Η Αρκαδία του Φίλιππου Κουτσαφτή είναι ένας τόπος όπου η μυθολογία συνυπάρχει με την θρησκεία και η παράδοση συμπορεύεται με την ιστορική αλήθεια, ακριβώς όπως ουσιαστικά δηλώνει η ίδια η αρχαία Τεγέα στη μέση του χωριού, η οποία λειτουργεί περισσότερο ως αυλή ανάμεσα σε δυο γειτονικά σπίτια παρά ως χώρος αρχαιολογικής επίσκεψης. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ο σκηνοθέτης/αφηγητής (όπως και στην υπερ-επιτυχημένη "Αγέλαστο Πέτρα") δεν προσπαθεί απλά να καταγράψει εικόνες στο πέρασμα των εποχών αλλά επιλέγει μια ελεγειακή προσέγγιση, που προσπαθεί να δει γύρω (στην φύση, στις παραδόσεις, στα τερτίπια του καιρού) τα σημάδια της ιστορίας της Αρκαδίας και, ουσιαστικά, το αποτέλεσμα όλων των συγκρουόμενων (ή μήπως είναι τελικά συμπληρωματικών;) δυνάμεων.
Γι'αυτό και η πυκνή αφήγηση μεταπηδά συνεχώς από την μυθολογία στην αρχαιολογία και από τις βυζαντινές παραδόσεις ("βυζαντινό επισφράγισμα" το περιγράφει ο Κουτσαφτής) στις αγροτικές τελετουργίες, βρίσκοντας τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τις περιβαλλοντικές κακοτοπιές, είτε αυτές αφορούν μια καταιγίδα που σχετίζεται με τον "κεραυνοβόλο Δία" και χρίζει εξευμενισμού, είτε ένα δέντρο που ενδεχομένως να είχε γυναικεία μυθολογική προέλευση, είτε απλές πέτρες που στα μάτια του σκηνοθέτη λειτουργούν ως "δύναμη της συμμετρίας απέναντι στην φύση". Ακόμα και η ίδια η εγκατάλειψη του τόπου αποκτά ποιητική προέκταση όταν ο Κουτσαφτής αναγνωρίζει στα χώματα την συλλογική ιστορία όλων όσων χάθηκαν ανάμεσα στα μνημεία, όπως τα χώματα που παραμερίζονται στις επίσημες ανασκαφές.
Είναι μια αφήγηση έντονα συγκινησιακά φορτισμένη, ακόμα και όταν απλοί άνθρωποι περιγράφουν τις παιδικές τους αναμνήσεις (περιμένοντας τους γνωστούς να "ξωπετήσουν" στην στροφή, να χαθούν δηλαδή από τα μάτια, "τα όρια της λέξης, τα όρια του κόσμου") ή τις εμπειρίες τους από την καθημερινή ζωή στα χωριά. Η κάμερα του Κουτσαφτή γυρίζει από την Τεγέα, την Κάνδαλο και την Μανθυρέα ("αν ήταν γυναίκα, θα μπορούσες να την ερωτευτείς από το όνομα") στα Λιθοβούνια, την Μεγαλόπολη, την Τρίπολη και τις περιοχές ανάμεσά τους, εμπλουτίζει την αφήγηση με αποσπάσματα κειμένων (μεταξύ άλλων) του Νικηφόρου Βρεττάκου και του Ξενοφώντα και χρησιμοποιεί τους ήχους του Vivaldi και του Κωνσταντίνου Βήτα για να πει μια ιστορία που ξεκινά από τον μύθο της Καλλιστούς και του Αρκά και καταλήγει στο φτωχικό σήμερα με τα υποκατοικημένα χωριά και την αναγκαστική εργασία αλλοδαπών στις αγροτικές δουλειές όταν δεν φτάνουν τα εργατικά χέρια (για την δουλειά του "κλαδούχου", όπως έξυπνα λεξιλογικά επισημαίνεται, φερ'ειπείν).
Επειδή η ανάπτυξη γίνεται περισσότερο συνειρμικά παρά λογικά, αναγκαστικά η συνοχή του αποτελέσματος ποικίλει. Όμως, η πίστη του Κουτσαφτή στο υλικό του και η διάθεσή του να δει με χιούμορ και αξία παραδοσιακές πτυχές μιας χωρικής πραγματικότητας ("σαν αρχαία μάρμαρα στην λασπουριά της φύσης" παρομοιάζονται οι στίχοι δημοτικών τραγουδιών μέσα στην κακοφωνία των πανηγυριών"), όπως και η ρομαντική του διάθεση απέναντι στην φύση και τις παραδόσεις της που συνδυάζουν την μυθολογία με την θρησκεία (όπως το λουλούδι "Ίρις η νεκροφόρος", το οποίο έλαβε το όνομά του αφενός από την αγγελιοφόρο των Θεών - ίσως και της ίδιας της άνοιξης - και το μωβ πένθιμο χρώμα του, που το έκανε ιδανικό για τον επιτάφιο) κάνουν το τελικό αποτέλεσμα σχεδόν μυθικό, σχεδόν έξω από τον χρόνο και σίγουρα εξαιρετικά επικοινωνιακό. Χρειάζεται άραγε λογική ανάλυση σε μια τέτοια λυρική προσέγγιση; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα ορίσει και την τελική αξιολόγηση της ταινίας. Μόνο που αυτή θα είναι άκρως προσωπική.
Η ταινία προβάλλεται σε επανάληψη την Δευτέρα, 16 Μαρτίου στην αίθουσα ΤΟΝΙΑ ΜΑΡΚΕΤΑΚΗ στις 20:00.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου