Προφανώς, ο τίτλος "Manhood" θα ήταν πιασμένος. Γιατί δεν υπάρχει καλύτερη λέξη από αυτό για να περιγράψει το ξεκαρδιστικό φιλμ του Ruben Östlund, που εξερευνά με γενναιότητα τι σημαίνει να είναι αρσενικό, σύζυγος και πατέρας μέσα στο μυαλό σου και μπροστά στα μάτια των άλλων, υπό συνθήκες που προκαλούν τον πανικό σου και, ακόμα περισσότερο, το ένστικτο της ίδιας σου της επιβίωσης, για μιλήσει τελικά για την ίδια την θέση του άνδρα στην σύγχρονη οικογενειακή ζωή. Αποδεικνύοντας ότι ο πιο επιτυχημένος τρόπος για να μιλήσεις για σοβαρά πράγματα είναι το ίδιο το χιούμορ, ο Östlund χρησιμοποιεί την γνωστή Σκανδιναβική σάτιρα για να γίνει αφοπλιστικά ειλικρινής και καίριος, καταγράφοντας ίσως έναν από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες στα πρόθυρα της υπαρξιακής κρίσης, που έχουμε δει τελευταία στην μεγάλη οθόνη, καταφέρνοντας να ξεπεράσει τα σουηδικά σύνορα και τελικά να απευθυνθεί σε όλους.
Πέντε μέρες είναι αρκετές για τον Östlund για να συστήσει (μέσα από μια χλιδάτη οικογενειακή φωτογραφία εν τη γενέσει της), να αποκαθηλώσει και, στην συνέχεια, να στείλει στο ταξίδι της σταδιακής επανακατάκτησης του πρότερου status quo του τον πρωταγωνιστή του, ο οποίος βρίσκει τον εαυτό του ξαφνικά να αντιδρά απρόσμενα κατά την διάρκεια μιας χιονοστιβάδας σε ένα πολυτελές σαλέ των Άλπεων, όπου περνά τις ολιγοήμερες διακοπές με την οικογένειά του. Παραδόξως με το συνεχές ηχητικό χαλί του "Καλοκαιριού" από τις "4 εποχές" του Vivaldi, o Thomas του Johannes Bah Kuhnke βλέπει ξαφνικά τον ρόλο του πάτερ φαμίλια να χάνεται μέσα από το χέρια του, στερώντας του ουσιαστικά όλα όσα τον ορίζουν στην κοινωνία που έχει εντάξει τον εαυτό του και μετατρέποντάς τον σε ένα παιδί που όχι μόνο δεν καταλαβαίνει τις πράξεις του αλλά δεν μπορεί και να τις αποδεχτεί.
Οι σκηνές που στήνει, εξάλλου, ο Östlund σφύζουν τόσο από οπτική δύναμη όσο και από εξαιρετικούς διαλόγους, δημιουργώντας ένα παράδοξο υβρίδιο καμουφλαρισμένου δράματος και sitcom κωμωδίας που γίνεται ακαταμάχητος. Η εξαιρετική εναρκτήρια σκηνή της χιονοστιβάδας ακολουθείται από άβολους διαλόγους που θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν σε μια ταινία του Lars Von Trier (παραμορφωμένοι μέσα από ένα υστερικά κωμικό φίλτρο) για να επιστρέψουν στην ομίχλη της πλαγιάς και την ανομολόγητη ένταση και να κάνουν ένα ακόμη πισωγύρισμα εντός των τειχών, για μια ψυχαναλυτική κουβέντα με ένα φιλικό ζευγάρι, η οποία δίνει το έναυσμα για ακόμη περισσότερους κύκλους γύρω από την ανακάλυψη της αλήθειας. Η σκηνή των μεθυσμένων ανδρών που ουρλιάζουν μανιωδώς αναζητώντας την χαμένη βαρβαρότητα (πάντα υπό τους ήχους του Vivaldi) αλλά και ένα ξεκαρδιστικό περιστατικό παρεξήγησης όταν ο Thomas κάνει ηλιοθεραπεία αποδεικνύουν ακόμα περισσότερο πως ο Östlund απολαμβάνει τρελά να παίζει με τις προσδοκίες του θεατή, δημιουργώντας αβεβαιότητα ως προς τις τελικές του προθέσεις μέχρι το τελευταίο πλάνο.
Ακόμα και το ίδιο του το φινάλε αποφεύγει να κλείσει οριστικά την ιστορία του, παρά παίζει με τις κοινωνικές συμβάσεις και την δύναμη της εικόνας, επιβεβαιώνοντας την ισχύ του ανδρικού κλισέ προτύπου για να υπενθυμίσει στην συνέχεια πως υπάρχει πάντα ένα χαλί κάτω από τα πόδια, έτοιμο να τραβηχτεί ανά πάσα στιγμή. Εξάλλου, οι εκτενείς σκηνές των σχετικών με το γεγονός συζητήσεων μοιάζουν επικίνδυνα με σκηνές δικαστηρίου, με τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο να εκθέτουν εναλλάξ τις καταθέσεις τους. Οι χιονισμένες πλαγιές, στην τελική, είναι ο ίδιος ο γάμος και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την χιονοστιβάδα, αφήνοντας ως μόνη αντίδραση την λογική αντιμετώπιση των συνεπειών. Προφανώς ο τίτλος "Σκηνές από έναν γάμο στα χιόνια" θα ήταν επίσης πιασμένος. Πόσο, όμως, θα γέλαγε ο Ingmar Bergman. (4*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου