Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

#tiff56 Review: Victoria του Sebastian Schipper

Αναμφισβήτητα προϊόν τρομερού ενθουσιασμού, η "Victoria" του Sebastian Schipper δεν κρύβει το πάθος της ούτε μία στιγμή, από την σχεδόν επιληπτικής πρόκλησης έναρξη υπό τα φώτα ενός υπόγειου club μέχρι το νηφάλιο τέλος της στο πρωινό πλέον Βερολίνο. Στο ενδιάμεσο, ακολουθεί τους ήρωές της σε ένα φρενήρες κυνηγητό στους δρόμους της γερμανικής πρωτεύουσας, τους πλησιάζει ασφυκτικά κοντά, τους εκθέτει μπροστά από την κάμερα της οπτικής της και τελικά τους αφήνει απροστάτευτους απέναντι στα ίδια τους τα λάθη, παρουσιάζοντας κάτι εντυπωσιακά τραχύ και άμεσο, το οποίο είναι και το ισχυρότερο ατού της.

Στο φιλμ, η νεαρή Βικτόρια, μια Ισπανίδα μετανάστρια στο Βερολίνο, γνωρίζεται με μια παρέα νεαρών ανδρών σ’ ένα rave club και καταλήγει να περνά την πιο περιπετειώδη (ή ίσως και την τελευταία) νύχτα της ζωής της σε ένα μονοπλάνο διάρκειας 138 λεπτών, χωρίς ίχνος μοντάζ! Αυτό το τέχνασμα που προσδίδει και την ιδιαιτερότητα της ταινίας (γιατί αφηγηματικά, δεν βλέπουμε κάτι το ουσιαστικά καινούριο) είναι η πηγή όλων των θετικών αλλά και των αρνητικών στοιχείων του φιλμ και εκείνος ο παράγοντας που προκάλεσε την έκπληξη στο Φεστιβάλ του Βερολίνου πέρυσι (τρία βραβεία στην Berlinale και έξι στα Γερμανικά Βραβεία Κινηματογράφου) προκαλώντας την επιτυχημένη της πορεία έως την άλλη άκρη του Ατλαντικού και τον εντυπωσιασμό των Αμερικανών (κυρίως) κριτικών.

Αφενός, η χορογραφία της ταινίας είναι εντυπωσιακή και μαρτυρά την ματιά ενός σκηνοθέτη που γνωρίζει καλά το Βερολίνο, όχι το τουριστικό προφίλ του τόπου αλλά εκείνο το πρόσωπο της πόλης που παραμένει ζωντανό από το βράδυ μέχρι το ξημέρωμα και ζει στα υπόγεια κλαμπ αλλά και στα κυριλέ ξενοδοχεία της Friedrichstraße. Τόσο ο Schipper όσο και ο σεναριογράφος Eike Schulz καταφέρνουν να "αποκαλύψουν" μία βρώμικη ιστορία που φαντάζει αληθινή και ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία της πόλης. Το Βερολίνο της "Victoria" είναι μια σκοτεινή, γοητευτική πόλη όπου η ταχύτητα και η αργή κίνηση συνθέτουν τελικά την προσωπικότητά του και η εικόνα του κέντρου μιας ισχυρής οικονομικής Ευρώπης είναι μια απλή... συνωνυμία. 

Ο ίδιος ο ρυθμός της ταινίας φαίνεται να ακολουθεί αυτή την προσέγγιση, ανεβάζοντας και κατεβάζοντας συνεχώς την ταχύτητα, παίζοντας με τις αυξομειώσεις και δημιουργώντας μια συνεχή αίσθηση απειλής, που διαρκώς κλιμακώνεται. Το συνεχόμενο της λήψης βοηθά τους ηθοποιούς να συμμετέχουν και οι ίδιοι σε αυτή την αίσθηση της έντασης, ειδικά όταν η κόπωση αρχίζει να γίνεται σταδιακά όλο και πιο εμφανής. Η δε εξαιρετική φωτογραφία συμβάλλει στην δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου, που επειδή παραμένει "αδιάκοπος" φαντάζει τελικά και τόσο αληθινός, ίσως επειδή και η ίδια η ηρωίδα (της οποίας την οπτική δανειζόμαστε) δεν είναι μέρος του, προσπαθώντας και η ίδια να βρει εκεί την θέση της.

Όλη αυτή η τακτική, ωστόσο, παρά την εξαιρετική αίσθηση ρυθμού και τεχνικής, απαιτεί πολλές φορές την θυσία της υποκριτικής αρτιότητας προς τιμήν του τελικού στόχου με αποτέλεσμα, ειδικά προς το τέλος της ταινίας, λάθη, ερμηνευτικές αστοχίες και μικροπαραλείψεις να γίνονται εμφανείς (και αποδεκτές) στο τελικό cut. Επίσης, για να μπορεί να "τρέχει" η ιστορία, αναγκαστικά γίνονται συμβάσεις, ειδικά σε σχέση με την σκιαγράφηση των χαρακτήρων και τις επιλογές τους (βασίζονται στην λογική των συσσωρευμένων λάθος αποφάσεων), οι οποίες απαιτούν από τον θεατή να χαμηλώσει τον δείκτη της δυσπιστίας του και να αναγνωρίσει την ανάγκη του σεναρίου να βρίσκει τρόπους για να μη μένει στάσιμο. Αυτό προδίδει στο τελευταίο μέρος και τα όρια της ίδιας της ταινίας, η οποία θα μπορούσε να ωφεληθεί τρομερά από μια πιο σφιχτοδεμένη δομή, κι ας διαρκούσε λιγότερο. Μια συνεχόμενη λήψη 100 λεπτών, θα ήταν εξίσου εντυπωσιακή.

Στην τελική, όμως, το φιλμ χρωστάει πολλά στην μαγνητική παρουσία της πρωταγωνίστριάς του (σημειώστε την Laia Costa για το μέλλον), η οποία είναι ικανή να παρασύρει τον θεατή σε αυτό το ταξίδι και να τον κρατήσει εντός της ιστορίας για όλη την διάρκειά της. Θα μπορούσε η "Victoria" να είναι μια πολύ καλύτερη ταινία; Σαφώς, όμως η γνήσια διασκέδαση και το fun που προσφέρει δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Απλά το φιλμ δεν είναι όσο μοναδικό θέλει να παρουσιάζεται πως είναι. (3*/5)

Σημείωση: Ψάξτε το "Fish & Cat (Mahi va gorbeh)" [letterboxd] του 2013 και θα δείτε πώς γίνεται ένα μονόπλανο να ενσωματώσει και μη χρονική αφήγηση στην δομή του κάνοντας κάτι ΟΝΤΩΣ μοναδικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...