Ένα σύνολο από ισχυρές προσωπικότητες δημιουργούν ένα αυτοσχέδιο ανταγωνιστικό παιχνίδι πάνω σε ένα σκάφος, προσπαθώντας να αποδείξουν ποιος από όλους είναι τελικά ο καλύτερος. Το τι θα ορίσει την τελική απόφαση ποικίλει. Είναι εκείνος που ανταποκρίνεται πιο γρήγορα στην έκκληση βοήθειας; Εκείνος που έχει τα λιγότερα σφραγίσματα; Εκείνος που θα συναρμολογήσει πιο γρήγορα ένα έπιπλο από το IKEA; Εκείνος που την έχει μεγαλύτερη; Εκείνος που θα πιάσει το μεγαλύτερο ψάρι; Ή μήπως εκείνος που θα καταφέρει να χρησιμοποιήσει καλύτερα τις συμπεριφορές των άλλων προς όφελός του;
Η απάντηση δεν ενδιαφέρει άμεσα την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη. Το φιλμ είναι πρώτιστα μια εύστοχη γυναικεία ματιά στην ανδρική ψυχολογία, ένα καυστικό, φαρσικό θέαμα που συνδυάζει δημιουργικά την ευρηματική πένα του Ευθύμη Φιλίππου με το παρατηρητικό βλέμμα της σκηνοθέτιδος και μια εύθυμη ξενάγηση σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο όπου ο "καλύτερος" είναι μια σχετική, καθαρά υποκειμενική έννοια. Ακόμα περισσότερο, όμως, είναι η απόδειξη του ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος της Τσαγγάρη, την οποία αφορά περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν τα "πειραματόζωα" που μελετά στους υπερβολικά τονισμένους κόσμους της παρά οι ίδιοι οι κανόνες μιας σουρεαλιστικής πραγματικότητας (όπου δίνει έμφαση ο συγγενικός αλλά τόσο διαφορετικός Γιώργος Λάνθιμος).
Όπως και στο "Attenberg", έτσι και εδώ, στο επίκεντρο της αφήγησής της παραμένει η μελέτη της συμπεριφοράς και το στοιχείο της αλληλεπίδρασης, τονισμένο ακόμα περισσότερο λόγω της αποκλειστικά ανδροκρατούμενης οθόνης. Αυτό δίνει, παράλληλα, την δυνατότητα στην Τσαγγάρη να πειραματιστεί και με τα στερεότυπα των δύο φίλων και να τα ανατρέψει: οι άντρες τις διαγωνίζονται μέχρι τελικής πτώσης στις δουλειές του σπιτιού γιοτ, αγωνιούν για τα ρούχα που θα φορέσουν για να κάνουν εντύπωση και έχουν ανασφάλειες για το πόσο χοντρά είναι τα πόδια τους. Επιπλέον, η Τσαγγάρη έχει καταφέρει να συγκεντρώσει ένα σύνολο από ισχυρές προσωπικότητες στο πανί, τελείως διαφορετικές μεταξύ τους, κάτι που της επιτρέπει να εξερευνήσει τα όρια της επιθετικότητας πίσω από την ευγένεια και την ειλικρίνεια πίσω από το χαμόγελο ή μια χειραψία, χωρίς να ξεχνάει ποτέ την αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων (γιατί η Τσαγγάρη παραμένει μία κατεξοχήν αισιόδοξη σκηνοθέτης).
Η δε πένα του Φιλίππου καταφέρνει να προσαρμόσει το μη προφανές χιούμορ της (αν και μια σκηνή που περιλαμβάνει ένα τραγούδι, ένα playback και μερικά... βεγγαλικά φλερτάρει με το screwball) στην προσωπικότητα αυτών των αντρών δημιουργώντας μαζί τους ένα μη στερεοτυπικό σύνολο, όπου οι μεταξύ τους σύνδεσμοι δεν έχουν και τόση σημασία τελικά. Αυτό που έχει σημασία είναι η λογική ενός παράλογου μικρόκοσμου και τόσο ο σεναριογράφος όσο και η σκηνοθέτης παραμένουν απόλυτα συνεπείς σε αυτό, καταφέρνοντας να βυθίσουν τον εξωτερικό παρατηρητή σε αυτή την καθόλα - στα μάτια των δημιουργών έτσι αντιμετωπίζεται - φυσική πραγματικότητα. Το γεγονός ότι το σενάριο δείχνει να κάνει κύκλους (δεν έχουν όλα τα στιγμιότυπα την ίδια αιχμή και το τελευταίο εικοσάλεπτο εμφανίζει μία κόπωση) μακριά από μια σαφή κορύφωση αποτελεί ένδειξη ακριβώς αυτών των προθέσεων των δημιουργών, ακόμα κι αν η έλλειψη κλιμάκωσης στερεί από την ταινία έναν δυνατό αποχαιρετισμό.
Το ίδιο το φινάλε ωστόσο (γιατί ευτυχώς η ιστορία δεν παραμένει ανοιχτή αλλά δίνει μια σαφή απάντηση στο ποιος είναι τελικά ο νικητής) προσφέρει ακόμα ένα σχόλιο για την κοινωνικώς αποδεκτή συμπεριφορά, ακόμα και μία αμυδρή υπόνοια πολιτικού σχολιασμού. Το παιχνίδι μπορεί να κλείνει απλώς με την λήξη μιας παρτίδας, όμως, το ίδιο φαίνεται ικανό να συνεχίσει με άλλους παίκτες αλλά τους ίδιους κανόνες, επιβεβαιώνοντας την αρχή του μιμητισμού. Το δε τραγούδι των τίτλων (η "Αναζήτηση (Never Find It)" των S.W.I.M.) που αποχαιρετά τους ήρωες αναγνωρίζει το "παιδικό" της υπόθεσης, σε ένα τελευταίο κλείσιμο του ματιού.
Είναι πολύ ενθαρρυντικό και ελπιδοφόρο να βλέπει κανείς τη σταδιακή δημιουργία ενός κινηματογραφικού σύμπαντος, όπου μια σκηνοθέτις αρέσκεται να δοκιμάζει νέα πράγματα ενόσω μένει πιστή στις αρχές της, καθώς ανοίγει τις πόρτες της δημιουργίας της σε ένα ευρύτερο κοινό χωρίς να "φθηναίνει" τις ευαισθησίες της. Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη εμφανίζεται στο "Chevalier" έτοιμη να συστηθεί σε ένα μεγαλύτερο κομμάτι των θεατών και να αποδείξει πως η αρχή του "Greek Weird Wave" ήταν απλά η αφετηρία αλλά όχι ο περιορισμός της καλλιτεχνικής της διαδρομής. Εξάλλου, από την αρχή μέχρι το τέλος, το φιλμ παραμένει ένα δικό της, προσωπικό όραμα, παρά τις σειρήνες τού αναγνωρίσιμου καστ και, κυρίως, της παρουσίας του Σάκη Ρουβά (ο οποίος στέκεται αξιοπρεπώς δίπλα στους Γιώργο Κέντρο, Πάνο Κορώνη, Βαγγέλη – ο πραγματικός άρχοντας του χειροκροτήματος – Μουρίκη, Μάκη Παπαδημητρίου και Γιώργο Πυρπασόπουλο). (3,5*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου