Λίγο ο φεστιβαλικός Νοέμβρης, λίγο οι παραδοσιακά γεμάτες κινηματογραφικά βδομάδες προς το τέλος του χρόνου, λίγο που αμελούμε να ποστάρουμε τακτικά τα τρέχοντα reviews (γιατί μπορούμε) και το όγδοο edition των ριβιουπόστ για την χρονιά που διανύουμε κατέληξε να είναι ασφυκτικά γεμάτο. Με τα highlights των Καννών να βρίσκουν το δρόμο τους στην εγχώρια διανομή και τον ελληνικό κινηματογράφο να επιστρέφει δειλά στο εμπορικό σινεμά που δεν προσβάλει τον θεατή, ο Νοέμβρης έκλεισε προσφέροντας πλήθος αξιόλογων επιλογών αλλά και τις συνήθεις απογοητεύσεις, στρώνοντας το χαλί για το ξεκίνημα της προ-οσκαρικής περιόδου που θα κινηθεί σε πιο αμερικανικές περιοχές. Μέχρι τότε, διαβάστε την άποψή μας για την Βερολινέζικη Barbara και τα Amour, Rust and Bone, Holy Motors, The Ηunt, Killing them Softly και Lawless από τις Κάννες, τα φιλόδοξα εισπρακτικά Brave, Frankenweenie, Savages, Seven Psychopaths και (τύμπανα) Skyfall και τα ελληνικά Αν... και J.A.C.E. (Εντάξει, και το περσινό ξεχασμένο SuperClasico). Βαθιά εισπνοή και πάμε.
Rust and Bone (De Rouille et D' Os) (3.5*/5)
O Αλί (Matthias Schoenaerts), πρόσφατα επιφορτισμένος με την επιμέλεια του μικρού του γιου, εγκαταλείπει το Βέλγιο για να εγκατασταθεί στο σπίτι της αδερφής του και του συζύγου της. Ο ίδιος δεν αποτελεί και υπόδειγμα υπεύθυνου γονέα καθώς είναι έτοιμος να εγκαταλείψει τον γιο του χωρίς επιτήρηση για ασήμαντη αφορμή, με απόλυτη έλλειψη αίσθησης οποιασδήποτε ευθύνης. Ένα βράδυ, γνωρίζει την Στεφανί (Marion Cotillard), η οποία εκπαιδεύει όρκες στο τοπικό υδάτινο πάρκο και είναι μπλεγμένη στα δικά της προσωπικά αδιέξοδα. Όταν ένα τραγικό ατύχημα στην δουλειά στοιχίσει στην Στεφανί τα πόδια της, αυτή και ο Αλί θα σχηματίσουν μια ιδιαίτερη σχέση, που θα ωθήσει τους δύο ανθρώπους σε ανεξερεύνητες περιοχές και, ίσως, καταφέρει να τους βρει αλλαγμένους στο τέλος όλης της περιπέτειας. (περισσότερα για την ταινία εδώ, στην κριτική μας από τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, στις οποίες το Rust And Bone ήταν η επίσημη ταινία έναρξης)
Είναι παραπλανητικό αλλά όντως ισχύει: το Amour είναι η πιο τρυφερή ταινία του Ηaneke. Όποιος, όμως, γνωρίζει έστω και λίγο το έργο του Αυστριακού σκηνοθέτη καταλαβαίνει ότι αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι το Amour αποτελεί μία ταινία εύκολη για τον θεατή. Το Amour αποτελεί μια ταινία για την αγνή αγάπη στο βάθος του χρόνου, για την στιγμή που η ασθένεια απειλή την διατάραξη της καθιερωμένης καθημερινότητας, για τον χρόνο που αυτή η αγάπη μετατρέπεται σε μία σιωπηλή κραυγή για λύτρωση και την στιγμή που η απειλή του θανάτου τα αλλοιώνει όλα. Ή αλλιώς, το Amour είναι μία ταινία για την αγάπη και τον θάνατο.
Ο Ζωρζ (Jean-Louis Trintignant) και η Αν (Emmanuelle Riva) είναι ένα ζευγάρι που έχει περάσει ήδη τα 80. Συνταξιούχοι μουσικοί και οι δύο, εξακολουθούν να είναι ερωτευμένοι ύστερα από δεκαετίες έγγαμου βίου. Η κόρη τους (Isabelle Huppert) είναι, επίσης, μουσικός, όμως η προσωπική της ζωή θυμίζει περισσότερο την ανήσυχη φύση των καλλιτεχνών. Όταν η ασθένεια χτυπήσει την Αν, η καθημερινότητα του ζευγαριού θα δοκιμαστεί. Ο φόβος της επιβίωσης θα διαβρώσει τις συνήθειες και τις λειτουργίες τους και η στάση απέναντι στον θάνατο θα θέσει τα πράγματα σε τελείως άλλη βάση. Όμως ο Ζωρζ δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την Αν στον αγώνα της.
Γραμμένο λιτά και χωρίς αφηγηματικά τρικ στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του αλλά απόλυτα διεισδυτικά στην ανθρώπινη ψυχή, το Amour ήταν και ο μεγάλος νικητής στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών, δίνοντας στον Haneke τον δεύτερο "Χρυσό Φοίνικα" της καριέρας του μετά την "Λευκή Κορδέλα" του 2009. Με την ψυχολογική πίεση να αυξάνεται όλο και περισσότερο μέχρι να σχηματίσει ένα συναισθηματικό κλοιό, από τον οποίο δεν υπάρχει διέξοδος, η ταινία αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του Haneke, ακόμα κι αν επιλέγει να μην ασχοληθεί αυτή τη φορά με τις κοινωνικές δομές και τις αφανείς αιτίες που καθορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Ο Haneke εστιάζει στο δομικό κομμάτι της κοινωνίας, βρίσκει το πρωταγωνιστικό του ζευγάρι στην δύση της ζωής του και το βάζει σε μία διαδικασία που το δοκιμάζει τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Οι θρύλοι του γαλλικού κινηματογράφου Trintignant και Riva αποσπούν τον θαυμασμό και κουβαλούν τις εντάσεις της ταινίας στους ώμους του με παραδειγματική λεπτότητα, όπως θα άρμοζε σε δύο τόσο εξαιρετικούς ηθοποιούς. Ο πανικός στα μάτια του Ζωρζ, η στωικότητα της Αν, η αίσθηση της ευθύνης που πνίγει τον ένα σύντροφο για τον άλλο, αποτελούν τον ουσιαστικό ύμνο για την αγάπη, μακριά από τα πυροτεχνήματα του έρωτα και τις ανάλαφρες προσεγγίσεις. Μέσω της αντίθεσης με τον χαρακτήρα της Huppert, το δέσιμο και η αλληλεξάρτηση γίνεται ακόμα πιο εμφανής: ο Ζωρζ και η Αν θα παραμείνουν μαζί μέχρι το τέλος.
Μπορεί το Amour να μην είναι η πιο εύπεπτη ταινία της χρονιάς, όμως σίγουρα αποτελεί μια ευπρόσδεκτη διεύρυνση της θεματολογίας του Haneke, που όμως διέπεται από τους ίδιους θεμελιώδεις κανόνες που χαρακτηρίζουν κάθε (εξαιρετική) δουλειά του. Απαραίτητο homework για τον κάθε κινηματογραφόφιλο.
Holy Motors (4.5*/5)
Είτε εντυπωσιάσει είτε απωθήσει τον θεατή, το Holy Motors του Leos Carax αποκλείεται να τον αφήσει ανεπηρέαστο. Το τρομερό παιδί του γαλλικού σινεμά, πλέον στα 51 του και με μόλις 5 ταινίες στο ενεργητικό σχεδόν 30 χρόνων, επιστρέφει με την πιο σουρεαλιστική, φιλοσοφική, γεμάτη κινηματογραφικές αναφορές ταινία του, πάλι όπως ήταν αναμενόμενο με τον μόνιμο συνεργάτη του Denis Lavant, και μια σειρά επεισοδίων που είναι σίγουρο ότι θα κάνουν την ταινία κλασική στο πέρασμα του χρόνου. Διάβασε εδώ την κριτική μας από την ταινία, η οποία άνοιξε τον κύκλο προβολών του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ως η επίσημη ταινία έναρξης.
Frankenweenie (4*/5)
O Tim Burton έχει δεχτεί πολλές κατηγορίες τελευταία για την έλλειψη δημιουργικότητας στις ταινίες του και, από την απογοητευτική Αλίκη μέχρι το συμπαθές αλλά στείρο Dark Shadows, o ίδιος, είναι η αλήθεια, δεν έκανε και πολλά για να αντικρούσει αυτές τις κατηγορίες. Μέχρι το Frankenweenie, το οποίο έρχεται κατευθείαν από το παρελθόν της ακμής του Burton για να διηγηθεί μια ιστορία σκοτεινή αλλά γεμάτη ιδιαίτερη αγάπη, αναπτύσσοντας το ομώνυμο μικρού μήκους φιλμ του ίδιου σε full feature ταινία.
Ο νεαρός Victor δεν είναι και το πιο κοινωνικό άτομο της ηλικίας του. Περνάει τις ημέρες του σχεδιάζοντας επιστημονικά πειράματα ή γυρίζοντας ταινίες καταστροφής με πρωταγωνιστή τον Sparky, τον αγαπημένο φίλο του. Για την ακρίβεια, ο Sparky είναι ο μοναδικός φίλος του Victor, γεγονός που στεναχωρεί τους γονείς του, οι οποίοι προσπαθούν να εντάξουν τον Victor σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες. Όταν μία τέτοια απόπειρα καταλήγει στον θάνατο του Sparky, ο Victor όχι μόνο δε θα αποδεχτεί το γεγονός, αλλά θα προσπαθήσει να επαναφέρει τον Sparky στην ζωή. Και αυτό είναι μόνο η αρχή της ιστορίας.
Το Frankenweenie είναι ένας παράδοξος συνδυασμός του παλαιού με το μοντέρνο (εξάλλου αποτελεί το πρώτο ασπρόμαυρο 3D φιλμ), που καταλήγει σε ένα γράμμα αγάπης προς τον κλασικό κινηματογράφο τρόμου της universal, γεμάτο φιλμικές αναφορές (κυρίως στο τρίτο μέρος), που θα τεστάρουν τις γνώσεις ακόμα και των πιο δυνατών λυτών. Παράλληλα, είναι και μια κατάθεση ψυχής του Tim Burton, ένα δημιούργημα αγάπης με σκοτεινή καρδιά, που αγκαλιάζει όλες τις επιρροές του σκηνοθέτη. Στο Frankenweenie, όσο κι αν οι καταστάσεις σκοτεινιάζουν ή αποκτούν μακάβρια χροιά, υπάρχει πάντα μια δυνατή καρδιά που ζεσταίνει την ατμόσφαιρα, ακόμα και στις πιο παράδοξες των περιπτώσεων.
O Burton φροντίζει να βάλει στα στόματα των χαρακτήρων του σχόλια για την βιομηχανία του σήμερα, για την ουσία της μαγείας και της επιστήμης και για τον ίδιο του τον εαυτό, που καθρεφτίζεται στον ίδιο τον Victor. Αναμφισβήτητα, το Ftankenweenie είναι η πιο προσωπική ταινία του εδώ και καιρό, γεμάτη από τα όνειρα του ίδιου του σκηνοθέτη. Φυσικά και το quirky χιούμορ δεν είναι απόν, όμως αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει είναι η αίσθηση της νοσταλγίας , είτε ως προϊόν της απώλειας είτα ως αναφορά στο ίδιο σινεμά που καθόρισε το είδος κι έθεσε τις βάσεις για την πορεία του σκηνοθέτη. Το Frankenweenie λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα και αποτελεί επιστροφή στην φόρμα για τον Burton, που δεν έχασε ποτέ την ικανότητά του να μεγαλουργεί, απλά ξέφυγε από τις προσωπικές του ανησυχίες. Η επιστροφή του σε αυτές είναι, σαφώς, καλοδεχούμενη.
Αν... (3*/5)
Ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι η πορεία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη θα κατέληγε στον κινηματογράφο. Ως αγαπημένο παιδί της ελληνικής τηλεόρασης (με πορεία που καλύπτει ήδη είκοσι χρόνια) και αποδέκτης τόσο της υποστήριξης του κοινού όσο και της συνήθους απόρριψης των κριτικών, ο Παπακαλιάτης παρουσιάζει με το «Αν…» την πρώτη του κινηματογραφική δουλειά, φιλοδοξώντας να ενώσει την αγάπη του για τον κλασικό ελληνικό κινηματογράφο με την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Το «Αν…» ίσως φανεί πιο οικείο στο κοινό που έχει στηρίξει στην τηλεοπτική του πορεία τόσα χρόνια τον ηθοποιό/σκηνοθέτη/σεναριογράφο/μοντέρ/μουσικό επιμελητή/μπούμαν, όμως το ευτυχές είναι ότι, ανεξάρτητα από αυτό, το "Αν..." αποδεικνύεται δείγμα κινηματογράφου που έχει πλήρη επίγνωση του τι είναι και που δεν κοροϊδεύει το κοινό ούτε την νοημοσύνη του. Ναι, σαφώς και έχει τα ελαττώματά του, όμως, το «Αν…» παραμένει σε όλη τη διάρκειά του απενοχοποιημένα διασκεδαστικό και με εμφανείς καλλιτεχνικές ανησυχίες, ίσως κάποιες φορές αγκομαχώντας κάτω από το βάρος των φιλοδοξιών του, αλλά στο σύνολο του απόλυτα συνεπές με τον σκοπό που έχει θέσει ως ταινία: να μιλήσει δηλαδή για το σήμερα, συνδυάζοντας τους σύγχρονους αφηγηματικούς τρόπους με το ελληνικό κινηματογραφικό παρελθόν. Η πλήρης κριτική της ταινίας βρίσκεται εδώ.
Skyfall (4*/5)
Θυμάστε που πριν κάποια χρόνια, όλοι γκρίνιαζαν για το πόσο κακός Bond είναι ο Daniel Craig. Όχι; Ε, ακριβώς αυτό. Μέσα σε τρεις ταινίες, ο Craig κατάφερε να υπερνικήσει όλες τις αρχικές ενστάσεις υπήρχαν για την επιλογή του και να δημιουργήσει έναν Bond μοντέρνο, αληθινό, που σέβεται το παρελθόν της μοθολογίας, αλλά παράλληλα δεν δεσμεύεται από αυτή. Ειδικά στο Skyfall, ο Bond είναι πιο ευάλωτος από ποτέ, η υπηρεσία δεν είναι το απόρθητο φρούριο του παρελθόντος και η M, βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο. Α, και ο Bond πεθαίνει. Στην αρχή! Μετά βέβαια επιστρέφει, αλλά οκ, καταλαβαίνεις ότι τα πάντα έχουν αλλάξει.
Ο Sam Mendes είναι ο ενορχηστρωτής του Skyfall και ήδη από την αρχή γίνεται εμφανής η προσπάθεια δημιουργίας όχι μιας ακόμα ταινίας Bond, αλλά μιας αυτόνομης ταινίας που απλά προέρχεται από ένα παντοδύναμο franchise. Σε αυτό, η υπηρεσία βρίσκεται υπό επίθεση από έναν δικό της, που γνωρίζει τα μυστικά της, έχει προσωπική έχθρα με την Μ (Judi Dench) και δεν διστάζει να το επιδείξει με κάθε δυνατή αφορμή. Παράλληλα, η Μ βρίσκεται υπό έλεγχο από τους ανωτέρους της (κυρίως τον Ralph Fiennes) για τις πράξεις της και το όλο τμήμα βρίσκεται στα όρια του κλεισίματος. Θεωρείς ότι όλα μπορούν να διορθωθούν γιατί είναι μία ακόμη Bond ταινία; Ξεκίνα να αμφιβάλεις, λοιπόν.
Ο κίνδυνος δεν ήταν ποτέ πιο άμεσος σε ταινία Bond. Ναι μεν ο Mendes έχει και πάλι στην διάθεσή του καυτές, επικίνδυνες γυναίκες να παγιδεύουν τον Bond, ναι, μεν έχει δημιουργήσει έναν ακόμη υπερβολικό κακό στον χαρακτήρα του Javier Bardem (κομπλέ με την ξανθή περούκα υπερπαραγωγή) όμως αυτή τη φορά ο ήρωας έχει ευθύνη και παρελθόν και πρέπει να αναλάβει υψηλά ρίσκα που μπορεί να του κοστίσουν το μέλλον. Οι σκηνές δράσεις είναι εντυπωσιακές αλλά όχι όπως τα μη ρεαλιστικά σκηνικά του παρελθόντος, τα gadgets περιορίζονται σε πιστόλια που αναγνωρίζουν τα δαχτυλικά αποτυπώματα του κατόχου, και οι femmes fatales δεν είναι τα ηλίθια υποχείρια που έχουμε συνηθίσει. Με άλλα λόγια, η ισορροπία ανάμεσα στην υπερβολή και τον ρεαλισμό είναι απόλυτα επιτυχημένη.
Είναι η καλύτερη ταινία Bond, όπως συχνά αναφέρεται; Αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα καθώς κάθε ταινία της σειράς ανταποκρινόταν στην εποχή και τις προσταγές της. Έχοντας λοιπόν αυτό υπόψη, μπορούμε να πούμε ότι σίγουρα είναι ο πιο απολαυστικός, σύγχρονος Bond που θα μπορούσαμε να έχουμε. Και αλήθεια, είναι μόλις η τρίτη ταινία του Craig ως Bond; Όχι, μπράβο.
The Hunt (Jagten) (3.5*/5)
Φορτωμένο με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας από το Φεστιβάλ των Καννών για τον Mads Mikkelsen, το The Hunt τράβηξε περισσότερο την προσοχή για το πλήθος των συζητήσεων που προκάλεσε, σχετικά με το αν πρόκειται όντας για ένα δυνατό δράμα ή μια υπερβολική, άνευ στοιχειοθέτησης ταινία, που στόχο έχει μόνο να προκαλέσει μόνο την οργή του θεατή. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση ενός μικρού κοριτσιού, ύστερα από την ομολογία (ή το ψέμα) της ίδιας και αυτό τοποθετεί απέναντί του ολόκληρη την τοπική κοινωνία, η οποία αδιαφορεί για την ανακάλυψη της αλήθειας, αλλά προτιμά να τον στοχοποιήσει χωρίς να καν να ακούσει την δική του άποψη. Αυτό δημιουργεί όντως μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με το αν το στίγμα της υποψίας είναι πιο δυνατό από την ίδια την καταδίκη και ουσιαστικά αποτελεί τον πυρήνα της ταινίας, μακριά από την διαμάχη για το αν η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας είναι επαρκής ή όχι.
Ο Thomas Vinterberg αποφεύγει να πάρει θέση σε όλη τη διάρκεια της ταινίας (ακόμα και μέχρι το ανοιχτό φινάλε) αφήνοντας το ερώτημα στον θεατή. Το άδικο που βασανίζει τον ήρωα γίνεται όλο και πιο βαρύ, φέρνοντας όντως εκνευρισμό και μερικές κραυγές τύπου "είναι τρελοί;" στο στόμα. Παρόλα αυτά, παρά την ακραία αντιμετώπιση, ο Vinterberg αποφεύγει το ακραίο δράμα, αποτυπώνοντας αποστειρωμένα τις αντιδράσεις, παραλείποντας και ολόκληρες σκηνές (όπως την ακρόαση του πρωταγωνιστή) επικεντρώνοντας την ιστορία στην τοπική κοινωνία και τα πηγαδάκια της. Την ιστορία την μαθαίνουμε ελλιπή, όπως και ο ίδιος ο Lucas του Mikkelsen, όμως όλες τις συνέπειες στην καθημερινότητά του τις ανακαλύπτουμε μαζί του, σαν μάρτυρες στην κοινωνική καταδίκη του.
Ο Vinterberg φαίνεται να έχει διατηρήσει τα νατουραλιστικά στοιχεία του Δόγματος 95 στο οποίο πρωτοστάτησε, έχοντάς τα πλέον προσαρμόσει σε μια πιο βατή κινηματογραφική γλώσσα, που έχει διατηρήσει όμως την δύναμή της. Το "Κυνήγι" είναι ψυχολογικά βίαιο και επιθετικό στα συναισθήματα του θεατή. Το ερώτημα στην τελική είναι αν η ταινία καταφέρνει να προκαλέσει την συμμετοχή του κοινού και σίγουρα κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει το "Κυνήγι" για αδιάφορη αποτύπωση των γεγονότων.
Barbara (4*/5)
Βρισκόμαστε στην Ανατολική Γερμανία της δεκαετίας του 1980 και η Barbara είναι μια γιατρός που μόλις βρέθηκε εξορισμένη σε ένα επαρχιακό μικρό νοσοκομείο. Ο λόγος για αυτή την δυσμενή μετάθεση είναι η αίτηση εισόδου στην Δυτική Γερμανία, αίτηση που όχι μόνο δεν έγινε δεκτή αλλά τράβηξε και την προσοχή των αρχών που έβαλαν την Barbara σε επιτήρηση, κάνοντας συχνές (όχι και τόσο φιλικές) επισκέψεις στην κατοικία της. Η ίδια μαζεύει χρήματα ώστε να κανονιστεί η μυστική διαφυγή της από την χώρα, ώστε να συναντήσει τον εραστή της στην Δυτική Γερμανία. Η ζωή στο χωριό δεν είναι εύκολη και η τοπική κοινωνία αποφεύγει να συναναστραφεί με την Barbara, εκτός από τον συνάδελφό της τον Αντρέ, που κρύβει και ο ίδιος το δικό του ένοχο παρελθόν.
Μυρίζοντας "Γερμανία" σε κάθε του πλάνο, το Barbara του Christian Petzold αποτελεί δείγμα του καλού σύγχρονου γερμανικού κινηματογράφου που αποφεύγει τις άσκοπες ενοχικές ματιές στο παρελθόν και αρκείται σε μια αποστειρωμένη σκιαγράφηση που αναγνωρίζει τα γεγονότα. Με λιτή αφήγηση και ρυθμό που βυθίζει τον θεατή στην καθημερινότητα της ηρωίδας, το Barbara στηρίζεται στην ερμηνεία της Nina Hoss, που διατηρεί αυστηρό προσωπείο στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, αφήνοντας φευγαλέα να αποκαλυφθεί η ανθρωπιά του χαρακτήρα της, αποφεύγοντας ωστόσο να θυματοποιήσει τον χαρακτήρα. Η ματιά του Petzold διατηρεί την απόστασή της, παρατηρεί αμέτοχος τα γεγονότα και αφήνει το παρελθόν σαφές αλλά χωρίς λεπτομέρειες, ώστε οι μόνες ενδείξεις της συνέπειας των περασμένων πράξεων να φανούν από την κοινωνική αντιμετώπιση. Η τακτική λειτουργεί ιδιαίτερα υποβλητικά, ακόμα κι αν αρχικά η ελλειπτικότητα της αφήγησης μπορεί να δυσκολέψει την παρακολούθηση, ιδίως των μη εξοικειωμένων με την πρόσφατη ιστορία της Γερμανίας. Παρόλα αυτά, η Barbara αποτελεί μια άκρως ολοκληρωμένη κινηματογραφική εμπειρία, που υπογραμμίζεται εξαιρετικά με το απλό αλλά αποτελεσματικό φινάλε.
J.A.C.E. (2.5*/5)
13 χρόνια μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο του με το Black Out (ps. Red Out), ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης επιστρέφει με ένα ακόμη υπερ-φιλόδοξο project, που καλύπτει την ιστορία του J.A.C.E., ενός παιδιού που βλέπει την οικογένειά του να σφαγιάζεται μπροστά στα μάτια του από συμμορίτες και αναγκάζεται να περάσει ολόκληρη την υπόλοιπή τού ζωή κάνοντας αγώνα δρόμου για να ξεφύγει από αυτούς. Στην εν λόγω fast-forward ζωή χωράνε τσίρκο, πλούσιοι ανάδοχοι, ελέφαντες, drag shows, προαγωγοί, πόρνες, τραβεστί, σεξ, εκρήξεις, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, ο έρωτας και ο νεροχύτης της κουζίνας. (περισσότερα για την ταινία εδώ, στην κριτική μας από το περσινό 52ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου έγινε η ελληνική πρεμιέρα της)
Η επιστροφή του πολλά υποσχόμενου Martin McDonagh (In Bruges) συνοδεύεται από ένα καστ μεγατόνων, όμως ξεχωρίζει εκεί που φάνηκε εξαρχής ότι είναι και το δυνατότερο χαρτί του δημιουργού: το σενάριο. Ουσιαστικά, η ίδια η ταινία είναι μια άσκηση φόρμας πάνω στη συγγραφή ενός σεναρίου, μπλέκοντας τα γεγονότα της ταινίας με scripted-εντός-του-scripted σκηνές και θολώνοντας κατά κάποιο τρόπο τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και fiction. Ούτε ένας, ούτε δύο αλλά επτά ψυχοπαθείς (για τα προσχήματα, γιατί αν είμαστε ακριβείς, τότε είναι πολύ περισσότεροι) διασταυρώνουν τις πορείες τους στη διάρκεια του Seven Psychopaths και το αποτέλεσμα είναι ένα υβρίδιο μαύρης κωμωδίας και τελικά μελέτης του ίδιου του σινεμά (ιδέα, που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά τελευταία).
Ο Marty (Colin Farrell, η συνωνυμία του χαρακτήρα με τον McDonagh δεν είναι φυσικά τυχαία) προσπαθεί να γράψει το τελευταίο του σενάριο. Την ιδέα την έχει βρει όμως πάσχει από έλλειψη ενδιαφέροντων "ψυχοπαθών" για να την στελεχώσει. Ο φίλος του ο Billy (Sam Rockwell) προσφέρεται να βοηθήσει, όμως, όπως είναι αναμενόμενο, το "ναι" του Marty μάλλον δεν ήταν η σωστή απάντηση. Christopher Walken, Woody Harrelson και Olga Kurylenko (σε μια αδικαιολόγητα μικρή σκηνή) συμπληρώνουν το καστ των ψυχοπαθών, ως δόλωμα για την προτίμηση του κοινού.
Το όλο εγχείρημα παραμένει για το πρώτο μισό παιχνιδιάρικο και ενδιαφέρον όμως στο δεύτερο μέρος, ο McDonagh αρκείται στο gimmick της αφήγησης, με τους χαρακτήρες να έχουν γίνει και οι ίδιες καρικατούρες. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι "Επτά Ψυχοπαθείς" αποτελούν ένα καλοδεχούμενο μείγμα genres που δίνουν την ευκαιρία σε ικανούς ηθοποιούς να ερμηνεύσουν "υπερβολικούς" χαρακτήρες, που όμως κατά κάποιο τρόπο ακροβατούν στην σφαίρα της πραγματικότητας. Καλύτερος εκφραστής αυτού, αναμενόμενα, είναι ο Christopher Walken.
Savages (1.5*/5)
O Oliver Stone συνεχίζει την απογοητευτική του πορεία και αρχίζει πλέον να αγγίζει τα όρια του camp. Γεγονός που δε θα ήταν κακό αν γινόταν εσκεμμένα. Εδώ όμως ο Stone θεωρητικά προσπαθεί να παρουσιάσει ένα θρίλερ (με κάποια χιουμοριστικά στοιχεία, δεκτό) σχετικά με ένα ιδιότυπο ερωτευμένο ...τρίο, που αποφασίζει να τα βάλει με το καρτέλ διακίνησης ναρκωτικών μεταξύ Μεξικό και Αμερικής. Η κατάσταση σαφώς και στραβώνει όταν οι επίδοξοι απατεώνες (Aaron Taylor-Johnson και Taylor Kitsch) αρχίζουν να δέχονται την πίεση των μεγαλοκαρχαριών και η τρίτη του ...ζεύγους (η πάντα white trash γκόμενα Blake Lively) αρπάζεται ως όμηρος μέχρι την "λύση του μπερδέματος". Στο παιχνίδι μπλέκεται η αρχι-νονά του καρτέλ Salma Hayek (που έχει κάνει μπότοξ την καρδιά της) και ένας διεφθαρμένος αστυνομικός της περιοχής που μοιάζει εντυπωσιακά στον John Travolta. Η όποια αίσθηση αγωνίας ή περιπέτειας που προσπαθεί να δημιουργήσει ο Stone γκρεμίζεται από τις τραγελαφικές ερμηνείες, την δήθεν ειρωνική προσέγγιση που απλά φθηναίνει το θέαμα και τις υπερβολικές φιλοδοξίες που καταρρέουν στην έρημο του Τέξας κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο. Ιδίως δε, το ίδιο το φινάλε αποτελεί το τελειωτικό χτύπημα. Ωραία η φράντζα της Hayek, όμως.
Killing Them Softly (2*/5)
Γενικά, είμαι πολύ υπέρ της άποψης ότι αν μία ταινία έχει στυλ, δεν είναι απαραίτητο να έχει και τόση πολλή ουσία. Βέβαια, ο Godard είχε πει ότι "το στυλ είναι είναι το περιτύλιγμα του περιεχομένου, το περιεχόμενο το εσωτερικό του στυλ και τα δύο δεν μπορούν να υπάρχουν αυτόνομα" και ποιος είμαι εγώ για να αμφισβητήσω τον Godard. Όμως το στυλ του νέου έργου του Andrew Dominik, δυστυχώς, δεν είχε επαρκές περιεχόμενο για να δικαιολογήσει το ομολογουμένως υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα.
Το Killing Them Softly βρίσκει ένα ζεύγος μικροαπατεώνων να προσπαθούν να δημιουργήσουν την τέλεια κομπίνα, ρίχνοντας την κατηγορία σε κάποιον άλλο, μέχρι το σχέδιο να πάει ΦΥΣΙΚΑ στραβά. Ο Dominik αρέσκεται στην μη συνηθισμένη αφήγηση, μεταθέτωντας το κέντρο βάρους από χαρακτήρα σε χαρακτήρα, και αποφεύγοντας να ακολουθήσει μια γραμμική οδό ολοκλήρωσης της ιστορίας. Οι σκηνές βίας του εμβολίζονται με χιουμοριστικές πινελιές μέχρι η ξαφνική έκρηξη της βίας να πασαλείψει και πάλι με αίμα την οθόνη. Ανάμεσα στο σύνολο, ο Brad Pitt συνδυάζει το γραφικό με το συγκρατημένο κερδίζοντας τις εντυπώσεις, όμως, το υπόλοιπο συνεργείο φαίνεται αμήχανο ανάμεσα στην διπολική προσέγγιση του Dominik. Ακόμα και ο ίδιος ο σκηνοθέτης αδυνατεί να δημιουργήσει μια αίσθηση ενιαίου συνόλου, αφήνοντας απλά τον χρόνο να αναλωθεί σε αυτόνομα gags μιας χαλαρής αφήγησης. Παρά την έμφαση στην λεπτομέρεια και την ικανότητα δημιουργίας πανέμορφων πλάνων, η ταινία τελειώνει δίχως να καταφέρει να βρει την καρδιά της, λίγο πολύ σαν το αποτυχημένο πλάνο των πρωταγωνιστών της.
Το Killing Them Softly βρίσκει ένα ζεύγος μικροαπατεώνων να προσπαθούν να δημιουργήσουν την τέλεια κομπίνα, ρίχνοντας την κατηγορία σε κάποιον άλλο, μέχρι το σχέδιο να πάει ΦΥΣΙΚΑ στραβά. Ο Dominik αρέσκεται στην μη συνηθισμένη αφήγηση, μεταθέτωντας το κέντρο βάρους από χαρακτήρα σε χαρακτήρα, και αποφεύγοντας να ακολουθήσει μια γραμμική οδό ολοκλήρωσης της ιστορίας. Οι σκηνές βίας του εμβολίζονται με χιουμοριστικές πινελιές μέχρι η ξαφνική έκρηξη της βίας να πασαλείψει και πάλι με αίμα την οθόνη. Ανάμεσα στο σύνολο, ο Brad Pitt συνδυάζει το γραφικό με το συγκρατημένο κερδίζοντας τις εντυπώσεις, όμως, το υπόλοιπο συνεργείο φαίνεται αμήχανο ανάμεσα στην διπολική προσέγγιση του Dominik. Ακόμα και ο ίδιος ο σκηνοθέτης αδυνατεί να δημιουργήσει μια αίσθηση ενιαίου συνόλου, αφήνοντας απλά τον χρόνο να αναλωθεί σε αυτόνομα gags μιας χαλαρής αφήγησης. Παρά την έμφαση στην λεπτομέρεια και την ικανότητα δημιουργίας πανέμορφων πλάνων, η ταινία τελειώνει δίχως να καταφέρει να βρει την καρδιά της, λίγο πολύ σαν το αποτυχημένο πλάνο των πρωταγωνιστών της.
Lawless (3*/5)
Καταρχήν, αδυνατώ να δεχτώ τον Shia LaBeouf ως καλλιτεχνική μορφή. Δεν μπορώ να χωνέψω την ποντικόφατσά του, ούτε το κλαμμένο ύφος του. Γενικώς, δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο θα πρέπει να ανεχτούμε την παρουσία του στα διεθνή φεστιβάλ. Παρόλα αυτά, το Lawless τον έχει headliner ενός cast που περιλαμβάνει τον Tom Hardy, τον Gary Oldman, τον Guy Pearce και το Τζεσικάκι Chastain, γυρίζοντας τον χρόνο στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης, τότε που άνθιζε στην Αμερική η παράνομη διακίνηση αλκοόλ. Όταν οι αδερφοί Bondurant αρνούνται να τεθούν υπό τον έλεγχο των αρχιμαφιόζων, οι ζωές τους αλλά και όσων αγαπάνε, μπαίνει στο στόχαστρο επικίνδυνων ανθρώπων, και ίσως να μην καταφέρουν να επιβιώσουν όλοι. Ευτυχώς, ο LaBeouf τρώει αρκετό ξύλο.
Ο John Hillcoat, αφήνει το δυστοπικό μέλλον του The Road κι εμπιστεύεται το σενάριο του Nic Cave για να πει μια ιστορία που αντλεί την θεματολογία του από το αμερικανικό παρελθόν. Χωρίς να εντυπωσιάζει, σκηνοθετεί επαρκώς και μεταδίδοντας την απαραίτητη ένταση όπου χρειάζεται. Το στιβαρό cast (καλά, και ο LeBouf) ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ρόλου, χωρίς όμως να έχει δυνατότητες, λόγω της ιστορίας, για πολλούς εντυπωσιασμούς. Κατ' εξαίρεση, ο Tom Hardy φαντάζει επιβλητικός στην οθόνη, συνεχίζοντας μετά τον ρόλο του Bane να γεμίζει την οθόνη με τον όγκο του, ενώ η Chastain, στον μικρό ρόλο που της αναλογεί, καταφέρνει να υπονοήσει περισσότερα με το σώμα και το βλέμμα της από όσα αποκαλύπτει με τα λόγια ο χαρακτήρας της.
Ο John Hillcoat, αφήνει το δυστοπικό μέλλον του The Road κι εμπιστεύεται το σενάριο του Nic Cave για να πει μια ιστορία που αντλεί την θεματολογία του από το αμερικανικό παρελθόν. Χωρίς να εντυπωσιάζει, σκηνοθετεί επαρκώς και μεταδίδοντας την απαραίτητη ένταση όπου χρειάζεται. Το στιβαρό cast (καλά, και ο LeBouf) ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ρόλου, χωρίς όμως να έχει δυνατότητες, λόγω της ιστορίας, για πολλούς εντυπωσιασμούς. Κατ' εξαίρεση, ο Tom Hardy φαντάζει επιβλητικός στην οθόνη, συνεχίζοντας μετά τον ρόλο του Bane να γεμίζει την οθόνη με τον όγκο του, ενώ η Chastain, στον μικρό ρόλο που της αναλογεί, καταφέρνει να υπονοήσει περισσότερα με το σώμα και το βλέμμα της από όσα αποκαλύπτει με τα λόγια ο χαρακτήρας της.
Η Merida είναι μια ατίθαση κοπέλα που το μόνο που έχει στο μυαλό της είναι η δράση και η ανέμελη περιπετειώδης καθημερινότητα. Αυτό, όπως είναι φυσικό, εξοργίζει την μητέρα της, που επιθυμεί την κόρη της πιο θηλυκή και λεπτεπίλεπτη, ιδίως τώρα που την ετοιμάζει για παντρειά. Υπάρχει, όμως, και μία επιπλέον λεπτομέρεια που κάνει ακόμα πιο επιτακτική αυτή την επιθυμία. Η Merida είναι η κόρη του βασιλιά. Όσο, λοιπόν, οι γιοι των υπολοίπων βασιλείων στήνονται στην σειρά για την επιλογή του καλύτερου γαμπρού, η απερισκεψία της Merida ρίχνει ένα επικίνδυνο ξόρκι πάνω στην οικογένειά της, γεγονός που θα την αναγκάσει να ξεκινήσει ένα ιδιότυπο ταξίδι επαν-ανακάλυψης των οικογενειακών δεσμών της (κυρίως) με την μητέρα της.
Τοποθετημένη σε μία ασαφή, αλλά μυθική, χρονική περίοδο και με το επιθετικό σκηνικό της Σκωτίας να πλαισιώνει την δράση, η ιστορία της Merida είναι γεμάτη θρύλους, ξόρκια και άγρια θηρία (οκ, αρκούδες), προσπαθώντας να παρουσιάσει μία λιγότερο κοριτσίστικη εκδοχή μιας Disney πριγκίπισσας. Δυστυχώς, όμως, όλη η επανάσταση στο ύφος παραμένει στην επιφάνεια, καθώς στην ουσία του, το brave προδίδει μια συμβατική ιστορία γεμάτη ηθικές διδαχές, που ανεβάζει τους τόνους στις σκηνές δράσης αλλά πάντα φροντίζει να παραμένει φιλική προς τα παιδιά, περισσότερο από όσο στο παρελθόν. Το τεχνικό επίπεδο είναι σαφώς υψηλό και ο παράγοντας "διασκέδαση" εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ατού της ταινίας, όμως η άτσαλη δομή και η προφανής μετάδοση των «μηνυμάτων» αποξενώνει το ενήλικο κοινό. Από ότι φαίνεται, η ταραχώδης παραγωγή και οι εναλλαγές σκηνοθέτη αφαίρεσαν από την ταινία οποιαδήποτε «αιχμή», μετατρέποντάς την σε μία από τις πιο συμβατικές ταινίες της Disney των τελευταίων χρόνων.
Superclásico (3*/5)
Ο Κρίστιαν είναι στα πρόθυρα της υπογραφής του διαζυγίου του. Η γυναίκα του, ατζέντης ποδοσφαιριστών, έχει φύγει στην Αργεντινή, έχει δεσμό με τον σταρ μπαλαδόρο της χώρας και καίγεται να υπογραφεί το διαζύγιο ώστε να μπορέσει να τον... παντρευτεί. Η μόνη του ελπίδα να την ξανακερδίσει είναι να πάει στο Μπουένος Άιρες με τον γιο του με σκοπό να την ξανακερδίσει και να την επιστρέψει στο σπίτι τους στην Δανία. Αλλά υπολογίζει χωρίς τον ξενοδόχο. Περισσότερα για την ταινία εδώ, στην κριτική μας από το περσινό 52ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου έγινε η ελληνική της πρεμιέρα.
Δες και τα υπόλοιπα μαζικά ριβιουπόστ της χρονιάς (για όσες ταινίες δεν έλαβαν ξεχωριστή μεταχείριση)
Πρεμιέρα-ριβιουπόστ για το 2012 .
Ριβιουπόστ #2/2012: Τα Muppets, Η Γυναίκα με τα Μαύρα και Οι απόγονοι στα Ανεμοδαρμένα Ύψη (και όχι μόνο)
Ριβιουπόστ #3/2012: Ποιος είναι αυτός ο αψηλός ο John Carter και 9 επιπλέον ταινίες πρόσφατης κοπής .
Ριβιουπόστ #4/2012: Το Μικρό Σπίτι στο Δάσος και οι επανεκδόσεις (Ναι, ένα ακόμη ποστ λατρείας για το Cabin In the Woods).
Ριβιουπόστ #5/2012: Dark Shadows and stuff.
Ριβιουπόστ #6/2012: The Amazing Spider-man & Friends
Ριβιουπόστ #7/2012: Ο Killer Joe, ο Καίσαρας, ο ParaNorman και άλλες death oriented καταστάσεις.Ριβιουπόστ #2/2012: Τα Muppets, Η Γυναίκα με τα Μαύρα και Οι απόγονοι στα Ανεμοδαρμένα Ύψη (και όχι μόνο)
Ριβιουπόστ #3/2012: Ποιος είναι αυτός ο αψηλός ο John Carter και 9 επιπλέον ταινίες πρόσφατης κοπής .
Ριβιουπόστ #4/2012: Το Μικρό Σπίτι στο Δάσος και οι επανεκδόσεις (Ναι, ένα ακόμη ποστ λατρείας για το Cabin In the Woods).
Ριβιουπόστ #5/2012: Dark Shadows and stuff.
Ριβιουπόστ #6/2012: The Amazing Spider-man & Friends
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου