Πολεμικές τέχνες, ξέφρενα πάρτι στην Florida των 2010'ς και την ρετρό Αμερική των "roaring 20s" και ισχυρά καλλιτεχνικά οράματα είτε από καταξιωμένους είτε από σκηνοθέτες που παλεύουν ακόμα να μεταδώσουν στο κοινό το προσωπικό τους στιλ αποτελούν ένα αξιόλογο δείγμα ταινιών από το οποίο θα προκύψουν στο τέλος της χρονιάς οι καλύτερες των καλύτερων (γκουχ blogoscars γκουχ). Αν και ακόμα είναι νωρίς (παραδοσιακά, το δεύτερο μισό της κινηματογραφικής χρονιάς κρύβει τις μεγαλύτερες εκπλήξεις), το Frame Game επιχειρεί να κοιτάξει πίσω στον χρόνο και να ξεχωρίσει τις ταινίες που του δημιούργησαν τα μεγαλύτερα συναισθήματα, ανεξαρτήτως είδους, προέλευσης ή μεγέθους παραγωγής. Φυσικά, τα σχόλια είναι ανοιχτά για να μοιραστείς κι εσύ μαζί μας ποιες ταινίες σου τράβηξαν μέχρι τώρα περισσότερο την προσοχή. Διαφωνίες, όπως πάντα, καλοδεχούμενες.
Οι Before ταινίες αποτελούν μια ιδιόμορφη περίπτωση κινηματογραφίας. Αυτό που ξεκίνησε ως μια σπουδή ανάμεσα στην "αγόρι ερωτεύεται κορίτσι" φόρμουλα, επεκτάθηκε ανέλπιστα και εξελίχθηκε σε μια σχεδόν real time αποτύπωση της εξέλιξης της ουσίας μιας σχέσης, μακριά από τις συμβάσεις των κομεντί και αποκομμένη από τα κλισέ στάδια που επιβάλλονται για κάθε τέτοια ιστορία. Σε κάθε κεφάλαιο της Before τριλογίας, ο Τζέσι του Ethan Hawke και η Celine της Julie Delpy βρίσκονταν σε διαφορετικό στάδιο της ζωής τους, με άλλη στάση ζωής κατά περίπτωση και υπό διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο κάθε φορά αλλά είναι, ταυτόχρονα, και τόσο ίδιοι στην ουσία τους που προκαλούν αμηχανία σε όλους εμάς που βρίσκουμε κομμάτια του εαυτού μας στον καθρέφτη τους. Η ιστορία τους είναι μια καθημερινή καταγραφή των αντιπαραθέσεων άντρα-γυναίκας, μια λεπτομερής και εκνευριστική ανάγνωση του εαυτού μας μέσω αυτών και, ίσως το πιο επώδυνο από όλα, περισσότερο ρεαλιστική από όσο θα επέτρεπε η ασφάλεια της μεγάλης οθόνης. Και τώρα το Before Midnight μετατρέπεται ουσιαστικά στο τι σημαίνει να είσαι ερωτευμένος (πόσο κενή λέξη) στα σαράντα, τα πενήντα , τα εβδομήντα και ακόμη παραπέρα. Και γι' αυτόν τον λόγο, γίνεται πιο οικουμενικό από ποτέ και πιο βίαιο από ποτέ. Γιατί οι αλήθειες του δεν είναι πάντα εύκολο να γίνουν αποδεκτές. Η πλήρης άποψη για την ταινία, εδώ.
To The Wonder
Αν το Tree of Life θεωρήθηκε πειραματικό, τότε θα πρέπει να δημιουργηθεί μια καινούρια έννοια για το To the wonder, το οποίο, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, έχει ακόμη πιο χαλαρό αφηγηματικό ιστό από την προηγούμενη ταινία του Terrence Malick. Μια γενικότερη θεώρηση γύρω από την αγάπη, την πίστη και την απώλειά τους, το To the wonder είναι προορισμένο να διχάσει ακόμα περισσότερο το κοινό. Παρά τα casting του Ben Affleck και της Rachel McAdams, το φιλμ είναι ουσιαστικά χτισμένο εξολοκλήρου πάνω στην Olga Kurylenko, η οποία γίνεται ευάλωτη, χαρούμενη, θλίβεται, απογοητεύεται και ξαναξεκινά από την αρχή χωρίς να φοβάται να εκτεθεί στην κάμερα του Malick, με το πάθος με το οποίο αγκαλιάζει αυτή τη δουλειά να γίνεται πάντα εμφανές στο βλέμμα της. Η δύναμη των εικόνων του The Wonder και η επιρροή τους στο υποσυνείδητο είναι αναμφισβήτητη και αυτό που θα χρειαζόταν η ταινία είναι ένα σφιχτότερο cut που θα έφερνε την σωστή ισορροπία ανάμεσα στο θρησκευτικό και το ανθρωποκεντρικό κομμάτι της ιστορίας. Η πλήρης κριτική της ταινίας από την Βενετία, εδώ.
Το 1965, όταν η κυβέρνηση της Ινδονησίας ανατράπηκε από το πραξικόπημα, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι δολοφονήθηκαν σε λιγότερο από ένα χρόνο. Οι εκτελεστές αυτών των ομαδικών δολοφονιών ήταν κυρίως "γκάνγκστερ" και μαυραγορίτες, πιόνια του πολιτικού συστήματος, που, ακόμα και σήμερα, με την ανοχή και την υποστήριξη του τύπου, κυβερνά την χώρα. Ο Ανουάρ, μαυραγορίτης εισιτηρίων έξω από ένα τοπικό κινηματογράφο, πραγματοποίησε περισσότερες από 1000 δολοφονίες την επίμαχη περίοδο. Ο γεννημένος στο Τέξας αλλά μεγαλωμένος στην Δανία σκηνοθέτης Joshua Oppenheimer, λοιπόν, επιχειρεί το μοναδικό πιο τρομακτικό πράγμα από τα ίδια τα εγκλήματα: την βουτιά στην ψυχολογία και τον τρόπο σκέψης του εκτελεστή με μία, όμως, πολύ ενδιαφέρουσα ανατροπή. Τα περισσότερα ντοκιμαντέρ που καταπιάνονται με ιστορικά γεγονότα καταφεύγουν, συνήθως, στην εύκολη λύση του αρχειακού υλικού. Στο "Act Of Killing", όμως, ο Oppenheimer αποφασίζει να διαλύσει τις καθιερωμένες δομές. Στην ταινία, δε θα χρησιμοποιηθεί κανένα ντοκουμέντο της εποχής. Αντίθετα, ο ίδιος ο εκτελεστής θα κληθεί να αναπαραστήσει τα εγκλήματά του, δημιουργώντας μια ταινία, στο ύφος και το στιλ που εκείνος επιθυμεί. Αυτό το ιδιοφυές εύρημα, έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία του πιο άβολου και πρωτότυπου ντοκιμαντέρ των τελευταίων χρόνων. Ο Oppenheimer παρακολουθεί την διαδικασία των "γυρισμάτων", συνομιλεί με τους τότε θύτες των εγκλημάτων και, μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, εκφράζει γνώμη. Στη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας, ο Oppenheimer αφήνει το αντικείμενό του να μιλήσει χωρίς παρεμβολές, γνωρίζοντας ότι αυτό θα το οδηγήσει σε μια έκθεση δίχως προηγούμενο. Και ταυτόχρονα αποδεικνύει πως είναι μιούζικαλ μπορεί να γίνει ανατριχιαστικά τρομαχτικό. Πλήρης κριτική για την ταινία, εδώ.
Ύστερα από αναμονή χρόνων και πολύχρονων διαδικασιών γυρισμάτων, μοντάζ, επαναληπτικών γυρισμάτων και ξανά από την αρχή, ο Grandmaster του (πρόεδρου της επιτροπής) Wong Kar Wai, άνοιξε την φετινή Berlinale, επιχειρώντας να συνδυάσει την wu xia θεματική με τους συνήθεις προβληματισμούς του σκηνοθέτη, χωρίς να χάνει στο ελάχιστο το οπτικό μεγαλείο του παρελθόντος. Και τα κατάφερε, ευτυχώς, περίφημα. Ο Grandmaster ξεκινά και τελειώνει ως βιογραφία του Ip Man (Tony Leung), του ανθρώπου θρύλου των πολεμικών τεχνών, που επηρέασε την ζωή του Bruce Lee και άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στον κόσμο των πολεμικών τεχνών. Τα ενδιάμεσα γεγονότα, όμως, κάνουν προφανές το γεγονός ότι η ταινία δεν είναι τόσο μια ξεκάθαρη βιογραφία, όσο μια εξερεύνηση της ίδιας της ιδέας των πολεμικών τεχνών και της παράλληλης πορείας ορισμένων ικανών χειριστών τους στη διάρκεια τριάντα χρόνων κινεζικής ιστορίας. Στην πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, ο Ip Man εξηγεί τι σημαίνει kung fu και αυτό δείχνει τις πραγματικές προθέσεις του Grandmaster. "Μόνο όσοι καταφέρνουν να παραμένουν όρθιοι μπορούν να διηγηθούν την ιστορία" εξηγεί, πριν ξεκινήσει την εξιστόρηση. Και αν κάποιος, ακόμη περίμενε, ότι η ιστορία θα ήταν στην ουσία μια σειρά αναμετρήσεων (εξαιρετικά χορογραφημένες από τον σταθερά εντυπωσιακό Yuen Woo-ping), στο τρίτο μέρος της ιστορίας τα κλασικά ΚαρΒαϊ-κά στοιχεία αποκτούν ξαφνικά εξέχουσα θέση, διαποτίζοντας το φιλμ με τις θεματικές που έχουν στιγματίσει την καριέρα του σκηνοθέτη. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, οι προσωπικές διαδρομές, η επιθυμία που δεν μπορεί να γίνει πράξη, η μελαγχολία του θέλω και του πρέπει, η ηθική που δεσμεύει τους πρωταγωνιστές. Ξαφνικά, ανάμεσα από τις πολεμικές αναμετρήσεις, ξεπηδά μια νέα τελείως ανάγνωση της ιστορίας, που τοποθετεί την ταινία αυτόματα στο τυπικό σύμπαν του Kar Wai και της δίνει ένα επιπλέον νόημα, που πλέον υπογραμμίζει αλλιώς τις ενέργειες των "grandmasters". Η πλήρης άποψη για την ταινία από το Βερολίνο, εδώ.
Τι κι αν μισώ τα remakes. Το Maniac είναι σχεδόν το απόλυτο horrorfest για το "arthouse" κύκλωμα. 80ς αισθητική, μουσικό παραλήρημα που παραπέμπει στους Goblin του Dario Argento, ανελέητο gore αντίστοιχο του πρόσφατου γαλλικού κύματος και ένα έξτρα σκηνοθετικό τρικ: σχεδόν όλο το φιλμ είναι από την οπτική του δολοφόνου (εκτός από κάποια "κλεψίματα", που, όμως, όντως δουλεύουν). Αλλιώς, είναι ο ορισμός του Midnight Madness. Ομολογουμένως, δύσκολα η ταινία θα βρει τον δρόμο της προς τις αίθουσες, όμως, αυτό το ανέλπιστο horror διαμαντάκι αξίζει να το ανακαλύψει κανείς (έστω και σε οικιακές προβολές).
Ταινία που κρατά την καλύτερη σκηνή της για να την ντύσει με μια μπαλάντα της Britney Spears δεν δικαιούται κάτι λιγότερο από το χειροκρότημα. Οι επαναλαμβανόμενες λέξεις, το αποπροσανατολιστικό μοντάζ, το κανιβάλισμα των MTV προτύπων με την φανταχτερή ψυχρότητα των neon φωτισμών και τέσσερις sexy πρώην παρθένες που εγκαταλείπουν για πάντα την αθωότητά τους: Ο Harmony Korine με το Spring Breakers είναι τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά από την αρχή της καριέρας του. Βγάζει νόημα; Δεν έχει καν σημασία. Διότι όλες τις σκηνές τις έχουμε δει ήδη στα βίντεο κλιπ της αμερικανικής ποπ, στα πάρτι του MTV, στα ριάλιτι προγράμματα εγκεφαλικής υποτίμησης των '00ς και στο ίδιο το αμερικάνικο όνειρο. Μόνο που τώρα ο καθρέφτης έχει ραγίσει. Ο Korine παραμορφώνει το παραμύθι, σχεδόν το δομεί σε όρους "Upstream Color" (τρομακτικό πόσο η δομή της μιας ταινίας θυμίζει την άλλη) και καταφέρνει να δημιουργήσει έναν εφιάλτη που φωσφορίζει στο σκοτάδι και φέρνει για εικόνισμα την ίδια την Britney Spears. Δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο ταιριαστή προσθήκη σε αυτή την ποπ εξτραβαγκάνζα από το Μικρό μου Πόνυ (και μάλιστα από την τελευταία σειρά με υπότιτλο "Friendship is Magic"). Την βρήκαμε την "feelgood ταινία της χρονιάς", πατριώτες. Περισσότερα για την ταινία, εδώ.
Λίγο μετά από την προβολή της ταινίας στο Βερολίνο, είχα πει: "Πάντα σε κάθε φεστιβάλ υπάρχουν οι αναμενόμενες ταινίες για τις οποίες ο κόσμος θα στηθεί από το αξημέρωτο στην ουρά για ένα εισιτήριο (drama mode: on) και οι ταινίες που προκύπτουν στην πορεία, όταν έχεις χάσει την προβολή που ήθελες να δεις. Και μετά ευχαριστείς τον Θεό για την τύχη σου. Γιατί το Gloria ήταν, ξεκάθαρα, η μεγαλύτερη έκπληξη του διαγωνιστικού, η απλή αλλά γενναιόδωρη ιστορία της 58χρονης ομώνυμης γυναίκας, που αποφασίζει να μην αφήσει την ζωή να την παραγκωνίσει, παρασύροντας μαζί της το κοινό σε μια αφοπλιστική πορεία γεμάτη γέλιο, συγκίνηση και απεριόριστη ειλικρίνεια." Και όντως, η κάμερα του Sebastian Lelio περιβάλλει με κατανόηση τους ήρωές του και δεν διστάζει να τους γδύσει και να παρακολουθήσει από κοντά την γλώσσα του σώματός του. Το μοντάζ του δεν αφήνει περιθώρια περιττών πληροφοριών και η αφήγηση παραμένει πάντα ακριβής και καίρια. Το χιούμορ καταφέρνει να αμβλύνει την μελαγχολία αλλά ποτέ δεν την παραβλέπει. Εν ολίγοις, τα πάντα στην ταινία φαντάζουν αληθινά, σαν να συμβαίνουν σε κάποιον που γνωρίζουμε καιρό και για τον οποίο πραγματικά νοιαζόμαστε. Η ταινία δε θα μπορούσε να κλείσει παρά με το -τι άλλο;- Gloria του Umberto Tozzi. Και το κοινό να χειροκροτεί σε όλη την διάρκεια των τίτλων τέλους. Δίκαιο. Πλήρης κριτική για την ταινία, εδώ.
Αυτό που κατάφερε η σκηνοθέτης Haifaa Al Mansour με το Wadjda δεν είναι μικρή υπόθεση. Η ταινία αποτελεί το πρώτο φιλμ που γυρίζεται εξολοκλήρου στην Σαουδική Αραβία με cast & crew από την χώρα και το γεγονός ότι οι ηθοποιοί είναι στην πλειοψηφία τους γυναίκες κάνει το αποτέλεσμα ακόμα πιο εντυπωσιακό. Απλό στη δομή του και πρόθυμο να σχολιάσει την θέση της γυναίκας στην χώρα του αλλά απέχοντας από διδακτισμούς και μελοδραματικά ξεσπάσματα, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Al Mansour προκαλεί το χαμόγελο και συγκινεί αβίαστα, βασιζόμενο στην ενέργεια της μικρής Waad Mohammed, που κουβαλάει πάνω της όλη την ταινία. Στην ουσία του αισιόδοξο ως φιλμ, το Wadjda υποστηρίζει ότι μπορεί κάποιος να αγωνιστεί για τα όνειρά του, ακόμα κι όταν περιορίζεται από τους υπάρχοντες κοινωνικούς κανόνες αν καταφέρει να τους χρησιμοποιήσει προς όφελός του, κι ας είναι όλη η κοινωνική δομή απέναντί του. Καλογραμμένο και ανάλαφρο στην προσέγγιση, το Wadjda μεταδίδει το χαμόγελο της Mohammed και πραγματικά βρίσκει τον δρόμο του για την καρδιά του θεατή. Η συγκίνηση στο τέλος της παγκόσμιας πρεμιέρας στην αίθουσα της Sala Grande του Lido της Βενετίας και τα δάκρυα χαράς των συντελεστών μαρτυρά πως η ταινία αποτελεί κάτι παραπάνω από προσωπικό στοίχημα και ότι όντως οι μεγαλύτερες κατακτήσεις ξεκινούν από μικρά πράγματα. Πλήρης κριτική της ταινίας, εδώ.
Ο Λυγίζος εμπνέεται από την "Πείνα" του Knut Hamsun, περισσότερο θεματικά και όχι σε πλαίσιο ανάλογης ανάπτυξης της ιστορίας, παίρνοντας αφορμή για να δημιουργήσει μια ταινία για την Ελλάδα του σήμερα. To "Αγόρι που τρώει το φαγητό του πουλιού" στερείται παραδοσιακής αφηγηματικής δομής και επιλέγει να βασιστεί πάνω στην ανάλυση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, o οποίος, ενώ φαίνεται μορφωμένος και καλλιεργημένος, χωρίς επεξήγηση παρουσιάζεται αποκομμένος από φίλους και οικογένεια, προσπαθώντας να επιβιώσει καθημερινά μαζί με το καναρίνι του. Αποτελούμενη κυρίως από μια σειρά επεισοδίων στην καθημερινότητα του Γιώργου, του πρωταγωνιστή, η ταινία προσπαθεί να αποτυπώσει μια πιο ψυχολογική προσέγγιση πάνω στην ελληνική κρίση, μακριά από διαδηλώσεις και εξεγέρσεις και κοιτάζοντας μέσα στην ψυχή των ίδιων των θυμάτων. Ίσως από την αρχή να μην γίνεται προφανής η υποβλητικότητα της ταινίας, όμως όταν τα φώτα ξανανοίγουν και η σκέψη παραμένει εκεί μετά την απομάκρυνση από την αίθουσα η ταινία φανερώνει την δύναμή της. Το "Αγόρι που τρώει το φαγητό του πουλιού" είναι άλλη μια ενδιαφέρουσα προσθήκη στην σύγχρονη ελληνική φιλμογραφία, που ακουμπάει στα κοινωνικά προβλήματα χωρίς να κουνάει το δάχτυλο του διδακτισμού, εστιάζοντας στον ανώνυμο νέο που θέλει να διατηρήσει το πνεύμα του υγιές παρά τις καθημερινές βασικές ελλείψεις. Και έχει την δύναμη να τα καταφέρει. Πλήρης κριτική της ταινίας από την ελληνική πρεμιέρα της στη Θεσσαλονίκη, εδώ.
The Great Gatsby
Υποσχέθηκα να μην γράψω κριτική για το The Great Gatsby. Υπάρχουν εκεί έξω τόσα πολλά κείμενα που αναλύουν την ταινία, υποστηρίζουν την αισθητική της αρτιότητα ή/και την κατηγορούν για ψυχολογική κενότητα. Και, υποθέτω, όλες οι απόψεις έχουν ένα μερίδιο δίκιου. Εξάλλου, ο "Υπέροχος Γκάτσμπι" του Baz Luhrmann είναι μια επίθεση στις ανθρώπινες αισθήσεις. Δε θα μπορούσε να δημιουργήσει μετριοπαθείς αντιδράσεις. Δεν είναι καν διακριτικό στις προθέσεις του. Απλά ένιωσα την ανάγκη να εξομολογηθώ γιατί όλο αυτό δούλεψε για μένα εκπληκτικά καλά. Μπορείς να δεις τους λόγους αναλυτικά, εδώ.
Στο Upstream Color, o Carruth πηγαίνει ακριβώς στο άλλο άκρο από εκεί που βρίσκεται η πρώτη του ταινία, το Primer. Ελαχιστοποιεί τους διαλόγους, ενσωματώνει στην αφήγηση με ιδιαίτερο τρόπο την χρήση της μουσικής (που ο ίδιος συνέθεσε), χρησιμοποιεί το φρενήρες μοντάζ (που ο ίδιος έκανε μαζί με τον David Lowery) για να γκρεμίσει τις έννοιες του χώρου και του χρόνου, δημιουργεί μια πλήρως συναισθητική γλώσσα για να μιλήσει στον θεατή και υφαίνει μια ιστορία, που, εσκεμμένα, απέχει από ακριβείς λεπτομέρειες για να μιλήσει για κάτι ευρύτερο και οικουμενικό. Το τι ακριβώς είναι αυτό ο Carruth το αφήνει να το ανακαλύψει ο θεατής. Δεν είναι ότι η ταινία δεν έχει πλοκή. Ο Carruth φροντίζει, εξάλλου, να μας πει επαρκείς πληροφορίες για να καταλάβουμε την κατεύθυνση της ιστορίας. Αλλά, παράλληλα, περιορίζει την αφήγηση στην προσωπική οπτική των πρωταγωνιστών. Μαθαίνουμε μόνο όσα γνωρίζουν και αυτοί. Για όλες τις υπόλοιπες πληροφορίες, χρειάζεται κι εμείς να παρατηρήσουμε τον φυσικό κόσμο, ο οποίος καδράρεται στα πλάνα του Carruth από πολύ κοντά, ελαχιστοποιώντας το βάθος πεδίου. Ουσιαστικά, το Upstream Color είναι μια ταινία που κάποιος πρέπει να δει για να συνειδητοποιήσει περί τίνος πρόκειται. Ολόκληρη η κριτική θα μπορούσε απλά να συνοψιστεί σε ένα "πήγαινε, ρε φίλε, δες το, τρέξε". Ελπίζω πραγματικά να προβληθεί έστω σε κάποιο ελληνικό φεστιβάλ γιατί η εμπειρία αυτή αξίζει να γιγαντωθεί στη μεγάλη οθόνη. Όλα τα ενθουσιώδη σχόλιά μου από το Βερολίνο, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου