Θα μπορούσε να είναι η καταγραφή του περάσματος του χρόνου και ο εγκλωβισμός στα όνειρα της νιότης, η παγίδα του Πήτερ Παν και η άρνηση να μεταβεί κανείς στο επόμενο στάδιο. Θα μπορούσε να είναι η αποτύπωση μιας ολόκληρης εποχής. από τον "Παράδεισο της Garage" των αρχών των 90ς μέχρι το "Lost in Music" των τελών της δεκαετίας των '00ς, όπως είναι και τα κεφάλαια της ίδιας της ταινίας. Στην τελική, θα μπορούσε να είναι η ανεπίσημη βιογραφία των Daft Punk και η αποθέωση της χορευτικής μουσικής που επικράτησε για σχεδόν μια γεμάτη εικοσαετία. Το "Eden" θα μπορούσε να είναι όλα τα παραπάνω (και ως ένα βαθμό τα καταφέρνει), όμως, η μεγαλύτερη δύναμή του αποδεικνύεται και η μεγαλύτερη αδυναμία του. Οι φευγαλέες ματιές στον χρόνο μπορεί να μην αφήνουν την ιστορία να κυλήσει στο μελό, όμως, ταυτόχρονα, της στερούν το συναίσθημα και την εμποδίζουν να αποκαλύψει πλήρως την ψυχή της.
Μέσα από τον Πωλ (Félix de Givry), έναν ανερχόμενο dj στις αρχές των 90ς, η Mia Hansen-Løve παρακολουθεί την γέννηση, την ξαφνική άνοδο και την απότομη πτώση της ηλεκτρονικής μουσικής, καταγράφοντας τα πάρτι, τα ναρκωτικά, τις εφήμερες σχέσεις, την ματαιότητα και την αλαζονεία της νέας γενιάς, σε έναν μαθηματικά βέβαιο δρόμο προς την αυτοκαταστροφή. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από την ζωή του Πωλ τόσο απότομα όσο και οι σκηνές της Løve, η ευφορία διαρκεί μόνο όσο το beat ακούγεται στην ατμόσφαιρα και η ευτυχία μοιάζει να είναι εξασφαλισμένη μόνο όταν τα δυνατά φώτα σβήσουν (τόσο κυριολεκτικά - η Løve λατρεύει να παίζει με το φως και τα φανταχτερά λαμπάκια στα πλάνα της - όσο και μεταφορικά), όπως αποδεικνύει η μετέπειτα σταθερή πορεία όλων των πρώην του Πωλ.
Δεν είναι δύσκολο να βυθιστείς στον κόσμο της ταινίας, ειδικά αν έχεις μεγαλώσει με τα ακούσματα των Daft Punk, του Frankie Knuckles, του Terry Hunter και των υπόλοιπων dj που μεσουράνησαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Ειδικά οι Daft Punk αποκτούν και πλοκή κανονικού χαρακτήρα, παίζοντας με την ουσιαστική ανωνυμία τους και την άγνωστη φυσιογνωμία τους, σε ένα επαναλαμβανόμενο gag της ταινίας. Στο Eden, η μουσική έχει ίσως και πιο σημαντικό ρόλο από τους ίδιους τους ηθοποιούς και αυτή είναι η πραγματική πρωταγωνίστρια, μετατρέποντας όλους τους υπόλοιπους σε απλούς κομπάρσους.
Το κακό, όμως, είναι ότι και η ίδια η Løve αντιμετωπίζει έτσι τους ήρωές της. Με εξαίρεση τον Πωλ και ίσως την πρώτη μεγάλη του αγάπη Louise (η "La Religieuse" Pauline Etienne), όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες (ακόμα και οι "κράχτες" του φιλμ, Greta Gerwig και Golsifteh Farahani) υπάρχουν απλά ως άμορφες φιγούρες, περιορισμένοι ουσιαστικά σε εκτενή cameo. Ναι μεν αυτή η προσέγγιση καταφέρνει να παρουσιάσει με επιτυχία την διάχυτη μελαγχολία και τις συνέπειες του χρόνου σε μια ολόκληρη - παθιασμένη αλλά και αυτοκαταστροφική - γενιά, όμως, ταυτόχρονα αφαιρεί από τον θεατή την δυνατότητα να δεθεί ή και να συμπάσχει με αυτήν την παρέα ανθρώπων, περιορίζοντάς τον σε ρόλο απλού παρατηρητή.
Μπορεί με αυτόν τον τρόπο, η Løve να μιλά με ειλικρίνεια και χωρίς περιττά σχόλια, όμως, δεν παύει να αντιμετωπίζει με προσοχή αλλά κλινικά μια προσωπική ιστορία, που δεν καταφέρνει τελικά να πείσει ότι αφορά και όλους εμάς τους υπόλοιπους. Είναι μεγάλο προσόν μιας ταινίας να μην είναι μελό, όμως είναι άλλο πράγμα να στερείται και πλήρως του συναισθήματος, ειδικά όταν μιλάει για θέματα που εξ ορισμού οφείλουν να αφορούν ολόκληρες γενιές. Το Eden είναι μια ταινία γυρισμένη με ευαισθησία και έχει κρυμμένες μέσα της ισχυρές στιγμές, που γίνονται ακόμα πιο έντονες από τα ξαφνικά cuts (λειτουργεί απόλυτα η προσέγγισή της σε αυτό), όμως, δεν καταφέρνει να κάνει απόλυτα εμφανή αυτή την πλευρά της. Μένει στον θεατή να ανακαλύψει πόσο δυνατή είναι η ψυχή της, όμως, το φιλμ θα έπρεπε εξαρχής με την ενέργειά του να μπορούσε να επιβάλλει ακαριαία την παρουσία του. (3*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου