To καλό με τον Γαλλικό κινηματογράφο είναι ότι όταν θέλει να παίξει εμπορικά, μπορεί να κοντράρει στα ίσια και με περισσή άνεση το Hollywood. Το Γαλλόφωνο σινεμά, εξάλλου, αποτελεί μια ολόκληρη και εύρωστη κινηματογραφία και αυτό γιατί ξέρει πώς να χρησιμοποιεί το χιούμορ και το δράμα, πώς να κάνει λεπτά αστεία μαζί με τις απαραίτητες χοντράδες, πώς να συνδυάζει ευαίσθητες θεματικές με το θέαμα για το ευρύ κοινό και πώς να ελίσσεται ανάμεσα στα είδη, δίνοντας την προσοχή τόσο στην κωμωδία και το δράμα, όσο και στο λεγόμενο athouse και ακόμα και πειραματικό σινεμά. Η "Οικογένεια Bélier" του Eric Lartigau, βασισμένη στο ομώνυμο - μερικώς αυτοβιογραφικό - βιβλίο της Victoria Bedos, είναι ακριβώς η απόδειξη αυτής της αμφισημίας και η επιβεβαίωση της ισχυρής σχέσης που έχει αναπτύξει ο γαλλικός κινηματογράφος με το κοινό, καθώς έρχεται από την χώρα του με την ταμπέλα της πιο εμπορικής ταινίας της χρονιάς.
Η οικογένεια Bélier είναι μια συνηθισμένη οικογένεια στην επαρχία της Γαλλίας, με μία μικρή μόνο ιδιαιτερότητα. Όλα τα μέλη της είναι κωφά εκτός από την 16χρονη Paula (η "απόφοιτος" του Γαλλικού The Voice και εξαιρετικά υποσχόμενη, Louane Emera), η οποία κάνει την απαραίτητη διαμεσολάβηση για λογαριασμό των γονέων της σε καθημερινή βάση, τόσο όσον αφορά στην εκμετάλλευση της οικογενειακής φάρμας όσο και στην διερμηνεία κάθε επαφής των γονιών της με τον εξωτερικό κόσμο, ακόμα και αυτό αφορά την επίσκεψη στον γυναικολόγο ή την επίλυση των σεξουαλικών τους προβλημάτων. Όταν, όμως, μια μέρα ανακαλύπτει ότι όχι μόνο μπορεί να τραγουδά εξαιρετικά αλλά και ότι έχει πιθανότητες να κερδίσει τον τραγουδιστικό διαγωνισμό του Radio France, με την υποστήριξη μάλιστα του, μάλλον ξινού, καθηγητή της μουσικής, θα πρέπει να αποφασίσει ποιο θα είναι το επόμενο βήμα στη ζωή της και ενδεχομένως να κάνει τα πρώτα βήματα μακριά από τους γονείς της και προς την ενηλικίωση. Και, φυσικά, να γνωρίσει για πρώτη φορά την αγάπη στην πορεία.
Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς τους λόγους πίσω την επιτυχία της ταινίας. Για αρχή, το φιλμ πατάει γερά πάνω σε κωμική βάση, περιέχοντας gag που είτε προτιμούν το λεκτικό χιούμορ (κυρίως ανάμεσα στον καθηγητή και τους υπόλοιπους μαθητές) είτε εισέρχονται σε καθαρά slapstick περιοχές (αναμενόμενα, οι σκηνές που αφορούν την ίδια την οικογένεια), δημιουργώντας από την αρχή εύθυμο κλίμα επικοινωνίας με τον θεατή. Επιπρόσθετα, όμως, δεν αγνοεί την συγκινητική του φύση, δίνει χώρο εξίσου για σκηνές παρεξηγήσεων αλλά και σκηνές εξομολογήσεων και ψυχικών καταθέσεων, παίζοντας συνεχώς με τα συναισθήματα του κοινού. Ταυτόχρονα, οι άφθονες υποπλοκές (η καθημερινότητα στην φάρμα, η δημαρχιακή υποψηφιότητα του πατέρα Bélier, η σεξουαλική αφύπνιση του γιου, οι προβληματισμοί και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα της Paula, η δυναμική μαθητή-δασκάλου και οι συνεχείς εκρήξεις της πληθωρικής μητέρας Bélier) εναλλάσσονται συνεχώς στην αφήγηση, μην επιτρέποντάς της να βαλτώσει ενώ και η εκφραστικότητα των ηθοποιών (ο έτσι κι αλλιώς εκφραστικός François Damiens συνοδεύει την Karin Viard σε ένα υπερβολικό αλλά και αποτελεσματικό ντουέτο) βοηθάει να δημιουργήσει ένα ακαταμάχητο κλίμα εμπορικού σινεμά, στο οποίο δεν μπορείς να κακιώσεις με ευκολία, ακόμα και όταν βλέπεις ξεκάθαρα τα στραβοπατήματά του.
Ναι, φυσικά και η ταινία δεν είναι τέλεια. Ειδικά, το πρώτο μισό βασίζεται λίγο παραπάνω από όσο θα ήθελε στην "ιδιαιτερότητα" της οικογένειας ενώ η μετάδοση των μηνυμάτων δεν γίνεται πάντα με τον πιο διακριτικό τρόπο. Ακόμα και οι ίδιες οι εξελίξεις κάποιες στιγμές εμφανίζονται βεβιασμένες και σχηματικές και ακόμα και η έκβαση της ταινίας δεν απέχει πολύ από αυτό που θα περίμενε κανείς ήδη από την αρχή του φιλμ (μπορεί άραγε να θεωρηθεί αυτό spoiler;). Όμως, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την feelgood διάθεσή της, την αγάπη της για τους ήρωές της, την αισιοδοξία της και την πρόθεσή της να δει πέρα από την επιφάνεια της αρχής. Γιατί δίπλα στις χοντροκομμένες χαριτωμένες υπάρχει και η λεπτομέρεια της σκηνής του πρωινού, το οποίο είναι μόνο για την Paula ένα συνεχές όργιο ήχων κατσαρολικών και πιατικών που συγκρούονται συνεχώς μεταξύ τους, ενώ οι κλασικές σκηνές μιας "οικογενειακής" ταινίας ενηλικίωσης συνοδεύονται από απρόβλεπτες πινελιές, όπως η ξαφνική απώλεια του ήχου ή η συγκινητική σκηνή μιας ιδιωτικής, πρωτότυπης (ή μήπως όχι;) ερμηνείας.
Στο τέλος, μπορεί στο μυαλό να παραμένουν κάποιες κακοφωνίες και (μερικές) χοντράδες, όμως, αυτό που υπερισχύει είναι το χαμόγελο και η θετική αίσθηση μιας ταινίας που κύριο στόχο έχει να διασκεδάσει και να κάνει το κοινό να περάσει πραγματικά καλά. Είναι αγνό, εμπορικό σινεμά, που, όμως, σέβεται τον θεατή και τον ανταμείβει με ένα πλήρες 100λεπτο κωμωδίας, δράματος και συγκίνησης. Και, επανερχόμενοι στην σύγκριση της αρχής, αυτός είναι ο λόγος που το γαλλικό σινεμά παραμένει ισχυρό: γιατί γνωρίζει τους κανόνες του παιχνιδιού και παίζει με τους ίδιος ακριβώς όρους, παρά την Γαλλοφωνία του, όπως και το Hollywood. Μην εκπλαγείτε αν ακούσουμε (πολύ) σύντομα τα νέα του αμερικανικού remake της ταινίας. (3,5*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου