτας μεταξύ Kidman και Franco είναι τόσο... εξωγήινος που αναμένεις από στιγμή σε στιγμή να μετατραπεί σε σατιρικό σκετς, βγαλμένο από μια… παρωδία επικού βιογραφικού φιλμ! Στο δεύτερο μισό, ωστόσο, όταν η αφήγηση επιχειρεί να εξιστορήσει το πιο "σοβαρό" κομμάτι της πλοκής της, η πρότερη πλάκα εξαφανίζεται και παραμένει μόνο ένας χαρακτήρας που περιφέρεται απλά στην έρημο, χωρίς να καταφέρνει να εμφανίσει σημάδια εξέλιξης. Προφανώς, η ίδια η Gertrude ήταν μια πολύπλοκη, δυναμική και άκρως ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, όμως, στην ταινία του Herzog δεν υπάρχει παρά μόνο το φάντασμά της. Μόνο οι επεξηγηματικοί τίτλοι τέλους δίνουν ουσιαστικά την πραγματική διάσταση της παρουσίας της στην ιστορία.
Όπως και η ταινία έναρξης της 65ης Berlinale, "Nobody wants the Night" (Frame Game Review εδώ), το "Queen of the Desert" βλέπει την ηρωίδα του να θέλει να σπάσει τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της και να χαράξει την δική της πορεία για να παραμείνει τελικά ως φιλμικό προϊόν μόνο στις ευγενείς προθέσεις, χωρίς να καταφέρνει να περάσει με επιτυχία το (εξαιρετικά σημαντικό κατά τα άλλα) μήνυμά του. Τελικά, τι έχει σημασία για ένα φεστιβάλ όπως αυτό του Βερολίνου; Ο τίτλος μας μεγάλης ταινίας στο διαγωνιστικό ή ένα ουσιαστικά καλό φιλμ στο πρόγραμμα; Ένα συνολικό concept που, ατυχώς, δεν λειτουργεί ή θεματικά ασύνδετες αλλά επιμέρους ενδιαφέρουσες ταινίες; Και στο κάτω κάτω, τι νόημα έχει μια παγκόσμια πρεμιέρα, όταν το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο απογοητευτικό;
Ίσως αυτές που αποτέλεσαν τον κυριότερο εχθρό της ταινίας να ήταν απλά οι μεγάλες προσδοκίες. Αν οι εμπλεκόμενοι καλλιτέχνες ήταν λιγότερο γνωστοί, το αποτέλεσμα να φαινόταν απλά ανώδυνο και αδιάφορο. Ο σχεδιασμός της παραγωγής, εξάλλου, είναι απόλυτα καλογυαλισμένος και φροντισμένος (αν για κάποιους αυτό είναι αρκετό για την κατανάλωση μιας ταινίας). Όταν, όμως, το φιλμ παρουσιάζεται ως η πιο πρόσφατη δημιουργία του Werner Herzog, τα πράγματα αποκτούν μία ακόμα επιπλέον διάσταση. Μία διάσταση που ουσιαστικά άφησε τους θεατές να αναζητούν την... πραγματικά νέα ταινία του Werner Herzog (μέσα από την κληρονομιά του χαρακτηριστικού του ύφους) στους υπόλοιπους τίτλους του διαγωνιστικού. (2*/5)
Περισσότερα για την 65η Berlinale, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου