Τα ποστ σεντόνια επιστρέφουν μετά την ολοκλήρωση των Blogoscars και η ζωή επανέρχεται στους κανονικούς ρυθμούς της, aka "πες μου τι είδες τελευταία να σου πω ποιος είσαι." Τα ολοκαίνουρια John Carter και This Must Be The Place, μαζί με τα Cafe de Flore, Elena, The Grey, Extremely Loud and Incredibly Close, Tinker Tailor Soldier Spy, Hugo, Shame και Albert Nobbs μπαίνουν κάτω από το φιλμοσκόπιο του ντιεξομπλόγκ και η ετυμηγορία βρίσκεται μόλις ένα κλικ μακριά.
John Carter (John Carter: Ανάμεσα σε δύο κόσμους) (1.5*/5)
Η Disney ξαμολάει παγκόσμια στους σινεμάδες σήμερα τον John Carter σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει ένα νέο franchise για το ευρύ καταναλωτικό κοινό ρίχνοντας στο μίξερ έναν Ταρζάν στο διάστημα, ψήγματα επιστημονικής φαντασίας και leftovers του Ιουλίου Βερν, τα μούσκουλα του Taylor Kitsch και μάλλον μέτριο cgi.
Βασισμένο στην πρώτη από τις 11 νουβέλες της σειράς Barsoom του Edgar Rice Burroughs, το John Carter εξιστορεί την ιστορία του (μάντεψε) John Carter (Taylor Kitsch) με το όνομα, κάπου εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα, ο οποίος τηλεμεταφέρεται στον Άρη, για τους φίλους Barsoom, χωρίς περιττές ψευδοεπιστημονικές επεξηγήσεις και ακολουθεί την τυπική πορεία ανέλιξης σκλάβος-μαχητής-γκόμενος-ήρωας-σωτήρας του κόσμου όλου. Φυσικά στην όλη ιστορία, εξέχουσα θέση καταλαμβάνει και η εντόπια γοητευτική πριγκίπισσα, συνωμοσίες, προδοσίες, σκιώδεις οργανώσεις, δύο τυφλοί λευκοί τύπου γορίλες και πολλά πολλά (πράσινα) χέρια. Sounds like fun, ε; Μμμ, όχι και τόσο.
O Andrew Stanton (των Finding Nemo και Wall-E) μοιάζει χαμένος μέσα στην δομή της ταινίας του, η οποία φαντάζει χαώδης, αποσπασματική και σαν να καλύπτει όχι μόνο ένα, αλλά τουλάχιστον την μισή εντεκαλογία του Barsoom. Η δράση ακολουθεί λογική video game, κάτι που δε θα ήταν απαραίτητα κακό, αν ήταν καλογυρισμένη και δεν έμοιαζε με high-budget εκδοχή των power rangers. Ακόμα και η διάρκεια των 132 λεπτών ξεπερνά την έννοια του χορταστικού και καταλήγει κάπου στην περιοχή του "βασανιστικά ατέλειωτου/ας ειδοποιήσει κάποιος επιτέλους τον προβολατζή ότι πεθαίνουμε". Σε γενικές γραμμές, αποτελεί μια χαμένη ευκαιρία διασκέδασης, που ζαλίζει με άχρηστο 3D converting της εικόνας και απειλεί με το ενδεχόμενο ενός σίκουελ στο φινάλε. Η θεά του Barsoom λέγεται Ίσος. Εμείς λέμε κατηγορηματικά Όχι.
(Εν τω μεταξύ, μυστήριο επικρατεί για το μισό επιπλέον αστεράκι...)
This Must Be The Place (Εκεί που χτυπά η καρδιά μου) (3*/5)
O Paolo Sorrentino κάνει το αγγλόφωνο ντεμπούτο του και ο Sean Penn επιστρέφει στους πρωταγωνιστικούς ρόλους μετά το cameo του Tree Of Life με το This Must Be The Place, που από σήμερα προβάλλεται κανονικά στις αίθουσες, έχοντας κάνει την πρεμιέρα του στα μέσα Νοέμβρη κατά την διάρκεια του πρόσφατου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η ιστορία του ιδιαίτερου Cheyenne (Sean Penn) και η αναζήτηση του Ναζί βασανιστή του πατέρα του γίνεται από τον Sorentino η αφορμή για ένα ευαίσθητο επεισοδικό ταξίδι στην ψυχοσύνθεση ενός ιδιαίτερου ατόμου, δίνοντας το όχημα στον Sean Penn για μια ερμηνεία που έχει την δύναμη να συζητηθεί. Δικό σας.
Με μία χαλαρή σεναριακή δομή που καταφέρνει να λειτουργήσει όταν επικεντρώνεται στις μικρές προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων που συναντά ο Cheyenne στον δρόμο του, ο Sorentino επιδεικνύει την ικανότητά του στον λεπτό χειρισμό της κάμερας και των χαρακτήρων του, καταφέρνοντας κατά στιγμές να βουτήξει κάτω από την επιφάνεια και να αποκαλύψει τον εύθραυστο ψυχισμό αυτών των ανθρώπων. Όταν όμως προσπαθεί να γυρίσει την κάμερα στον ίδιο τον Cheyenne, η καρικατούρα του Sean Penn δεν βοηθά καθώς η ερμηνεία φαντάζει υπερβολική και φανφάρικη, πράγμα οξύμωρο αν σκεφτεί κανείς πως είναι ηθελημένα σχεδόν καταθλιπτική ή βαριεστημένη (όπως ερμηνεύει στην ίδια την ταινία η Jane της Frances McDormand). Η φιγούρα του Cheyenne γίνεται αποπροσανατολιστική και αφαιρεί από το σύνολο το στοιχείο της λεπτότητας, που φαίνεται πως κάπου εκεί μέσα ήθελε να υπάρξει αλλά τελικά χάθηκε κάτω από τις, σχεδόν, χορογραφημένες εκφράσεις του προσώπου του Sean Penn.
Παρόλα αυτά, η τελική σκηνή και το resolution, αν και όχι πρωτότυπα, είναι αποτελεσματικά και αποτελούν τις καλύτερες στιγμές μιας ταινίας που προσπαθεί να συνδυάσει το παραδοσιακό αμερικάνικο road movie με τις πνευματικές και κοινωνικές αναζητήσεις ενός πιο arthouse ευρωπαϊκού σινεμά. Απλά, την επόμενη φορά ελπίζουμε ο Sorentino να αφήσει μόνο τις λεπτομέρειες να διηγηθούν την ιστορία γιατί αφενός φαίνεται ότι εκεί είναι η μεγαλύτερη δύναμή του και αφετέρου εκεί βρίσκεται όντως η καρδιά της ταινίας.
Elena (3*/5)
Η Ελένα και ο Βλαντιμίρ είναι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων από εντελώς διαφορετικά περιβάλλοντα. Γνωρίστηκαν όταν η Ελένα ως νοσοκόμα και φρόντισε τον Βλαντιμίρ όταν χρειάστηκε αυτός να νοσηλευτεί και από τότε κλείνουν ήδη 10 χρόνια συμβίωσης. Όταν ο Βλαντιμίρ θα θελήσει να συντάξει την διαθήκη του, η Ελένα θα προσπαθήσει να κάνει ότι μπορεί για να εξασφαλίσει μέσω αυτής την οικογένειά της, την οποία δεν την λες και υποδειγματική. Περισσότερα για την ταινία εδώ.
Tinker Tailor Soldier Spy (Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι) (4*/5)
Δεν εμφανίζονται συχνά στον κινηματογράφο ταινίες με τόσο ισχυρό συνολικά ανδρικό καστ (εξαιρούνται οι πολεμικές), επομένως όταν αυτό τελικά συμβαίνει, το ενδιαφέρον εκτοξεύεται στο διάστημα. Gary Oldman, Colin Firth, Tom Hardy, John Hurt, Toby Jones, Mark Strong, Benedict Cumberbatch και Ciarán Hinds συνθέτουν την ιδανική ομάδα υπό την καθοδήγηση του εξαιρετικού (σχετικά) καινούριου Ευρωπαίου σκηνοθέτη Tomas Alfredson (Låt den rätte komma in), ο οποίος αναλαμβάνει την μεταφορά του ομώνυμου κατασκοπευτικού βιβλίου του John Le Carré στην μεγάλη οθόνη, και όλοι μαζί αυξάνουν τις προσδοκίες του κοινού σε δυσθεώρητα ύψη. Spoiler: Τις δικαιώνουν κιόλας.
Η ιστορία διαδραματίζεται αρχές της δεκαετίας του 1970, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου. Ο διευθυντής της Βρετανικής κατασκοπίας, aka Control (John Hurt), υποπτεύεται ότι υπάρχει κάποιο «καρφί» ανάμεσα στα ανώτερα στελέχη της υπηρεσίας και αναθέτει σε έναν έμπιστο πράκτορα (Marc Strong) μία αποστολή στην Ουγγαρία που θα αποκαλύψει την ταυτότητα του προδότη. Όταν αυτή η αποστολή αποτύχει καταλήγοντας στον φαινομενικό θάνατο του πράκτορα, ο Control παραιτείται, αναγκάζοντας σε παραίτηση και τον έμπιστό του George Smiley (Gary Oldman) δίνοντας την ευκαιρία πλήρους αναδιοργάνωσης της υπηρεσίας. Όταν όμως οι πληροφορίες για το «καρφί» επανέρχονται στο προσκήνιο μέσω ενός ανυπότακτου πράκτορα (Tom Hardy), ο Smiley επαναπροσλαμβάνεται με στόχο να ανακαλύψει τι τελικά συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες. Αυτό όμως θα θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και όλη την επιχείρηση Witchcraft, που αφορά την διακίνηση μυστικών πληροφοριών ανάμεσα στην Ρωσία και την Αμερική μέσω της Βρετανίας και δημιουργεί ανησυχία ως προς τις πρακτικές τις οποίες ακολουθεί αλλά και την ηθική των συμμετεχόντων σε αυτή.
Ο Alfredson αποτυπώνει την μουντάδα και το σκοτάδι της υπηρεσίας αντικατασκοπίας βυθίζοντας τον Smiley όλο και σε πιο βαθιά νερά και βάζοντάς τον αντιμέτωπο με ανθρώπους ψυχρούς, που δεν αφήνουν να φανούν οι πραγματικές τους προθέσεις. Προσεγγίζει το θέμα αντισυμβατικά χωρίς να είναι αυτοσκοπός η αποκάλυψη της ταυτότητας του διπλού πράκτορα αλλά κυρίως η αποτύπωση μιας σάπιας οργάνωσης που ουσιαστικά δεν διαφέρει από αυτό που μάχεται. Οι ρυθμοί είναι αργοί αλλά σταθεροί, η ατμόσφαιρα πνίγει σταδιακά τον θεατή μέσα στην ομίχλη της και, όταν έρθει η αποκάλυψη της ταυτότητας, η προηγούμενη περιγραφή της ηθικής διάβρωσης δεν οδηγεί σε ένα ευχάριστο τέλος αλλά ενδεχομένως απλά στην δικαίωση του αγώνα κάποιων χαρακτήρων. Σε όλη αυτή την παράσταση, ο συχνά υποτιμημένος Gary Oldman παραδίδει μια ισχυρή ερμηνεία, που χωρίς υπερβολές και περιττά εργαλεία, μεταδίδει στο έπακρο την εσωτερική αγωνία και το απαραίτητο πείσμα του χαρακτήρα του, κατακτώντας επάξια μια θέση στις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς (που παραδόξως αναγνωρίστηκαν και με μία υποψηφιότητα για Όσκαρ). Από το υπόλοιπο συνεπές καστ, ξεχωρίζει τόσο ο εύθραυστος Benedict Cumberbatch όσο και ο τραχύς Tom Hardy.
Café de Flore (3*/5)
Η ιστορία ενός ερωτευμένου ζευγαριού στο Μόντρεαλ του 2011. Η ιστορία μιας μάνας και του παιδιού της με σύνδρομο Down στο Παρίσι του 1969. Με κατακερματισμένη αφήγηση, συνεχή ταξίδια στο χρόνο, φρενήρες μοντάζ και το Café de Flore να ηχεί σε αμέτρητες παραλλαγές, η καινούρια ταινία του Jean-Marc Vallée είναι μια απαιτητική προβολή, κουραστική κατά στιγμές αλλά ιδιαίτερα γοητευτική και οπτικά πανέμορφη. Περισσότερα για την ταινία εδώ.
Hugo (4*/5)
Στην αρχή είπα: «Αν πάντως στο Midnight In Paris ερωτεύεσαι το Παρίσι, τότε στο Hugo λογικά το παντρεύεσαι, για να βάζουμε σε τάξη κάποια πράγματα». Και μετά ο @dark_tyler απάντησε: «Κι αν στο Artist αγαπάς το σινεμά τότε στο Hugo κάνεις τα παιδιά του, τα μεγαλώνεις όσο εκείνο ξενοπηδάει κ δε λες και κουβέντα». Και είχε δίκιο. Γιατί δεν υπάρχει πιο συγκινητικό γράμμα αγάπης για το σινεμά από αυτό που δημιούργησε ο Martin Scorsese, πιο αγνή κατάθεση της αγάπης ενός δημιουργού για το μέσο που υπηρετεί και για τους παιδικούς του ήρωες. Εξάλλου, αν είναι να κρατήσουμε μια ατάκα από την ταινία, θα είναι το «Αυτό είναι το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα όνειρα».
Ο μικρός Hugo Cabré (Asa Butterfield) κατοικεί, ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του (Jude Law) και την εγκατάλειψη του θείου του, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού ρυθμίζοντας τα ρολόγια και φροντίζοντας να ξεφεύγει από το άγρυπνο μάτι του φύλακα του σταθμού (Sacha Baron Cohen), που έχει αγαπημένη συνήθεια να συλλαμβάνει ορφανά για να τα στείλει στο ορφανοτροφείο. Εκεί, προσπαθεί να επιδιορθώσει το μοναδικό πράγμα που του έχει απομείνει από τον πατέρα του, ένα ρομπότ, το οποίο πιστεύει ότι κρύβει κάποιο κωδικοποιημένο μήνυμα από εκείνον. Στην πορεία, συναντά ένα κορίτσι που λατρεύει τα βιβλία και τις περιπέτειες (Chloë Grace Moretz) και τυγχάνει να έχει ένα κλειδί που μυστηριωδώς μοιάζει να ταιριάζει στην κλειδαριά του ρομπότ αλλά και τον κηδεμόνα της (Ben Kingsley), ο οποίος φαίνεται να κρύβει μανιωδώς κάτι από το παρελθόν του.
Ο Scorsese ΕΙΝΑΙ ο Hugo. Το βλέμμα του νεαρού πρωταγωνιστή είναι η νοσταλγική ματιά του δημιουργού στην πηγή έμπνευσης του πάθους του για τον κινηματογράφο. Ο Scorsese μεταδίδει με συγκινητικό τρόπο αυτόν τον θαυμασμό για το μέσο, για τις ιστορίες του, για την μαγεία που μπορεί να προσφέρει. Δημιουργεί ένα αγνό παραμύθι, με όλη την θετική σημασία της έννοιας και ταξιδεύει τον θεατή σε μάλλον ό,τι πιο όμορφο εμφανίστηκε στην μεγάλη οθόνη τελευταία. Σε μια εξαίρεση για την ιστορία του μέσου, το 3D χρησιμοποιείται επιτέλους αποτελεσματικά (ακούς John Carter;), δίνει απεριόριστο βάθος στην εικόνα, το μάτι χάνεται στον ορίζοντα του Παρισιού και η ανάβαση στον ψηλό πύργο του σταθμού προκαλεί το Indigo του Χίτσκοκ. Σε γενικές γραμμές, η ταινία είναι απλή αγνή μαγεία που αγκαλιάζει την ιστορία του κινηματογράφου με έναν σύγχρονο και μοντέρνο τρόπο (σε αντίθεση με το παρόμοιας θεματικής Artist, που επέλεξε τον ρετρό μεν τρόπο αλλά χωρίς ουσιαστική ψυχή). Οι κινηματογραφικές αναφορές είναι αμέτρητες και όμως όλα είναι αυθεντικά, καθώς προέρχονται από έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει την ζωή του στο ίδιο του το δημιουργικό πάθος. Ακόμα και οι περιφερειακοί χαρακτήρες του σταθμού είναι εμποτισμένοι με τόσα λεπτοδουλεμένα χαρακτηριστικά συνδυάζοντας κόμπλεξ, καταπιεσμένες ελευθερίες και ανάγκη για αποδοχή, που μόνο θαυμασμό μπορούν να προκαλέσουν. Το Hugo επιτέλους επαναφέρει τον όρο «για όλη την οικογένεια» στο επίπεδο που θα έπρεπε να είναι.
Extremely Loud & Incredibly Close (Εξαιρετικά Δυνατά και Απίστευτα Κοντά) (2,5*/5)
O Stephen Daldry δεν ήταν ποτέ μαιτρ του λεπτού χειρισμού των συναισθημάτων (αν και οι Ώρες ανήκουν στην λίστα με τις πιο αγαπημένες μου ταινίες) οπότε το Extremely Loud & Incredibly Close δεν προκύπτει ακριβώς ως έκπληξη, ούτε και είναι η απαίσια ταινία που πολλοί δυσφήμισαν λόγω της ξαφνικής (και εντάξει, άδικης) εμφάνισής του στην εννιάδα της καλύτερης ταινίας των Όσκαρ. Η ιστορία του... Όσκαρ (Thomas Horn) και η αναζήτηση των στοιχείων που άφησε ενδεχομένως ο πατέρας του (Tom Hanks) πριν τον θάνατό του την ιστορική πλέον ημέρα της κατάρρευσης των δίδυμων πύργων είναι μια ταινία που παίζει εκ του ασφαλούς, χρησιμοποιώντας στο έπακρο τον συναισθηματικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει μια τέτοια ιστορία και ακολουθώντας όλα τα στάδια που θα περίμενε κανείς στην ανάπτυξή της. Η αρχική άρνηση οδηγεί σε αντίδραση απέναντι στην μητέρα (Sandra Bullock), ακολουθεί το πείσμα της αναζήτησης, οι δυσκολίες, η εγκατάλειψη της αποφασιστικότητας και η εκ νέου εμψύχωση που θα οδηγήσει και στην λύση του δράματος. Εκεί βασικά έγκειται το πρόβλημα της ταινίας, στην έλλειψη των ρίσκων και της επαναστατικής προσέγγισης που θα ξεγύμνωνε την ιστορία από τα μελό ξεσπάσματα και θα επικεντρωνόταν στον σκληρό πυρήνα της υπόθεσης. Παρόλα αυτά, ο θρύλος του Μπέργκμαν και του ευρωπαϊκού σινεμά Max von Sydow καταφέρνει να λάμψει με την σιωπή του και την δύναμη της ματιάς του, χαρίζοντας πόντους ειλικρίνειας σε ένα συναισθηματικά στρατευμένο σινεμά.
The Grey (2.5*/5)
Ότι ο Liam Neeson βάλθηκε στα γεράματα να κατακτήσει τον τίτλο του action hero αξίζει από μόνο του τα εύσημα του ντιεξομπλόγκ. Στα της ταινίας, ο σκηνοθέτης Joe Carnahan καταφέρνει σταδιακά να απομακρύνει την ιστορία του από τα κλισέ αρκετά ώστε να δημιουργήσει ένα τίμιο φιλμ, αλλά όχι τόσο ώστε να το μετατρέψει στην ιστορία εσωτερικής αναζήτησης που θα μπορούσε να είναι. Παρόλα αυτά, το φινάλε αφήνει θετικότατη τελική εντύπωση γιατί δίνει τα ψήγματα εκείνα της ταινίας που θα μπορούσε να προκύψει αν δεν φαινόταν κατά στιγμές η αναγκαστική επιθυμία του σκηνοθέτη να προσφέρει εντυπωσιακή δράση και θέαμα στο κοινό και ακολουθούσε πιο διακριτική προσέγγιση.
Shame (4*/5)
Ορισμένες ταινίες έχουν την μοναδική ικανότητα να βυθίζουν τον θεατή τόσο βαθιά στον ψυχισμό του ήρωά τους και να παρατηρούν από τόσο κοντά την προβληματική καθημερινότητά του που γίνονται άβολες. Και αυτό είναι μεγάλη νίκη. Ο Steve McQueen το γνωρίζει καλά και τελειοποιεί την προσέγγιση που ακολούθησε και στο ντεμπούτο του (Hunger) ξεγυμνώνοντας τον Michael Fassbender και την Carey Mulligan κυριολεκτικά και μεταφορικά, αφήνοντάς τους μόνους απέναντι στην κάμερα, χωρίς άμυνες και φτιαχτά συναισθήματα.
Ο Brandon (Michael Fassbender) είναι ένας επιτυχημένος 30άρης, άνετος οικονομικά και ανεξάρτητος, που έχει ρυθμίσει την καθημερινότητά του με τον ιδανικό τρόπο που του επιτρέπει να ικανοποιεί χωρίς ενόχληση τον εθισμό του στο σεξ . Όταν η ξαφνική άφιξη της αδερφής του, Sissy (Carey Mulligan), και των δικών της προσωπικών προβλημάτων απειλήσει την διατάραξη της καθημερινότητάς του και την αποκάλυψη της ιδιωτικής του ζωής, ο Brandon δε θα αντιδράσει με τον πιο ήρεμο τρόπο, γεγονός που θα οδηγήσει σε απρόβλεπτες αντιδράσεις από την πλευρά της, επίσης, προβληματικής Sissy.
Χωρίς να γίνεται απόλυτα σαφής ο λόγος που οδήγησε τα δύο αδέρφια στον εκτροχιασμό, ο Steve McQueen επιχειρεί να περιγράψει το τώρα των δύο ανθρώπων, το λειψό τους είναι και τις άκαρπες προσπάθειες να χειριστούν συναισθηματικές καταστάσεις που για όλους τους ανθρώπους είναι φυσική συμπεριφορά. Η παρατήρησή του παραμένει μέχρι το τέλος ψυχρή και αντικειμενική, χωρίς να υπεισέρχεται σε συναισθηματικές ευκολίες ή να εκβιάζει την αντίδραση του θεατή και, σταδιακά, αποδομεί όλο και περισσότερο το κοινωνικά καταξιωμένο προφίλ του Brandon μέχρι να τον αφήσει απόλυτα γυμνό μπροστά στα μάτια του. Το σεξ και οι γυμνές σκηνές δεν αποτελούν κόλπο ή κράχτη αλλά αποτελούν την κινητήριο δύναμη της ταινίας και βοηθούν στην εξερεύνηση της ψυχολογία ενός ήρωα που δεν μπορεί να ελέγξει τις ίδιες του τις ορμές.
O Michael Fassbender δικαιώνει απόλυτα την εμπιστοσύνη του McQueen προσφέροντας μάλλον την πιο γενναία ερμηνεία της χρονιάς ενώ και η Carey Mulligan ξεφεύγει από την comfort zone της και γίνεται ένα μεταμφιεσμένο αγρίμι, έτοιμη να ξεσπάσει όταν προκαλούν τις αδυναμίες της. Και οι δυο ηθοποιοί αφήνουν υπονοούμενα για τον χαρακτήρα των ηρώων τους (η περίφημη σκηνή όπου η Sissy τραγουδά το New York New York λειτουργεί σε τόσα πολλά επίπεδα) χωρίς όμως ποτέ να μαθαίνουμε την ακριβή ιστορία της ζωής τους, που προκάλεσε αυτή την απομάκρυνση και την συναισθηματική φθορά. Ακόμα και το τέλος έρχεται χωρίς να προσφέρει την λύτρωση αλλά ανοίγοντας μια πόρτα που ο Brandon θα πρέπει να περάσει αν θέλει να προσφέρει πραγματικά βοήθεια στον εαυτό του. Στην τελική, το Shame είναι μια ταινία που προκαλεί άμεσα τον θεατή να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να βρει τις αναλογίες ανάμεσα σ’ εκείνον και σε αυτό που του παρουσιάζεται στην μεγάλη οθόνη και αυτός είναι ο λόγος που αποτελεί και μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Albert Nobbs (2*/5)
Η Glenn Close καταφέρνει επιτέλους να φέρει στην μεγάλη οθόνη έναν ρόλο ζωής που ερμήνευσε με επιτυχία στο θέατρο την δεκαετία του 1980 και αφορά μία γυναίκα που ζει ως άντρας στο αποκλειστικά ανδροκρατούμενο Λονδίνο των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Δυστυχώς, όμως, η όλη δυναμική της ιστορίας περιορίζεται στο επίπεδο της σύλληψης, καθώς η εκτέλεση είναι άνευρη και μονότονη καταφέρνοντας να προσδίδει περισσότερο ενδιαφέρον στους περιφερειακούς χαρακτήρες παρά στον ίδιο τον Albert Nobbs. Λαμπρή απόδειξη η εντυπωσιακή και επιβλητική Janet McTeer που αγκαλιάζει τον ρόλο της και τον εμποτίζει με εκείνη την ενέργεια που θα περίμενε κανείς από ένα τόσο αποφασιστικό και τολμηρό άτομο όσο ο Hubert Page του σεναρίου. Κατά τα άλλα, meh.
Αρχείο ριβιουπόστ για το 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου