Τρέφω μια ιδιαίτερη αδυναμία για ταινίες που πειραματίζονται
με την φόρμα. Το αποτέλεσμα σίγουρα δεν μοιάζει να είναι εγγυημένο αλλά αυτός ο
κίνδυνος και η ανάληψη του ρίσκου είναι που δίνουν στην επιτυχία (αν έρθει) έναν
ξεχωριστό αέρα. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, ακόμα και αν το τελικό αποτέλεσμα
δεν είναι και ακριβώς λόγος διαφήμισης της ταινίας, οι ευγενείς προθέσεις της αρχής
απαλύνουν τις όποιες αρνητικές εντυπώσεις.
Τις τελευταίες μέρες, για παράδειγμα, στις Νύχτες Πρεμιέρας παρουσιάστηκαν δύο ταινίες, που ακριβώς λόγω αυτού του πειραματισμού αγαπήθηκαν πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς (ή και ενδεχομένως να άξιζαν). Όμως, αυτή είναι η πραγματική νίκη στο σινεμά: όταν το κοινό αποδέχεται τις ειλικρινείς προθέσεις και τα περιορισμένα μέσα σου, αρκεί να τα συσκευάσεις σε μια δημιουργική και πρωτότυπη συσκευασία. Οι περιπτώσεις του "You and the night (Les rencontres d' apres minuit)" και του "Much Ado About Nothing" έχουν παραπάνω κοινά από όσα φαντάζεται κανείς, τελικά.
Το πρώτο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην εβδομάδα κριτικής των φετινών Καννών και αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Yann Gonzalez, τον οποίο πιθανότατα δεν ξέρεις με αυτό το όνομα αλλά σίγουρα γνωρίζεις το μουσικό σχήμα το οποίο δημιουργεί με τον αδερφό του, τους M83. Το δίδυμο υπογράφει και την μουσική ταινίας, στοιχείο που αποδεικνύεται σχεδόν προέκταση της σκηνοθεσίας. Ένα "αισθητικό" jukebox είναι ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας της ταινίας εξάλλου, στο οποίο κανείς δεν επιλέγει την μουσική θα παίξει, παρά αφήνει το jukebox να διαισθανθεί και να προβάλλει την μουσική κάθε ενός που το αγγίζει.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ένα ζευγάρι και η τραβεστί υπηρέτριά τους περιμένουν τέσσερις επισκέπτες: την Τσούλα, τον Γαμιά, τον Έφηβο και την Σταρ. Κι αν οι ορισμοί αυτοί σου φαίνονται κλισέ είναι ακριβώς γιατί αυτή είναι η πρόθεση. Ο Gonzalez συγκεντρώνει τα αρχετυπικά πρότυπα των ερωτικών ταινιών, τα αποκαθηλώνει, τα βάζει να ανταλλάξουν κουβέντες ανακάλυψης της πραγματικής τους ταυτότητας, να συγκρουστούν με τον εαυτό και τις επιθυμίες τους και να περάσουν το βράδυ με μερικούς αγνώστους ανθρώπους, που ουσιαστικά αποτελούν προσόψεις της ίδιας κατάστασης.
Οι ιστορίες συνδυάζουν το δραματικό και το κωμικό στοιχείο, το στυλιζάρισμα χτυπάει κόκκινο, η μουσική συμβάλλει στην σκιαγράφηση του κάθε χαρακτήρα και η αρτιστίκ αποτύπωση καλύπτει τον περιορισμό του Budget, προσδίδοντας στο φιλμ μια καλοδεχούμενη φρεσκάδα και περιέργεια, που ανεβάζει την ταινία σε υψηλότερο επίπεδο από ότι αντικειμενικά θα της άρμοζε. Ακόμα και η πλειοψηφία των σκηνικών είναι τρικ εισαγόμενα από το θέατρο (από περίτεχνους φωτισμούς μέχρι ζωγραφιστά περιβάλλοντα και ηλιοβασιλέματα), που ενισχύουν ακόμη περισσότερο την υλική και ψεύτικη υπόσταση αυτών των ηρώων. Το "Les rencontres d' apres minuit" (3*/5) δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα φεστιβαλικό πείραμα, όμως, έχει την τόλμη να αγκαλιάσει και να αναδείξει τους περιορισμούς του και αυτό είναι που κάνει την διαφορά.
Το "Much Ado About Nothing" (3,5*/5) μπορεί να έχει να επιδείξει ένα σαφώς περισσότερο αναγνωρίσιμο σκηνοθέτη και καστ, όμως, η δημιουργία του δεν απέχει πολύ από την περίπτωση της προηγούμενης ταινίας. Ο Τζος Γουίντον μάζεψε τους συνήθεις φίλους και συνεργάτες του σε ένα σπίτι, ξεκίνησαν να διαβάζουν για πλάκα ατάκες από το ομώνυμο θεατρικό του Σαίξπηρ (που ίσως είναι το σημείο μηδέν όλων των ρομαντικών κομεντί) και αυτό τελικά οδήγησε μέσα σε δώδεκα μέρες στην δημιουργία μιας φρέσκιας, αναχρονιστικής ανάγνωσης του έργου από το πουθενά!
Το φιλμ αλλάζει ελάχιστα στοιχεία από το πρωτότυπο κείμενο (ουσιαστικά μόνο το φύλο ενός περιφερειακού χαρακτήρα, μία μικρή λεπτομέρεια του παρελθόντος ενός από τα πρωταγωνιστικά ζευγάρια και την επιμονή του χαρακτήρα του Nathan Fillion να μην συμμορφώνεται με την κλασικίζουσα διάλεκτο) και, όμως, δείχνει τόσο μοντέρνο, σύγχρονο και φρέσκο. Γυρισμένο ολόκληρο μέσα σε ένα σπίτι και με την ασπρόμαυρη φωτογραφία να ενισχύει την ιδιαιτερότητα του εγχειρήματος, το "Much Ado..." λειτουργεί σχεδόν σαν best-of του σκηνοθέτη, με τους ηθοποιούς των ταινιών και των σειρών του να αναλαμβάνουν κλασικούς ρόλους που αποκτούν κι ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, αν λάβει κανείς υπόψη τους χαρακτήρες που υποδύθηκαν οι ίδιοι ηθοποιοί στις προηγούμενες δουλειές του Whedon. Το φιλμ είναι σαν την ένωση δύο σύμπαντων χωρίς όμως διάθεσης εξουδετέρωσης του ενός από το άλλο και ανήκει τόσο στον Σαίξπηρ όσο και στον Whedon, γεγονός που αυτό από μόνο του αποτελεί επίτευγμα. (Σημείωση: Αχ, Amy Acher, αχ)
Όσο, λοιπόν, κι αν διαφέρουν οι δύο ταινίες στην όψη τους, δεν παύουν να αποτελούν δύο φιλμ που για την αφήγησή τους καταφεύγουν σε στοιχειώδη μόνο μέσα. Ένα σπίτι, μερικούς ταλαντούχους ηθοποιούς και σκηνοθετικά τρικ, που γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στις μεγάλες προθέσεις και τις περιορισμένες πρώτες ύλες. Κατά έναν τρόπο, η έλλειψη budget δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για να απελευθερωθεί η δημιουργικότητα και να απενοχοποιηθεί η εγγενής θεατρικότητα του κάθε εγχειρήματος. Τόσο το "Les rencontres d' apres minuit" όσο και το "Much Ado About Nothing" αποδεικνύουν πόσο κρίσιμης σημασίας είναι η σκηνοθετική εκτέλεση και πόσο δευτερεύουσας τελικά ουσίας είναι η έλλειψη διαθέσιμων πόρων (και, μάλιστα, από δύο χώρες με υγιή κινηματογραφική βιομηχανία). Σε μία χώρα όπου το σινεμά δεν είναι ακριβώς στουντιακή υπόθεση, να δύο καλά παραδείγματα που μπορούμε να κρατήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου