Ναι, οι γαλλικές ταινίες μπορεί να προκύψουν είτε κενές και απογοητευτικά μη-fun, είτε αφελείς και σχηματικές, είτε καλογυρισμένες αλλά χωρίς την πρωτοτυπία που θα τις καθιέρωνε στην φιλμική ιστορία, όμως, το "Le dernier coup de marteau" της Alix Delaporte, στην δεύτερη μόλις ταινία της, κατάφερε να ξεπεράσει όλες τις παγίδες, να επιδείξει μία συγκινητική τρυφερότητα και να αποτελέσει μια ματιά γεμάτη κατανόηση σε ταλαιπωρημένους χαρακτήρες, χωρίς ίχνος μεμψιμοιρίας ή μοιρολατρείας ή έστω διάθεσης για κοινωνικά σχόλια, χρησιμοποιώντας μόνο την μουσική του Μάλερ ως τον συνδετικό κρίκο μιας διαλυμένης οικογένειας.
Στο φιλμ, η Delaporte αφηγείται μια ιστορία χαμηλών τόνων όπου ένα παιδί κινείται ανάμεσα στην πάσχουσα από κάποια ανομολόγητη αρρώστια μητέρα του και τον απών πατέρα του, μαέστρο συμφωνικής ορχήστρας, προσπαθώντας να βάλει σε θέση τα συναισθήματά του, να εξασφαλίσει την βιωσιμότητα των οικογενειών δεσμών και να δει με αισιοδοξία το μέλλον, ψάχνοντας μια διέξοδο, έστω αρχικά, μέσω του ποδοσφαίρου. Είναι μια εκκίνηση που θυμίζει αρκετά το σινεμά των αδερφών Dardennes, τουλάχιστον ως προς το κοινωνικό της υπόβαθρο, η οποία, όμως, δεν περιορίζει την ταινία σε γνώριμα μονοπάτια. Η Delaporte δείχνει να γνωρίζει αρκετά καλά τους χαρακτήρες της για να αποκωδικοποιεί την κάθε λεπτή τους κίνηση και να μην περιορίζεται σε προφανείς αντιδράσεις ή στιγμιότυπα θλίψης.
Ειδικά από την στιγμή που η μουσική του Μάλερ - και πιο συγκεκριμένα, η Έκτη Συμφωνία του - αποκτά την δική της θέση στην ιστορία, η οποία ουσιαστικά αναλαμβάνει τον δικό της ξεχωριστό ρόλο και συχνά αντικαθιστά ακόμα και τους διαλόγους, η ταινία πηγαίνει ένα βήμα μπροστά και αποκτά ειλικρινή συναισθηματική δύναμη, χωρίς όμως να παραπατά σε μελοδραματικά μονοπάτια. Η μουσική δεν γίνεται απλά ένα μέσο επικοινωνίας αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποκωδικοποιούν την ίδια κατάσταση οι χαρακτήρες. Το δε φινάλε, δεν αγιοποιεί καταστάσεις αλλά ούτε κλείνει τις πόρτες της αισιοδοξίας, κάτι που το κάνει να φαίνεται απόλυτα ρεαλιστικό. Εξάλλου, κάτι διαφορετικό θα πήγαινε κόντρα και στον ίδιο τον τίτλο της ταινίας, όπως επεξηγείται από έναν χαρακτήρα του φιλμ στα τελευταία λεπτά της ταινίας (no spoilers) και έχει σχέση εξίσου με τον Μάλερ, την μουσική, την ζωή των ηρώων και την γενικότερη στάση ζωής που επιλέγει να υποστηρίξει η Delaporte.
Μερικές φορές, η αυθεντική συγκίνηση προκύπτει από την ειλικρινή προσέγγιση ένας θέματος, και το φιλμ της Delaporte, ευτυχώς, δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ για να κερδίσει την καρδιά του θεατή. Χωρίς να προσπαθεί να εντυπωσιάσει ή να καταφεύγει σε κραυγαλέες κινήσεις (οι φευγαλέες στιγμές που πατέρας και γιος αγγίζονται σε διαφορετικές φάσεις είναι πολύ δυνατές αλλά ποτέ δεν υπογραμμίζονται υπέρμετρα), η σκηνοθέτις επιτυγχάνει στην αφήγηση μιας τρυφερής ιστορίας με ανορθόδοξα μέσα, ή τουλάχιστον με τρόπο που δεν έχουμε συνηθίσει. Η εκφραστικότητα του νεαρού Romain Paul (που κατάφερε να αναδειχθεί στα βραβεία της τελετής λήξης ως ο "ανερχόμενος ηθοποιός της διοργάνωσης", ανεβάζοντας δίκαια την ταινία στο βάθρο των νικητών) είναι μεγάλος σύμμαχος της Delaporte σε αυτή της την προσπάθεια και δεν είναι εύκολο να διανοηθεί κανείς την επιτυχία χωρίς την συμβολή του. Κάτι μου λέει ότι αυτή η ταινία θα μπορούσε να αγαπηθεί πολύ στην Ελλάδα. (4*/5)
Το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση της κριτικής της ταινίας από το φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας, όπου το φιλμ πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του.
Η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 21 Μαρτίου στις 20:00 στον κινηματογράφο ΔΑΝΑΟΣ 1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου