Παρά την αγγλική γλώσσα και τους αναγνωρίσιμους ηθοποιούς, το "Louder than Bombs" δεν παύει να είναι μια Νορβηγική ταινία. Τόσο η σκηνοθετική ματιά του Joachim Trier (γνωστού στην χώρα μας μέσω των φεστιβαλικών προβολών του "Oslo, August 31st") όσο και η σεναριακή πένα του Eskil Vogt (σεναριογράφου και σκηνοθέτη του εξαιρετικού "Blind" [letterboxd]) μοιράζονται τις ίδιες βορειοευρωπαϊκές ανησυχίες, την ίδια μελαγχολική αλλά ψυχρή προσέγγιση, την ίδια ευαισθησία για τους παρεξηγημένους ανθρώπους και την ίδια ακομπλεξάριστη προσέγγιση προς τις ανθρώπινες σχέσεις. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι αυτή την φορά δεν φαίνεται να έχουν ξεκάθαρο στόχο ή προορισμό, παρά μένουν να γυρνούν γύρω από τα ίδια θέματα παρατηρώντας και αναλύοντάς τα αλλά χωρίς να μπορούν να οδηγηθούν σε ένα σαφές συμπέρασμα, ικανό να προσφέρει την κάθαρση.
Όχι ότι είναι απαραίτητο κάθε ταινία να προσφέρει την κάθαρση. Όμως είναι ξεκάθαρο από την αρχή ότι αυτήν αναζητούν οι ήρωες της ταινίας και, κατά κάποιον τρόπο, την κατακτούν κιόλας αλλά δεν καταφέρνουν να γίνουν ποτέ πιστευτοί. Επιμέρους σκηνές δείχνουν να λειτουργούν (η άβολη σκηνή της αρχής στο νοσοκομείο έχει μια ειρωνική κωμική οπτική, η αργή κίνηση - είτε ακολουθεί μια μαζορέτα στον αέρα είτε αποτυπώνει ένα ατύχημα - φαντάζει παράδοξα λυρική), οι ηθοποιοί φαίνεται να γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες των ρόλων τους (πέρα από τον ακόμα μια φορά αποτελεσματικά νευρωτικό Jesse Eisenberg, και ο νεαρός Devin Druid αλλά και ο παραδομένος στην ευθύνη και τις πατρικές υποχρεώσεις Gabriel Byrne αριστεύουν στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις) και ο ίδιος ο προβληματισμός της ταινίας σχετικά με την ύπαρξη ενός φαντάσματος μεταξύ τους είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων, όμως, κάτι μοιάζει να χάνεται στην μετάφραση με αποτέλεσμα το φιλμ να καταλήγει γενικόλογο και τελικά άνευρο.
Το εύρημα που χρησιμοποιούν οι δημιουργοί για την αλληλουχία των αλληλεπιδράσεων είναι ιντριγκαδόρικο. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό της (ήταν ατύχημα ή μήπως αυτοκτονία;), μια έκθεση φωτογραφίας προς τιμήν της πολεμικής φωτογράφου Isabelle Reed (η Isabelle Huppert ως φάντασμα στοιχειώνει ταιριαστά όλους τους χαρακτήρες της ταινίας) φέρνει στην επιφάνεια όλα τα τραύματα της οικογένειας, τα κρυμμένα μυστικά και τις διαφορετικές οπτικές για την γυναίκα που ήταν κυρίως απούσα αλλά επηρέαζε την ζωή του καθενός με τόσο διαφορετικό τρόπο. Αυτό δίνει και την δυνατότητα να ξεδιπλωθούν οι παράλληλες ιστορίες, όσο μερικά παιχνιδίσματα με τις οπτικές και τον χρόνο δίνουν την δυνατότητα χτισίματος τριασδιάστατων χαρακτήρων. Δυνατότητα που μένει τελικά ανεκμετάλλευτη, όσο η αφήγηση προχωράει προς γνώριμες περιοχές, που περισσότερο τελικά θυμίζουν απομίμηση "American Beauty" ή μια όχι και τόσο πετυχημένη προσπάθεια του Atom Egoyan παρά αιχμηρό βορειοευρωπαϊκό δημιούργημα.
Αξιολογώντας τις επιμέρους θεματικές της ταινίας, η σχέση μεταξύ των δύο αδερφών βγαίνει περισσότερο αλώβητη από το γενικό σύνολο και προβάλλει μερικές από τις λίγες γνήσιες δημιουργικές πινελιές του σεναρίου (η προσπάθειά του μικρού αδερφού να ανοιχτεί στο κορίτσι που τον ενδιαφέρει αποτελεί μία από αυτές). Μέσα, όμως, στον θόρυβο κοινότυπων εξελίξεων (οι παράλληλες μυστικές σχέσεις χρησιμοποιούνται παραπάνω από μία φορά) και τον δισταγμό για ένα πραγματικό τολμηρό βήμα, το "Louder than bombs" προκύπτει απλά ως μια άνευρη φασαρία. "It gets better" λέει κάποια στιγμή ο μεγάλος αδερφός Jonah στον μικρότερο. Έλα, όμως, που δεν γίνεται. (2*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου