Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Berlin Review: The Grandmaster

Ύστερα από αναμονή χρόνων και πολύχρονων διαδικασιών γυρισμάτων, μοντάζ, επαναληπτικών γυρισμάτων και ξανά από την αρχή, ο Grandmaster του (πρόεδρου της επιτροπής) Wong Kar Wai, άνοιξε την φετινή Berlinale, επιχειρώντας να συνδυάσει την wu xia θεματική με τους συνήθεις προβληματισμούς του σκηνοθέτη, χωρίς να χάνει στο ελάχιστο το οπτικό μεγαλείο του παρελθόντος. Και τα κατάφερε, ευτυχώς, περίφημα.

Ο Grandmaster ξεκινά και τελειώνει ως βιογραφία του Ip Man (Tony Leung), του ανθρώπου θρύλου των πολεμικών τεχνών, που επηρέασε την ζωή του Bruce Lee και άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στον κόσμο των πολεμικών τεχνών. Τα ενδιάμεσα γεγονότα, όμως, κάνουν προφανές το γεγονός ότι η ταινία δεν είναι τόσο μια ξεκάθαρη βιογραφία, όσο μια εξερεύνηση της ίδιας της ιδέας των πολεμικών τεχνών και της παράλληλης πορείας ορισμένων ικανών χειριστών τους στη διάρκεια τριάντα χρόνων κινεζικής ιστορίας. Στην πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, ο Ip Man εξηγεί τι σημαίνει kung fu και αυτό δείχνει τις πραγματικές προθέσεις του Grandmaster. "Μόνο όσοι καταφέρνουν να παραμένουν όρθιοι μπορούν να διηγηθούν την ιστορία" εξηγεί, πριν ξεκινήσει την εξιστόρηση.

Παράλληλα, ακολουθούμε την πορεία της ζωής της Gong Er (Zhang Ziyi), κόρης ενός μεγάλου αφέντη των πολεμικών τεχνών, που επιθυμεί να κάνει την τελευταία μεγάλη του αναμέτρηση, αναζητώντας επιπλέον να χρίσει κάποιον επίσημο διάδοχο. Όταν ο Ip Man υπερτερεί, εντυπωσιάζοντας όλους, η Gong Er αναλαμβάνει να τον προκαλέσει σε καινούρια αναμέτρηση για να κερδίσει ξανά την τιμή της οικογένειας και της ίδιας της πολεμικής τους τέχνης. Από εκεί και πέρα, οι δυο τους θα ξεκινήσουν δύο πορείες που πολλές φορές θα συναντηθούν, άλλοτε θα απομακρυνθούν αλλά πάντα θα υπάρχει αυτή η ακαθόριστη σύνδεση μεταξύ τους που θα τους ακολουθεί όσο περνούν οι δεκαετίες.

Γενικώς, όσο προχωράει η ταινία, γίνεται εμφανές ότι ο αρχικός τίτλος "The Grandmasters" ήταν πολύ πιο αντιπροσωπευτικός. Μπορεί η αφήγηση του Tony Leung να οριοθετεί την ταινία και να της δίνει κατεύθυνση, όμως η παρουσία της Zhang Ziyi ξεπερνά τα όρια ενός υποστηρικτικού ρόλου. Ένας τρίτος grandmaster (Chang Chen), με το κωδικό όνομα "The razor" λόγω του τρόπου που φαίνεται να αποτελειώνει τους αντιπάλους του, κάνει επίσης την εμφάνισή του στην ιστορία, αδικημένος, όμως, από το τελικό μοντάζ, που περιορίζει τις σκηνές του και αφήνει την αίσθηση ότι η ιστορία του αφορά πολλά περισσότερα από όσα τελικά βλέπουμε.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το φημολογούμενο τρίωρο ή τετράωρο cut δεν θα μπορούσε να είναι υπερβολή. Η έκταση της ιστορίας είναι τόσο μεγάλη που θα γέμιζε άνετα αυτές τις ώρες, χωρίς να γίνονται πλατειασμοί ή ανούσιες αναμετρήσεις. Ο Wong Kar Wai γεμίζει κάθε πλάνο της ταινίας με την αίσθηση της αναγκαιότητας, κάθε τι που βλέπουμε είναι τόσο σημαντικό για τους ίδιους τους χαρακτήρες και την ζωή τους, που ίσως χρειαζόταν παραπάνω χρόνο για να αναπνεύσει. Από την άλλη βέβαια, ίσως είναι και η αίσθηση του ανεκπλήρωτου, στην οποία καλείται να συμμετάσχει και ο ίδιος ο θεατής. Τόσο ο Tony Leung, όσο και η (ακόμα πορσελάνινη) Zhang Ziyi καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις των ρόλων, είτε όταν ακολουθούν τις προσωπικές πορείες των ηρώων τους, είτε όταν έρχονται μεταξύ τους αντιμέτωποι με τους ίδιους τους εαυτούς τους.

Αυτό, όμως, που πραγματικά κόβει την ανάσα είναι η ομορφιά κάθε μεμονωμένης σκηνής. Αυτό δεν είναι κάτι απρόσμενο για ταινία του Wong Kar Wai και, όντως, οι πολεμικές τέχνες ποτέ δεν έδειξαν πιο όμορφες. Με έμφαση στην λεπτομέρεια, την κάθε μεμονωμένη στάλα βροχής, την σταγόνα του αίματος, την στήλη πάγου που σπάει, τον ατμό του τρένου που θολώνει τις φιγούρες, κάθε σκηνή διακατέχεται από μια απερίγραπτη ομορφιά, που δύσκολα μπορεί να περιγραφεί. Στην διεύθυνση φωτογραφίας δεν βρίσκεται ο συνήθως μόνιμος συνεργάτης του Kar Wai, Christopher Doyle, αλλά ο Philippe Le Sourd με αποτέλεσμα να μην χρησιμοποιείται συχνά το κλασικό εφέ της θολής φωτογραφίας που χάρισε στο Ashes Of Time μια πιο μυθική αποτύπωση, αλλά να προσθέτει μια μεγαλύτερη δόση λυρισμού στην ίδια την πρακτική των πολεμικών τεχνών. 

Ενώ κάποιος, όμως, θα περίμενε, ότι η ιστορία θα ήταν στην ουσία μια σειρά αναμετρήσεων (εξαιρετικά χορογραφημένες από τον σταθερά εντυπωσιακό Yuen Woo-ping), στο τρίτο μέρος της ιστορίας τα κλασικά ΚαρΒαϊ-κά στοιχεία αποκτούν ξαφνικά εξέχουσα θέση, διαποτίζοντας το φιλμ με τις θεματικές που έχουν στιγματίσει την καριέρα του σκηνοθέτη. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, οι προσωπικές διαδρομές, η επιθυμία που δεν μπορεί να γίνει πράξη, η μελαγχολία του θέλω και του πρέπει, η ηθική που δεσμεύει τους πρωταγωνιστές. Ξαφνικά, ανάμεσα από τις πολεμικές αναμετρήσεις, ξεπηδά μια νέα τελείως ανάγνωση της ιστορίας, που τοποθετεί την ταινία αυτόματα στο τυπικό σύμπαν του Kar Wai και της δίνει ένα επιπλέον νόημα, που πλέον υπογραμμίζει αλλιώς τις ενέργειες των "grandmasters". Ο Ip Man ανάγεται με μία μοναχική φιγούρα, η Gong Er είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στις ηθικές της εσωτερικές προτροπές και τις επιθυμίες του πατέρα της, και η μεταξύ τους σχέση αποκτά εκείνη την "καρβαϊκή" δυναμική που ξεπερνά την δύναμη των πολεμικών τεχνών.

Ο "Grandmaster" μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία του Wong Kar Wai, όμως, ανήκει στις ταινίες που σε παρασύρουν από την αρχή και δεν σε εγκαταλείπουν μόλις τελειώσουν, χαράζοντας στην μνήμη σου σκηνές και συναισθήματα, που ούτε καν περίμενες. Είναι η ταινία που γίνεται ακόμα καλύτερη με την δεύτερη θέαση. Κι επίσης, είναι η ταινία που θα ικέτευα να δω στην τετράωρη έκδοση, γιατί είμαι σίγουρος ότι εκείνη η έκδοση θα πλησίαζε τα όρια του απόλυτου αριστουργήματος. (4*/5)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...