Ρίχνοντας αυλαία χθες και στο Θεσσαλονικιώτικo κομμάτι του, το 13ο φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου ολοκληρώθηκε με 15 ταινίες από την, κυρίως πρόσφατη, γαλλική παραγωγή να ανηφορίζουν βόρεια στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας» του Ολύμπιον. Αν και χαρακτηρίστηκε από την έλλειψη ιδιαίτερα δυνατών τίτλων, κατάφερε να προσφέρει κάποιες μικρές εκπλήξεις αλλά και να παρουσιάσει ενδεικτικά τα σημαντικότερα τμήματα της φετινής διοργάνωσης, προσφέροντας παράλληλα την μοναδική ευκαιρία της παρακολούθησης του σπάνιου Dans La Nuit του 1929 στην μεγάλη οθόνη. Αναλυτικά οι εντυπώσεις από τις προβολές του 13ου φεστιβάλ γαλλόφωνου, μετά το άλμα.
Μια καλύτερη ζωή (Une vie meilleure, 2011) (3*/5)
O Yann (Guillaume Canet) και η Nadia (Leïla Bekhti) συναντώνται, ερωτεύονται και αποφασίζουν να ξεκινήσουν μια καινούρια κοινή ζωή πολύ γρήγορα. Οι δυο τους, μαζί με τον μικρό Slimane, τον γιο της Nadia, αποφασίζουν με ενθουσιασμό να αγοράσουν ένα χώρο με σκοπό να τον μετατρέψουν σε εστιατόριο, όμως οι κακές εκτιμήσεις και η αυθαίρετη αισιοδοξία τούς οδηγεί σε οικονομικό αδιέξοδο. Αυτό ωθεί την Nadia να φύγει για δουλειά στον Καναδά, αφήνοντας τον Slimane στον Yann, με στόχο να φέρει τον γιο της κοντά της μόλις μαζέψει ικανά χρήματα ώστε να του πληρώσει τα έξοδα μετάβασης. Οι μέρες, βδομάδες, μήνες όμως περνούν και ο Slimane παραμένει με τον Yann, χωρίς να υπάρχουν νέα της Nadia ενώ οι οικονομικές συνθήκες και για τους δυο γίνονται όλο και χειρότερες και πιο ασφυκτικές.
Η κοινωνική Καλύτερη Ζωή του Cédric Kahn καταφέρνει να διατηρήσει μια ισορροπία στην αποτύπωση του δράματος, αποφεύγοντας γενικά την χρήση ενισχυτικών δραματικών στοιχείων (όπως είναι πχ. η έντονη μουσική επένδυση) και επικεντρώνοντας στην εξιστόρηση της ιστορίας με γραμμικότητα και απλότητα. Ο Canet ουσιαστικά κουβαλά πάνω του την ταινία και πετυχαίνει όντως να παρουσιάσει έναν άνθρωπο που σταδιακά καταβάλλεται από τα καθημερινά εμπόδια προσπαθώντας να διατηρήσει παράλληλα έναν τελικό ρόλο ακούσιου πατέρα, ο οποίος βρέθηκε ξαφνικά με ευθύνες. Στην τελική, η Καλύτερη Ζωή είναι τίμια στις προθέσεις της και ποτέ υπερβολική, αποφεύγει τις συχνές παγίδες του γαλλικού σινεμά όμως από την άλλη δεν καταφέρνει και να δημιουργήσει κάτι πραγματικά ξεχωριστό που θα αντέξει στο πέρασμα των σεζόν.
Μέσα στην Νύχτα (Dans La Nuit, 1929) (4.5*/5)
Το παραγνωρισμένο Dans la nuit του Charles Vanel φέρει την ατυχία να είναι από τα τελευταία βωβά έργα του γαλλικού κινηματογράφου την στιγμή που ο ομιλών είχε ήδη αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του. Παρόλα αυτά, αποτελεί εξαιρετική περίπτωση αποτύπωσης δράματος μπροστά από την εποχή του, με σκηνές ψυχολογικής βίας που είχαν σοκάρει και δημιούργησαν προβλήματα στην πορεία της ταινίας στους κινηματογράφους της εποχής. Ένας ανθρακωρύχος αποφασίζει να παντρευτεί την αγαπημένη του και να δώσει την ιδανική κατάληξη σε έναν μεγάλο έρωτα και την αρχή μιας ιδανικής οικογενειακής ζωής. Για τους πρώτους μήνες, η ευτυχία είναι παραμυθένια και όλα φαντάζουν ονειρικά, μέχρι που ένα δυστύχημα στο ορυχείο παραμορφώνει φριχτά τον άντρα, αναγκάζοντάς αυτόν να κυκλοφορεί με μία μάσκα και την γυναίκα του να αρχίσει να αναθεωρεί για την προοπτική της οικογενειακής γαλήνης.
Χωρισμένο σε δύο διακριτού ύφους κομμάτια, το χαρακτηριστικά ηλιόλουστο πρώτο μισό με την απεικόνιση της ευτυχίας σε σχεδόν μεθυστικούς ρυθμούς και το δεύτερο κλειστοφοβικό, μουντό μέρος που ηχεί Φάντασμα της όπερας από μακριά, το Dans la Nuit εντυπωσίασε με τν πολυεπίπεδο χαρακτηρισμό των ηρώων του αλλά και προκάλεσε την εποχή του με τις έντονες σκηνές βίας, τόσο σε σωματικό αλλά κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο. Η σταδιακή βύθιση στο σκοτάδι και την παράνοια δίνονται με ασφυκτικό τρόπο και η κάθοδος προς την εσωτερική κόλαση εντυπωσιάζει. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, η τελευταία σκηνή φαίνεται αποκομμένη και παράταιρη, αποτέλεσμα καθώς λέγεται στουντιακής παρέμβασης (ναι, το 1929) για την ευκολότερη βιωσιμότητα του φιλμ στις αίθουσες. Αν όμως κανείς την αγνοήσει και θαυμάσει το έργο στην απόλυτη δραματουργία του, θα καταλάβει γιατί ο ασπρόμαυρος βωβός κινηματόγραφος κατάφερνε να είναι τόσο άμεσος στην επικοινωνία του με τον θεατή.
Homme Au Bain (2010) (2*/5)
Ιδιαίτερη περίπτωση φιλμ που γυρίστηκε ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο άλλα μεγαλύτερα φιλμ του Christophe Honoré, το Homme Au Bain μοιάζει να γκρεμίζεται μέσα στις προθέσεις του δημιουργού για αποτύπωση του μεταβατικού σταδίου μετά από έναν χωρισμό, χωρίς ουσιαστική εμβάθυνση και μάλλον περισσότερο voyeurίστικη προσέγγιση. Ο Emmanuel (François Sagat) και ο Omar (Omar Ben Sellem) χωρίζουν απότομα ύστερα από μια ερωτική συνεύρεση που θυμίζει περισσότερο βιασμό. Ο Omar, ο οποίος φεύγει για Αμερική για την προώθηση της τελευταίας του ταινίας με την πρωταγωνίστριά του (Chiara Mastroianni) ζητάει από τον Emmanuel να έχει φύγει από το σπίτι μέχρι να επιστρέψει σε μία βδομάδα. Σε αυτή τη βδομάδα, ο κάθε άντρας θα προσπαθήσει να αντιμετωπίσει την απώλεια του άλλου, δοκιμάζοντας νέες τύχες ή επιστρέφοντας στις επιλογές του παρελθόντος.
Αν και η ιδέα της εσωτερικής αναζήτησης ακούγεται δελεαστική και υπόσχεται πολλά, το τελικό αποτέλεσμα είναι λιγότερο από ενθουσιώδες κατά πολύ. Ο Honoré χρησιμοποιεί τον γνωστό Γάλλο πορνοστάρ François Sagat σε μία από τις δύο ερμηνείες του εκτός του genre του και η επιλογή αυτή τον προδίδει στις απαιτητικές στιγμές. Ο Sagat είναι ιδανικός για να δημιουργήσει αντίκτυπο χρησιμοποιώντας το σώμα του, όταν όμως είναι απαραίτητο να μιλήσει, η ξύλινη γλώσσα προκαλεί μειδίαμα. Όσον αφορά το κομμάτι του Manhattan, που γυρίστηκε όσο ο Honoré ήταν όντως στην Αμερική για την προώθηση της προηγούμενης ταινίας του, παραμένει αδιάφορο σε επίπεδο ερασιτεχνικού βίντεο, χωρίς την ένταση ή την φυσικότητα που θα μπορούσε να δημιουργήσει. Επίσης, τα δύο κομμάτια φαίνονται τελείως αποκομμένα μεταξύ τους και γενικώς όλες οι ιδέες γίνονται εμφανείς, χωρίς όμως ποτέ να καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα ενιαίο σύνολο που θα καταφέρει να γίνει κάτι περισσότερο από το κυριολεκτικό ξεγύμνωμα των ηθοποιών στην κάμερα.
Και τώρα, πού πάμε; (Et maintenant, on va où?, 2011) (3,5*/5)
Ο μεγάλος νικητής του φετινού βραβείου κοινού στο φεστιβάλ του Toronto είναι όντως το crowd pleaser που θα περίμενε κανείς, καταφέρνει ωστόσο μέσα από την αφέλειά του να παρουσιάσει ένα τετριμμένο και κλισέ δραματικό θέμα με φρέσκια πνοή και ανάλαφρη αντιμετώπιση, χωρίς να προσβάλει την πηγή έμπνευσης. Σε κάποια απροσδιόριστη περιοχή, όπου ο θρησκευτικός πόλεμος είναι μια θλιβερή πραγματικότητα, ένα χωριό μουσουλμάνων και χριστιανών καταφέρνει να είναι κατά βάση ειρηνικό χάρη στις καθημερινές προσπάθειες μιας ομάδας γυναικών, που είναι αποφασισμένες να κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν τον εμφύλιο πόλεμο μακριά από το χωριό τους. Αυτά τα «πάντα» περιλαμβάνουν από αυτοσχέδια θαύματα και τηλεοπτικά σαμποτάζ μέχρι την πρόσληψη 5 ουκρανών κορασίδων, για την απασχόληση των ευέξαπτων αντρών τους και τον αντιπερισπασμό της σκέψης τους από τον πόλεμο.
Η Nadine Labaki γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε μία κατά βάση κωμωδία που δεν φείδεται δραματικών διαλειμμάτων, χωρίς όμως να τα αφήνει να αλλάξουν το ανάλαφρο κλίμα της ατμόσφαιρας. Ναι, το Et maintenant, on va où? είναι κατά στιγμές αφελές αλλά οι καλοπαιγμένες σκηνές και τα ορθά σκηνοθετημένα gag φτιάχνουν την διάθεση και κερδίζουν τον θεατή, πιάνοντάς τον απροετοίμαστο όταν τα δραματικά ξεσπάσματα κάνουν την εμφάνισή τους. Η Labaki προσθέτει και πινελιές μιούζικαλ στην αφήγηση (από την πρώτη εκπληκτική κιόλας σεκάνς της ταινίας) συνθέτοντας μια ταινία που δείχνει ότι είναι ικανή κυρίως σκηνοθέτης δημιουργώντας μαζί με το προηγούμενό της Caramel μια υποσχόμενη φιλμογραφία.
Σε αντίθετους ανέμους (Des vents contraires, 2011) (2,5*/5)
Όταν η γυναίκα του Paul (η Audrey Tautou σε μια cameo εμφάνιση) εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ο Paul (Benoît Magimel) και ο γιος του αναγκάζονται να κάνουν μια νέα αρχή γυρίζοντας στο πατρικό του Paul και προσπαθώντας να προσαρμοστούν στην τοπική κοινωνία. Στους επόμενους μήνες, ο Paul θα αντιμετωπίσει τον εαυτό του και την απώλειά και θα μπλέξει με την αστυνομία, όλα στην πορεία της προσαρμογής σε ένα καινούριο μέλλον αποκομμένο από το παρελθόν.
Το Des vents contraires είναι άλλη μια περίπτωση ταινίας που οι προθέσεις της αναιρούνται από το τελικό αποτέλεσμα. Η υποσχόμενη υπόθεση ενός ανθρώπου που καλείται να μαζέψει τις δυνάμεις του και να κάνει μια νέα αρχή τελικά στην οθόνη αποτυπώνεται ως άνευρη, υποτονική και επίπεδη, χωρίς να προσφέρει επαρκές Build-up για την λύση του τέλους και πολλές στιγμές να προκαλεί απορία για την συμπεριφορά του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα. Παρόλα αυτά, η φροντισμένη παραγωγή και η ειλικρινής ερμηνεία του Benoît Magimel λειτουργούν υπέρ της, εξασθενώντας τις χλιαρές αρχικές αντυπώσεις.
My Little Princess (2011) (3*/5)
Σκηνοθετικό ντεμπούτο για την Eva Ionesco και μια σχεδόν βιογραφική ταινία που δίνει ευκαιρία στην Isabelle Huppert να προσφέρει άλλη μια αρκούντως fucked-up ερμηνεία, το My Little Princess είναι άβολο, ενοχλητικό αλλά και περιέργως ελκυστικό κατά στιγμές με μια θεματολογία που κατά γενικό κανόνα θα δημιουργήσει αντιδράσεις. Η Hanah (Isabelle Huppert) μένει με την Ρουμάνα γιαγιά της και την κόρη της (Anamaria Vartolomei) στο Παρίσι, όπου κυνηγά την φωτογραφία ως επαγγελματική διέξοδο. Δεν διστάζει να αποτυπώσει ερωτικές φυσιογνωμίες στον φακό, ακόμα και να εκθέσει την ίδια της την κόρη στον δρόμο για την καλλιτεχνική καταξίωση. Αυτή η απόφασή της, θα προκαλέσει αντιδράσεις και θα φέρει σε ρήξη την οικογένεια μεταξύ τους, αλλά και με την κοινή γνώμη της εποχής.
Αυτό που πραγματικά στηρίζει την ταινία από την αρχή έως το τέλος είναι η αιθέρια αποτρελαμένη παρουσία της Isabelle Huppert, που με το βλέμμα της καταφέρνει να μεταδώσει τον ψυχισμό μιας φιλόδοξης γυναίκας που δεν διστάζει να πάει κόντρα στον οποιονδήποτε για να πραγματοποιήσει αυτό που επιθυμεί. Η Hanah είναι αυτή που με περισσή ευκολία θα εκθέσει στον φωτογραφικό φακό την ίδια της την κόρη (την απερίγραπτης ομορφιάς Anamaria Vartolomei), θα παραμελήσει την μοναδική συγγενική φιγούρα της απέμεινε και θα αγνοήσει τις προτροπές της εισαγγελίας και της πρόνοιας, με σκοπό την προσωπική της επιβεβαίωση. Αυτή η δυναμική μάνας-κόρης που δημιουργείται είναι αρχικά αποτελεσματική στον φακό, όμως στο δεύτερο μέρος οι εξελίξεις γίνονται κάπως βεβιασμένες και διαδικαστικές για την εξέλιξη της ιστορίας, χωρίς να υπάρχουν επαρκείς εξηγήσεις για τους λόγους της μεταστροφής. Η Ionesco βέβαια έχει κάποια ελαφρυντικά λόγω πρώτης προσπάθειας και υποβοηθάται πολύ από την εξαιρετική δουλειά στην καλλιτεχνική διεύθυνση και στην τελική η ταινία παραμένει φροντισμένη και με προσοχή στην αναπαράσταση της εποχής, υστερώντας όμως στην απαραίτητη εσωτερικότητα των χαρακτήρων και τον χειρισμό των μεταβατικών συναισθηματικών καταστάσεων. Η δύναμη της Huppert, όμως, καταφέρνει να στρέψει πάνω της την προσοχή εξομαλύνοντας τις τελικές εντυπώσεις.
Bonus κριτικές
Ο πωλητής (Le vendeur, 2011) (3.5*/5)
Ιστορίες της Νύχτας (Les Contes De La Nuit, 2011) (4*/5)
Στον προγραμματισμό του αθηναϊκού κομματιού του φεστιβάλ, συμμετείχαν και οι ταινίες Le Vendeur του Sébastien Pilote και οι πανέμορφες Ιστορίες της Νύχτας του Michel Ocelot, που προβλήθηκαν στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Οι εντυπώσει από τις ταινίες μπορούν να βρεθούν εδώ και εδώ αντίστοιχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου