Ύστερα από νομικές περιπέτειες, προβλήματα υγείας και ανταλλαγές μεταξύ στούντιο, το πολύπαθο Hobbit του Peter Jackson, καταφέρνει να φτάσει επιτέλους στη μεγάλη οθόνη, κουβαλώντας μαζί του τις αναμνήσεις της επιτυχίας μιας ολόκληρης τριλογίας και τις προσδοκίες ενός απαιτητικού και διψασμένου για ανάλογη συνέχεια κοινού. Σύσσωμο το συνεργείο του "Άρχοντα των Δαχτυλιδιών" επιστρέφει στην Μέση Γη για το παρελθόν της πρωτότυπης ιστορίας, με πιο ανάλαφρη, αλλά ακόμα επική, διάθεση και μία αναβαθμισμένη τρισδιάστατη τεχνολογία που υπόσχεται να κάνει την προβολή πρωτόγνωρα άμεση λόγω της καθαρότητας της εικόνας (τεχνική που στο εξωτερικό συζητήθηκε εκτενώς και προκάλεσε αντιφατικά σχόλια). Άξιζε, λοιπόν, η όλη προσμονή;
Στην ταινία, 60 χρόνια πριν τα γεγονότα του "Άρχοντα", ο Μπίλμπο Μπάγκινς βλέπει την καθημερινή του ηρεμία να καταστρέφεται όταν δεκατρείς νάνοι κι ένας μάγος εισβάλλουν απροειδοποίητα στο σπιτικό του. Λίγες ώρες μετά, θα έχει ξεκινήσει ήδη μαζί τους ένα περιπετειώδες ταξίδι, από το οποίο δεν υπάρχει εγγυημένος γυρισμός. Με την βοήθεια του Γκάνταλφ του Γκρίζου, οι νάνοι θα επιχειρήσουν να επιστρέψουν στο άλλοτε δοξασμένο τους βασίλειο και να επανακτήσουν κομμάτι της αίγλης και... του θησαυρού τους.
Ο Jackson διασκευάζει με άνεση το λογοτεχνικό Hobbit επιλέγοντας να επεκτείνει την (όχι και τόσο περίπλοκη) ιστορία σε τρεις ταινίες, εμπλουτίζοντας την υπόθεση με στοιχεία από τα παραρτήματα του Τόλκιν, δίνοντας την ευκαιρία σε χαρακτήρες που αγαπήθηκαν στον "Άρχοντα" αλλά δεν είχαν θέση στο βιβλίο να επιστρέψουν στην μυθολογία της ταινίας. Η Galadriel της Kate Blanchett, ο Saruman του Christoffer Lee, ο Frodo του Elijah Wood έχουν μικρές εμφανίσεις στο φιλμ, που είναι σίγουρα καλοδεχούμενες και δημιουργούν μια γλυκιά νοσταλγία για την προγενέστερη δουλειά του Jackson. Βέβαια, ακόμη δεν είναι σίγουρο αν υπάρχει όντως αρκετό υλικό για να γεμίσει μία ολόκληρη νέα τριλογία και, από ότι φαίνεται, η πρώτη ταινία δίνει ήδη αρκετές λαβές στους επικριτές της.
Η ταινία στο πρώτο της μισό αργεί να βρει ρυθμό, εγκλωβίζεται από εισαγωγική σε εισαγωγική σκηνή και όσο κι αν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την ομορφιά των εικόνων, δεν παύει να κουράζει σε σημεία και να κάνει εμφανή τη μεγάλη της διάρκεια. Παρόλα αυτά, όσο προχωράει προς την κορύφωσή της και οι άβολες εισαγωγές χαρακτήρων αρχίζουν να βγαίνουν από την μέση, ο ρυθμός αυξάνεται, η ταινία γίνεται διασκεδαστική και ο θεατής αρχίζει πραγματικά να νοιάζεται για τους χαρακτήρες. Μια έντονη διαφορά με τις προηγούμενες ταινίες είναι ότι στο Hobbit είναι πολύ έντονο το στοιχείο του χιούμορ. Δυστυχώς, αυτό δεν γίνεται πάντα επιτυχημένα, κάποιες στιγμές φαντάζει χοντροκομμένο ή ενσωματωμένο με το ζόρι και η μετάβαση από το σοβαρό στο πιο ανάλαφρο δεν γίνεται πάντα με τον πιο ομαλό τρόπο. Ο Jackson φαίνεται να νιώθει άνετος στις σκηνές των μαχών και σε όσες περιπτώσεις η επικότητα της κατάστασης αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως, στις πιο ήπιες και καθημερινές σκηνές βγάζει μια ψυχρή αμηχανία, που αντισταθμίζεται μόνο εν μέρει με την οικειότητα που έχει ήδη αποκτήσει το κοινό με το σύμπαν της ταινίας από τον "Άρχοντα".
Το πολυσυζητημένο 3D σε 48 καρέ το δευτερόλεπτο (σε αντίθεση με το παραδοσιακό 24άρι) είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί άμεσα σε κάτι θετικό ή αρνητικό. Από την μια, η εικόνα χαρακτηρίζεται από μία εντυπωσιακή διαύγεια, χωρίς το παραμικρό ίχνος θολότητας. Ακόμα και στις γρήγορες εναλλαγές των σκηνών, οι κινήσεις παραμένουν ξεκάθαρες, χωρίς να προκαλούν πονοκέφαλο στο κοινό. Από την άλλη, η υφή της εικόνας όντως δε θυμίζει παραδοσιακή φωτογραφία ταινίας, αλλά είναι πιο κοντά στην εικόνα που παρουσιάζει ένα ντοκιμαντέρ (όπως αυτά του BBC, μαζί με τις σκηνές αναπαραστάσεων). Όταν η οθόνη γεμίζει και οι διαστάσεις της μάχης γίνονται επικές, αυτή η αίσθηση ελαττώνεται. Όσο όμως η δράση περιορίζεται, η νέα φωτογραφία δημιουργεί μια παράξενη αίσθηση στο μάτι που θα χρειαστεί αρκετός χρόνος να συνηθιστεί.
Στην τελική, όλο αυτό το κατεβατό δεν πρόκειται καν να διαβαστεί από κάποιον που έχει ήδη σκοπό να δει το Hobbit, και αυτό είναι κάτι το οποίο ο ίδιος ο Jackson έχει κατακτήσει από την επιτυχία της προηγούμενης τριλογίας του. Και εκείνος ο θεατής δεν πρόκειται να βγει απογοητευμένος, ίσα ίσα, κατά πάσα πιθανότητα θα εκτιμήσει και την προσπάθεια διεύρυνσης του σύμπαντος. Για το υπόλοιπο κοινό (αν υπάρχει υπόλοιπο κοινό, δηλαδή), το Hobbit παραμένει μια ανάλαφρη περιπέτεια, που όμως δεσμεύεται από την υπερβολική του διάρκεια και ουσιαστικά καταστρέφει τις μικρές crossover δυνατότητες που ήδη είχε. Ενδεχομένως, οι υπόλοιπες ταινίες, απαλλαγμένες από την ανάγκη εισαγωγικών σκηνών να παρουσιάζουν μια πιο ομοιογενή και αμιγώς απολαυστική εικόνα, όμως, προς το παρόν, το "Απρόβλεπτο Ταξίδι" παραμένει υποσχόμενο, χωρίς όμως ακόμα να έχει κατακτήσει τον στόχο του, λίγο πολύ όπως και το ταξίδι των ίδιων των Νάνων προς τον προορισμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου