Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Μαζικό Ριβιουπόστ #1/2013: "The Impossible" θα πει κινηματογραφικός Γενάρης.

Και αυτό γιατί ειδικά φέτος, οι εταιρίες διανομής αποφάσισαν να εξαπολύσουν δεκάδες ταινίες στις αίθουσες ανά βδομάδα, ξεκινώντας από τον Ιανουάριο και συνεχίζοντας παρομοίως και τον Φλεβάρη. Είμαστε αισίως στον Μάρτιο και αυτή η τακτική φαίνεται να έχει γίνει κάποιου είδους κανόνας. Ακόμα, βέβαια, δεν έχει διαπιστωθεί αν όλη αυτή η προσφορά κάνει τελικά καλό στις ίδιες τις ταινίες ή τα ταμεία. Το σίγουρο, όμως, είναι πως οι προτάσεις για τον υποψήφιο θεατή είναι πλέον αναρίθμητες.

Με την επίσκεψη στο Φεστιβάλ Βερολίνου και την ψηφοφορία για τα φετινά Blogoscars, το Frame Game έμεινε πίσω στα καθιερωμένα ριβιουπόστ, όμως η τάξη θα επανέλθει τις αμέσως επόμενες ημέρες. Προς το παρόν, πάμε να δούμε τι επιφύλασσε ο κατεξοχήν προ-οσκαρικός Γενάρης. Anna Karenina, The Impossible, Upside Down, Beyond The Hills, Argo, Django Unchained, Le Capital, Pieta, Lincoln, Gangster Squad, Silver Linings Playbook, No και After Lucia ήταν οι ταινίες που κατάφεραν να στριμωχτούν στις χειμερινές αίθουσες και, για λόγους συνέχειας, θα λάβουν της σχετικής κάλυψης στη συνέχεια της ανάρτησης.


Anna Karenina (3*/5)
Ο κινηματογράφος δεν χρειαζόταν μία ακόμα Άννα Καρένινα. Και ο Joe Wright το ήξερε. Αυτό σε συνδυασμό με το μειωμένο budget, που τελικά έλαβε η παραγωγή, ώθησαν τον σκηνοθέτη σε καινούρια δημιουργικά μονοπάτια, καταφέρνοντας τελικά να ξεπεράσει τις αρχικές αμφιβολίες για την ταινία και να παραδώσει ένα μοναδικό φιλμ τελικά, που όσο κι αν έχει τα ελαττώματά του, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το μεγαλείο του.

Η ιστορία της Καρένινα είναι λίγο πολύ σωστή. Παγιδευμένη σε ένα παράνομο ερωτικό τρίγωνο την εποχή της τσαρικής Ρωσίας, η Άννα ουσιαστικά λειτούργησε ως σύμβολο του θεατρινισμού της εποχής και της υποκρισίας της υψηλής κοινωνίας. Το έργο του Τολστόι, περιεκτικό και λεπτομερές, περιγράφει στην εντέλεια την τότε ρωσική κοινωνία, βάζοντας στο επίκεντρο την ιστορία μιας γυναίκας, που θέλησε να κάνει την επανάστασή της, σπάζοντας τα συνήθη κοινωνικά πρέπει. Η ιστορία της, αν και τοποθετημένη σε συγκεκριμένα χωροχρονικά πλαίσια, δεν παύει να είναι οικουμενική και διαχρονική.

Ορμώμενος από το ίδιο το βιβλίο του Τολστόι και τις θεατρικές μεταφορές του, ο Wright αποφάσισε να στήσει και την δική του κινηματογραφική Καρένινα στο θεατρικό σανίδι. Η κεντρική σκηνή, τα παρασκήνια, τα θεωρεία, όλα αντικατοπτρίζουν την Μόσχα και την Αγ. Πετρούπολη, παίζουν το παιχνίδι ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και τον θεατή και αναδεικνύουν όλη την υποκρισία και το "ψεύτικο" της υψηλής κοινωνίας. Ακόμα και οι κινήσεις των ηθοποιών είναι κατά στιγμές χορογραφημένες, καθορισμένες από τις προσταγές της εποχής. Ναι, ίσως η τακτική να κουράζει κατά στιγμές και το υπερβολικό στυλιζάρισμα να επιδρά αρνητικά στις ερμηνείες των ηθοποιών, όμως κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει πόσο πρωτότυπο και μεγαλειώδες είναι αυτό που κατάφερε ο Wright.

Επίσης, έξτρα πόντους λαμβάνει ο εξαιρετικά συγκρατημένος Jude Law, στο ρόλο του Καρένιν. Ο ρόλος του συνδυάζει την περηφάνια  την οργή και την συγκρατημένη δύναμη σε μία άψογη ισορροπία, που τον αναδεικνύει σε νικητή. Αντιθέτως, η Keira Knightley αποδεικνύεται λίγη, όμως η μαεστρία του Wright δεν αφήνει το αποτέλεσμα να ...εκτροχιαστεί (no pun intended).


The Impossible (3*/5)
Αν μπορούσε να υπάρχει ορισμός για "συναισθηματικό πορνό", τo Impossible θα ήταν η ταινία που θα του αντιστοιχούσε. Ο J.A. Bayona (στην μόλις δεύτερη σκηνοθετική του δουλειά, μετά το "Ορφανοτροφείο") κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να προκαλέσει την συγκίνηση του θεατή και να εκβιάσει το δάκρυ. Σε άλλες περιπτώσεις, αυτό θα απωθούσε πολλούς από την ταινία του, όμως η αληθινή προέλευση της ιστορίας και η, όντως, "απίστευτη" φύση της, αντικρούουν αρκετές από τις ενστάσεις.

Βασισμένο στην πραγματική ιστορία μιας οικογένειας από την Ισπανία, που χτυπήθηκε από το Τσουνάμι, χωρίστηκε και, σαν από θαύμα, κατάφερε να ξανασμίξει, το "Impossible" αποτελεί επιτυχία του Bayona και για ακόμα έναν λόγο. Η φυσική καταστροφή που προκαλεί το τσουνάμι δεν αποτυπώθηκε ποτέ στην οθόνη πιο βίαια, πιο αληθινά, πιο σοκαριστικά. Ο σκοτεινός όγκος νερού που παρασέρνει τα πάντα, ζωντανούς, νεκρούς, δέντρα, σπίτια, στο πέρασμά του δεν υπήρξε ποτέ πιο τρομακτικός και ο Bayona κινηματογραφεί την κάθε λεπτομέρειά του.

Ουσιαστική πρωταγωνίστρια η Naomi Watts (που έφτασε μέχρι τα Όσκαρ), περνάει τα πάνδεινα στα χέρια του σκηνοθέτη και όμως καταφέρνει να μην φαίνεται ως ένα υποχείριο των συνθηκών, αλλά σαν μια δυναμική παρουσία, ενδεικτική της αντίστασης όλων των ανθρώπων στις φυσικές καταστροφές. Όπως, είπαμε, η προσέγγιση αυτή αγγίζει τα όρια του μελό, όμως, τελικά, λειτουργεί προς όφελος της δύναμης της ταινίας. Το πιο σίγουρο από όλα είναι ότι, πλέον, όλοι περιμένουμε να δούμε ποια θα είναι η επόμενη δουλειά του Ισπανού σκηνοθέτη.


Upside Down (1*/5)
Ο Άνταμ είναι κάτοικος ενός μοναδικού σύμπαντος, το οποίο χαρακτηρίζεται από διπλή βαρύτητα, όπου δύο (πολύ) κοντινοί πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο ήλιο. Στον έναν πλανήτη, τον κάτω, οι κάτοικοι είναι φτωχοί και ζουν στα όρια της εξαθλίωσης. Ο Άνταμ, ως κάτοικος του κάτω κόσμου, δεν είχε την πιο εύκολη παιδική ζωή. Παρόλα αυτά, θυμάται ακόμα τον (παράνομο) έρωτά του με την Ίντεν, το κορίτσι του πάνω κόσμου, που τραυματίστηκε μια μέρα κατά την επιστροφή της κι έκτοτε εξαφανίστηκε. Μόνη του ελπίδα για αλλαγή της καθημερινότητάς του, είναι η επιτυχία της πατέντας του, που στόχο έχει να χρησιμοποιήσει την ιδιόμορφη βαρύτητα του πλανητικού σύμπαντος για τη βελτίωση της καθημερινότητας του λαού του. Όταν, όμως, η Ίντεν εμφανίζεται ξανά απρόοπτα μπροστά στον Άνταμ, το γεγονός ότι δεν την ξεπέρασε ποτέ θα τον ωθήσει στην προσπάθεια να την ξανακερδίσει, σπάζοντας στην πορεία όλους τους ισχύοντες νόμους.

Φαίνεται ενδιαφέρον, ε; Κι όμως, δεν είναι! Για αρχή, η κεντρική ιδέα της υπόθεσης, όσο πρωτότυπη κι αν φαίνεται, «μπάζει» από παντού. Θεωρητικά, οι φυσικοί νόμοι που διέπουν τα πάντα διατυπώνονται ρητά στην αρχή, στην πορεία, όμως, δεν μπορούμε να ορκιστούμε ότι ακολουθούνται και κατά γράμμα. Επιπρόσθετα, η παντελής έλλειψη χημείας ανάμεσα στους πρωταγωνιστές κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Το μόνο που φαίνεται να μοιράζονται Τζιμ Στέρτζες και Κίρστεν Ντανστ είναι το… πλατό, με την Ντανστ ειδικά να είναι και θύμα ενός σχιζοφρενικού μοντάζ, που την μετατρέπει σε κομπάρσο, χωρίς ανάπτυξη χαρακτήρα ή έστω screentime. 

Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, είναι ότι η ταινία είναι τόσο ανιαρή, που δεν προσφέρει καν την απόλαυση μιας ανάλαφρης προβολής χωρίς απαιτήσεις. Παρά τα κατά στιγμές εντυπωσιακά, αλλά από ένα σημείο και μετά, επαναλαμβανόμενα εφέ, το «Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους» αποτυγχάνει και ως ταινία δυστοπικού μέλλοντος αλλά και ως παραλλαγή της κλασικής θεματικής των χωρισμένων από την μοίρα εραστών. Για μία «επική, ερωτική ιστορία», το «Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους» παραείναι αργοκίνητο, αποσπασματικό και σπατάλη ταλέντου από δύο συμπαθέστατους, κατά τα άλλα, ηθοποιούς.


Beyond The Hills (4*/5)
Δεν είναι τυχαίο που ο Cristian Mungiu θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες των Βαλκανίων και ολόκληρης της Ευρώπης. Αντλώντας έμπνευση και θεματικές από την σκληρή πραγματικότητα της χώρας του, καταφέρνει να διατηρήσει μια αντικειμενική ματιά στην αντιμετώπιση των γεγονότων, που του επιτρέπει την κλινική ανάλυση του θέματος αφήνοντας τον θεατή να λάβει τις δικές του αποφάσεις και αποφεύγοντας την καθοδήγηση. Κάτοχος του Χρυσού Φοίνικα για το συγκλονιστικό 4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες το 2007, ο Mungiu επιστρέφει στην επικαιρότητα με το Beyond the hills, την ταινία που έφυγε από το τελευταίο φεστιβάλ Καννών με τα βραβεία σεναρίου και γυναικείας ερμηνείας, εξ ημισείας και για τις δύο πρωταγωνίστριες. Η λεπτομερής άποψη του Frame Game για την ταινία, από την πανελλήνια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βρίσκεται εδώ.


Argo (3.5*/5)
Η οσκαρική ταινία, τελικά, του Ben Affleck δεν είναι μια ταινία προπαγάνδας για την Αμερική, όπως θέλουν να υποστηρίζουν οι πολέμιοί της. Στον πυρήνα του, το Argo είναι άλλη μία ταινία για το Hollywood και το θαύμα της βιομηχανίας του θεάματος. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη που η Ακαδημία θέλησε για άλλη μια φορά να ευλογήσει τα γένια της και τίμησε την ταινία με την υψηλότερη διάκριση του θεσμού στα πρόσφατα βραβεία Όσκαρ.

Βασισμένο σε μία πραγματική απόρρητη ιστορία, το Argo αφορά την φυγάδευση έξι Αμερικανών από την καναδική πρεσβεία και το Ιράκ, με την πρόφαση των γυρισμάτων μιας εικονικής ταινίας. Παρόλα αυτά, δεν είναι πολιτικό θρίλερ, ούτε ταινία στρατιωτικού περιεχομένου. Το Argo είναι ένα παραδοσιακό, αγωνιώδες θρίλερ, πολύ κοντά στην εποχή των 70ς και στην αισθητική του αλλά και την τεχνική προσέγγισής του. Μεγαλύτερος νικητής, φυσικά, ολόκληρου του εγχειρήματος ο Ben Affleck, πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της ταινίας, που δείχνει ότι πίσω από την κάμερα, δείχνει πολύ περισσότερο ταλέντο από ότι μπροστά. Το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι και πάλι κάτι ρηξικέλευθο, όμως, είναι απόλυτα διασκεδαστικό, οργανωμένο και συνεπές με το είδος του

Ειδικά η σκηνή της φυγάδευσης από το αεροδρόμιο, πατάει σε όλες τις σωστές νότες. Καλό timing, ρεαλιστική απειλή και σκηνοθεσία που δεν αφήνει περιθώρια πλατειασμών. Αυτό οδήγησε σε απρόσμενο ενθουσιασμό πολλούς κριτικούς και θεατές να μιλούν για το αριστούργημα της χρονιάς, επηρεασμένοι από τις μειωμένες αρχικές προσδοκίες. Ενώ αυτές οι δηλώσεις σίγουρα διακατέχονται από υπερβολές, δεν αναιρείται το γεγονός ότι ο Affeck κατάφερε να δημιουργήσει μία ταινία που σέβεται το κοινό που επιλέγει να την δει. Και αυτό, αποτελεί σίγουρα ένα πολύ δυνατό στοιχείο της ήδη ενδιαφέρουσας σκηνοθετικής του πορείας.


Django Unchained (3*/5)
Ο Tarantino είναι ο άρχοντας της ποπ κουλτούρας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Μπλέκει τα είδη, αναμιγνύει αναφορές και μεταπηδά ιστορικές τις ιστορικές περιόδους αβίαστα, έχοντας πάντα την βία ως κοινό παρονομαστή των ιστοριών του. Το Django Unchained δεν ξεφεύγει από αυτή την φόρμουλα, αποτελώντας έναν απροκάλυπτο φόρο τιμής στα spanghetti western του παρελθόντος, ή, όπως αποκαλεί το δημιούργημά του ο Tarantino λόγω της εξέλιξης της ιστορίας στο Νότο, ένα "spanghetti southern".

Ο κεφαλοκυνηγός Δρ Σουλτς του Christoph Waltz ελευθερώνει τον Django του Jamie Foxx για να τον βοηθήσει στην αναγνώριση των επόμενων στόχων του. Ως αντάλλαγμα, στη συνέχεια θα βοηθήσει τον Django να βρει την γυναίκα του, εκείνους που ενεπλάκησαν στην αγοραπωλησία τους και, φυσικά, να πάρει εκδίκηση. Αναμενόμενα, η ιστορία θα έχει πολύ αίμα και όποιος δεν ήταν ...καλό παιδί, θα πληρώσει.

Ναι, ο Django είναι απόλυτα διασκεδαστικός. Ναι, παρά τις δυόμισι ώρες διάρκεια, κυλάει αβίαστα και χωρίς να χάνει στιγμή το ενδιαφέρον του. Ναι, οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών (και του Leonardo DiCaprio, που δεν μπορεί να σταυρώσει Όσκαρ) υποδειγματικές. Τα πάντα λειτουργούν άψογα, όμως, είναι παράλληλα τόσο ανάλαφρα, που διαρκούν μόνο όσο κρατά η ταινία. Το Django Unchained δεν είναι μια κακή ταινία και, αναμφισβήτητα, ο Tarantino είναι εξαιρετικός σκηνοθέτης για να διατηρεί υπό έλεγχο όλο το υλικό του, όμως, φαίνεται να κάνει απλά αυτό που γνωρίζει να κάνει στην εντέλεια. Το σημαντικότερο, ευτυχώς, είναι ότι δεν απογοητεύει το κοινό του και γι' αυτό η τελευταία του ταινία στέφεται με τις δάφνες της επιτυχίας.


Le Capital (2*/5)
Οι τράπεζες είναι του διαβόλου. Και οι άνθρωποι που τις διαχειρίζονται είναι απεχθείς, φιλόδοξοι αμοραλιστές που το μόνο που θέλουν είναι να πλουτίζουν όλο και περισσότερο αφαιρώντας κεφάλαια από τον υπόλοιπο κοσμάκη που παλεύει για ψίχουλα. Α, και αν δεν έγινε ήδη αρκετά σαφές, το παν είναι η εξουσία του χρήματος. Όλη η φιλοσοφία της νέας ταινίας του Κώστα Γαβρά συνοψίζεται σε αυτές τις λίγες γραμμές και τίποτα δεν αποκτά μια πιο γκρίζα χροιά ή έστω μια δεύτερη, λιγότερο προφανή ανάγνωση. Περισσότερες λεπτομέρειες για την ταινία και η άποψη του Frame Game από την πανελλήνια πρεμιέρα του φιλμ στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης βρίσκονται εδώ.


Pieta (3.5*/5)
Ο Κιμ Κι-Ντακ είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση σκηνοθέτη. Συχνός επισκέπτης των κινηματογραφικών φεστιβάλ των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, κατάφερε να δημιουργήσει φήμη γύρω από το όνομά του με ταινίες που εξερευνούσαν τόσο την ευγενή πλευρά των ανθρώπων και την αναζήτησή τους για ένα συναισθηματικό καταφύγιο όσο και μια μηδενιστική πραγματικότητα, γεμάτη σκληρές εικόνες και έλλειψη ηθικών ενδοιασμών. Η τελευταία δημιουργία του, «Pieta», συνδυάζει τις δύο θεματικές τής φιλμογραφίας του και κατάφερε να του αποδώσει και το μεγαλύτερο βραβείο της καριέρας του, το Χρυσό Λιοντάρι δηλαδή, στο πιο πρόσφατο Φεστιβάλ της Βενετίας.

Από την αρχή ήδη της ταινίας, ο Κιμ Κι-Ντακ κάνει ξεκάθαρα φανερό το πόσο βίαιη είναι η κοινωνία στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του. Η αφήγηση είναι στρωτή και λιτή, αφήνοντας τα γεγονότα να μιλήσουν για τους χαρακτήρες. Τα γυμνά σκηνικά, τα εγκαταλελειμμένα κτήρια και η παρακμή που γεμίζει το περιβάλλον εύκολα αντιπαραβάλλονται με τον ψυχισμό των ηρώων και με αυτά που κρύβουν μέσα τους. Στο πρώτο μέρος, ειδικά, η βία έχει τον πρώτο λόγο και αποτελεί το κυριότερο μέσο περιγραφής της ιδιοσυγκρασίας κεντρικού χαρακτήρα. Όταν, όμως, εμφανίζεται η γυναίκα που ισχυρίζεται ότι είναι η μητέρα του, οι ισορροπίες φαίνεται να αλλάζουν. 

Ο Κιμ Κι-Ντακ ενορχηστρώνει άψογα όλα τα στοιχεία που θα δημιουργήσουν μία ταινία ικανή να αποτυπωθεί για καιρό στο μυαλό του θεατή, το μόνο πρόβλημα, όμως, είναι ότι τα συστατικά από ένα σημείο και μετά αρχίζουν να φαίνονται περισσότερο οικεία από όσο θα έπρεπε. Παράλληλα, οι συμβολισμοί που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης δε βρίσκουν πάντα την ποιητικότητα που θα επιθυμούσε, ούτε παραμένουν διακριτικοί, ώστε να υποστηρίξουν αρμονικά τις σκηνές. Αντιθέτως, τα σύμβολα παραγίνονται προφανή και αυτό δε λειτουργεί υπέρ της ταινίας. Παρ’ όλ’ αυτά, στο τελευταίο τρίτο της ιστορίας, η ένταση δυναμώνει και η ταινία κλιμακώνεται με ένα δυνατό φινάλε, που αποτελεί και το καλύτερο κομμάτι του συνόλου. Μπορεί η ανάπτυξη μέχρι τότε να ακολουθεί αργούς ρυθμούς και ο χειρισμός κάποιων λεπτομερειών να μην είναι όσο προσεκτικός θα περιμέναμε, όμως, η επιτυχία του τέλους είναι αρκετή για να υπερισχύσει η θετική εντύπωση.


Lincoln (2*/5)
Σίγουρα το Lincoln δεν είναι κακή ταινία. Όμως ανήκει σε εκείνη την χειρότερη κατηγορία με τις "αδιάφορες ταινίες" που δεν με αφήνουν καν να τις απολαύσω κακολογίζοντάς τις. Ο Spielberg γνωρίζει πώς να φτιάχνει τεχνικά άρτιες ταινίες, όμως, έχει χάσει πλέον την αιχμή του. Τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.

Στο Lincoln, η αναπαράσταση της εποχής είναι επαρκής και η σκηνή της τελικής ψηφοφορίας έχει δραματουργική βάση, όμως, όλη η υπερβολή της αγιοποίησης του Lincoln, η καρικατούρα της Sally Field, οι αμέτρητες περούκες, τα στημένα προφίλ του Lewis στο κάδρο και ο άκρατος ακαδημαϊσμός κόβουν την πραγματική δύναμη της ταινίας που είναι η ίδια η παρουσία του Lewis. Σίγουρα υποστηριζόμενος από το πολύ καλό μακιγιάζ γίνεται, όντως, ο Lincoln και βρίσκεται στα καλύτερά του όταν ξεφεύγει από τους μανιερισμούς που ορίζει το "τυπικό στήσιμο Lincoln". Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, χάνεται κι αυτός μέσα στο βαρετό μάθημα ιστορίας που θέλει να πραγματοποιήσει ο Spielberg. Το τρίτο Όσκαρ της καριέρας του, παρόλα αυτά, είναι ήδη γεγονός.


Gangster Squad (1.5*/5)
Για να κάνεις ένα καλό νουάρ, δεν χρειάζεσαι μόνο το στυλ αλλά και τον ανάλογο χειρισμό του περιεχομένου. Κι αν το Gangster Squad είναι στιλάτο  οπτικά, στο θέμα της ανάπτυξης της ιστορίας είναι ένα μεγάλο κενό, που μεταφέρει τους χαρακτήρες του άνευρα από σκηνή σε σκηνή. Φιλοδοξώντας να γίνει ένα σύγχρονο "L.A. Confidential", το Gangster Squad πετυχαίνει μόνο στην χρωματική παλέτα, αν και η υπερβολική ψηφιακή επεξεργασία στην ταινία της προσδίδει μια ψεύτικη υφή. Επιπρόσθετα, οι χαρακτήρες παραμένουν σχηματικοί από την αρχή έως το τέλος, επιβεβαιώνοντας όλα τα κλισέ και πραγματοποιώντας κάθε αναμενόμενη ανατροπή. Η ταινία ταλαιπωρήθηκε λόγω των γεγονότων του Κολοράντο λίγο πριν την αρχική ημερομηνία κυκλοφορίας της, όμως, τελικά, κρίμα η αναμονή τόσων μηνών.


Silver Linings Playbook (3.5*/5)
Το Silver Linings Playbook ήταν η ταινία που ξεκίνησε από το φεστιβάλ του Toronto, χτίζοντας σταδιακά το buzz της, μέχρι να καταλήξει στις υποψηφιότητες των Όσκαρ και να χαρίσει στην Jennifer Lawrence το πολυπόθητο αγαλματάκι. Άξιζε όλη την συζήτηση; Ή ήταν απλά ακόμα μία επιτυχημένη μαρκετίστικη καμπάνια των αδερφών Weinstein;

Μάλλον η αλήθεια είναι κάπου στην μέση. Η ταινία αφορά το "εκρηκτικό" ταίριασμα δύο ανθρώπων με έντονα προβλήματα συμπεριφοράς (που διαγιγνώσκονται κλινικά) και τις προσωπικές τους πορείες μέχρι την εκπλήρωση των βασικών τους στόχων. Οι οποίοι, ναι, έχουν σχέση και με τα ερωτικά τους. Το Silver Linings Playbook καταφέρνει, όμως, να μην προβάλλει υπερβολικά το στοιχείο της ρομαντικής κομεντί από την αρχή, αλλά να πάρει σταδιακά την θέση του στην ροή της ιστορίας, όταν έχει πλέον αρχίσει να γίνεται προφανές. Για ρομαντική κομεντί, η ταινία αποδεικνύεται εξαιρετικά συγκρατημένη και αυτό λειτουργεί υπέρ της.

Από την άλλη, βέβαια, δεν είναι η ταινία που παραβαίνει τους κανόνες ή δημιουργεί καινούριες αφηγηματικές νόρμες και ούτε χρειάζεται.Η επιτυχία της ταινίας σίγουρα οφείλεται εν μέρει και στην προσεγμένη καμπάνια των αδερφών Weinstein. Οι οποίοι, όμως, την στήριξαν πάνω στα δυνατά τους χαρτιά. Η ερμηνεία της Jennifer Lawrence αποφεύγει τις μανιέρες και ο χαρακτήρας της γίνεται περίπλοκος, εκεί που σε άλλες περιπτώσεις κάποια άλλη ηθοποιός θα κατέφευγε σε εύκολες λύσεις. Το αν άξιζε το Όσκαρ ή όχι είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία, όμως, σίγουρα κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η κοπέλα είναι από τις σημαντικότερες νέες ηθοποιούς που έχει να επιδείξει το Hollywood.

Στην τελική, το Silver Linings Playbook είναι μια τίμια κομεντί, που τολμάει κάποιες φορές να παρεκκλίνει από την τυπική της πορεία και να πειραματιστεί ελαφρά με το περιεχόμενό της, χωρίς ποτέ να περνά τα όρια του ασφαλούς. Όχι και άσχημα, δηλαδή.


NO (4*/5)
Ολοκληρώνοντας την τριλογία του για την Χιλή (μετά τα "Tony Manero" και "Post Mortem"), ο Pablo Larrain παρουσιάζει το χρονικό του κρίσιμου δημοψηφίσματος του 1988, που θα καθόριζε την συνέχιση της δικτατορίας ή όχι στην Χιλή, μέσα από τα μάτια ενός διαφημιστή που προσλήφθηκε από την αντιπολίτευση για να οργανώσει την καμπάνια τους, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ενδιαφερόταν περισσότερο για την προώθηση προϊόντων παρά για την πολιτική. Γυρισμένο σε βίντεο χαμηλής ανάλυσης σαν να είναι και το ίδιο ντοκουμέντο της εποχής, το ΝO εντυπωσιάζει με την ρεαλιστική ματιά του και τους ρυθμούς του, ως ένα σωστό πολιτικό θρίλερ που είναι ανατριχιαστικά αληθινό. Η πλήρης κριτική της ταινίας από την προβολή της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης βρίσκεται εδώ.


After Lucia (4*/5)
Κάποιες φορές, ο σκηνοθέτης ξεκινά με σκοπό να πει μια ιστορία και στην συνέχεια οδηγείται σε κάτι μεγαλύτερο που δεν είχε προβλέψει αρχικά. Το "Μετά την Λουτσία" ξεκίνησε ως μια ταινία για την απώλεια και την ζωή της οικογένειας μετά τον χαμό ενός βασικού μέλους αλλά, μετά τις προβολές της ανά τον κόσμο, αποδείχτηκε ότι η δυναμική της ταινίας εξαπλώνεται και σε μια ακόμα θεματική, αυτή του bullying και του ψυχολογικού (και όχι μόνο) πολέμου μεταξύ συνομηλίκων. Η κριτική του Frame Game για την ταινία και περισσότερες πληροφορίες από την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης βρίσκεται εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...