Θυμάστε που είχα υποσχεθεί ότι θα καλύψουμε το χαμένο έδαφος των κριτικών; Ε, λοιπόν είπα ψέματα. Ας υποκριθούμε, επομένως, ότι βρισκόμαστε ακόμα στον Φεβρουάριο. Τον μήνα, που και οι τελευταίες οσκαρικές ταινίες κυκλοφορούν στους κινηματογράφους, τραβώντας το ενδιαφέρον του κοινού. Ταυτόχρονα, αμέτρητες μικρές και μεγάλες κυκλοφορίες γεμίζουν τις αίθουσες με σελιλόιντ αλλά όχι απαραίτητα και κοινό. Γενικώς, πληθωρισμός προτάσεων αλλά κρίση στα εισιτήρια. Με συνοπτικές διαδικασίες, αυτή είναι η άποψη του Frame Game για μερικές (σχετικά) πρόσφατες ταινίες. Προλαβαίνουμε εξάλλου μέχρι να έρθει το καλοκαίρι. (Ο Μάρτιος θα καλυφθεί πολύ σύντομα, δεν είναι υπόσχεση, απλά δήλωση)
Tabu (4.5*/5)
H Aurora είναι μια ιδιότροπη ηλικιωμένη γυναίκα που ζει στην Λισσαβόνα μαζί με την γυναίκα που την φροντίζει, την Santa, η οποία κατάγεται από το Πράσινο Ακρωτήρι. Η Aurora δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου. Έχει πάθος με τον τζόγο, με αποτέλεσμα να ξοδεύει τα λεφτά της καθημερινά στο καζίνο, και κατηγορεί την Santa, ότι της κάνει μάγια "επειδή θέλει να την ξεκάνει". Εντελώς αντίθετα, η γειτόνισσά τους, η Pilar, είναι μια γυναίκα που έχει αφοσιωθεί στο κοινό καλό, πιστή καθολική και γεμάτη αγάπη για τον συνάνθρωπο, που λυπάται την Aurora και πιστεύει ότι πάσχει από νευρικό κλονισμό. Δυστυχώς, η εντύπωσή της δεν αποδεικνύεται απόλυτα λανθασμένη, η Aurora καταλήγει απρόσμενα στο νοσοκομείο σε βαριά κατάσταση. Εξαντλημένη, λίγο πριν ξεψυχήσει, η Aurora παραδίδει στην Pilar ένα γράμμα που απευθύνεται σε κάποιον Gian Luco Ventura, γεγονός που μας ταξιδεύει απευθείας στο παρελθόν, την εποχή που η Aurora ζούσε στην αποικιακή Αφρική μια ζωή βγαλμένη από παραμύθι γεμάτη πάθος, περιπέτεια... και κροκόδειλους. Διάβασε εδώ την πλήρη κριτική της ταινίας, που με ευκολία ξεχώρισε ως μία από τις καλύτερες στιγμές της σεζόν.
Zero Dark Thirty (4*/5)
H κατηγορία της "προπαγάνδας" κυνηγούσε την ταινία πριν ακόμα την δει το μάτι του κοινού και η αλήθεια δε θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την πραγματικότητα.Αποστασιοποιημένο και αληθοφανές, ακολουθώντας την μορφή επεισοδίων που καλύπτουν σχεδόν μια δεκαετία, το φιλμ της Kathryn Bigelow είναι και δεν είναι μια ταινία δράσης, κατασκοπίας ή πολέμου. Είναι περισσότερο η προσωπική ιστορία μιας γυναίκας που αμφισβήτησε τις δομές και αφιέρωσε τη ζωή της σε έναν μοναδικό σκοπό, μέχρι να έρθει η τελική σκηνή της εισβολής και να υπογραμμίσει την ικανότητα της Bigelow στην άμεση, λιτή και ταυτόχρονα εντυπωσιακή σκηνοθεσία αλλάζοντας το παιχνίδι. Η δε πρωταγωνίστρια του εγχειρήματος η Jessica Chastain, χωρίς να έχει την ευκαιρία λόγω ρόλου να εκφράσει το συναίσθημα (όπως πολύ καλά ξέρει να κάνει), δημιουργεί έναν χαρακτήρα που γίνεται απτός, πραγματικός και αυθεντικός, κερδίζοντας ακόμα μια οσκαρική υποψηφιότητα και θεμελιώνοντας ένα ακόμη πιο υποσχόμενο μέλλον. Καθόλου άσχημα, δηλαδή.
Laurence Anyways (3*/5)
Από τη μία πλευρά, υπάρχει ο σεναριογράφος Dolan, ο οποίος συνεχίζει να τοποθετεί ανορθόδοξες φιγούρες στο επίκεντρο των ιστοριών του και να δημιουργεί πρωτότυπες σχέσεις μεταξύ εκείνων και των περιφερειακών χαρακτήρων, ακολουθώντας μια όχι και τόσο αυστηρά τυπική αφήγηση. Από την άλλη, υπάρχει ο σκηνοθέτης Dolan. Ο νεαρός δημιουργός που είναι αναμφισβήτητα ταλαντούχος κι ευρηματικός και ο οποίος γνωρίζει πώς να καδράρει την ιστορία με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσει την έκπληξη του θεατή και να διατηρήσει την προσοχή του, ακόμα κι αν η ταινία του διαρκεί κάτι λιγότερο από… τρεις ώρες! O Dolan χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετική αίσθηση του στιλ αλλά και με άγνοια της αίσθησης του μέτρου. Στην τελική, το «Λόρενς για Πάντα» δεν έχει εκείνο το υλικό που θα δικαιολογούσε μια τόσο μακροσκελή αφήγηση. Θα έλεγε κανείς πως ο Ντολάν έχει ταυτίσει τις έννοιες του «επικού» και του «μεγάλου σε διάρκεια» και, όντας υπερβολικά χαλαρό στην αφήγηση, θα ευνοούνταν από ένα σφιχτότερο μοντάζ. Παρόλα αυτά, ευδιάκριτα εκεί μέσα διαφαίνεται η δημιουργική φωνή ενός νεαρού δημιουργού, που – μόλις στην τρίτη του ταινία – έχει καταφέρει να «παίζει» στην αρένα των μεγάλων Φεστιβάλ, και όχι χωρίς λόγο. Το μόνο που απομένει είναι να μετριάσει το τεράστιο «εγώ» του και να δώσει βάρος τόσο στο σεναριακό όσο και στο σκηνοθετικό «μέτρο», ώστε να κάνει περισσότερο καθαρή την άποψή του. Γιατί, ξεκάθαρα, διαθέτει και δυνατή αλλά και ξεχωριστή φωνή.
Beasts Of The Southern Wild (4*/5)
H ταινία που ξεκίνησε από το Sundance για να καταλήξει στα Όσκαρ (χωρίς νίκη μεν, αλλά η παρουσία και μόνο ήταν μεγάλο βήμα για τον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη Ben Zheitlin) δε θα μπορούσε να είναι πιο σαφής και πιο άμεση στην αποτύπωση της πρόωρης ενηλικίωσης. Η Hushpuppy αναγκάστηκε ήδη από μικρή να εγκαταλείψει την αθωότητα της παιδικής ηλικίας και η συνέχεια δεν προβλέπεται να είναι πιο εύκολη. Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασία (;), η Hushpuppy θα προσπαθήσει να βρει το χαμένο μητρικό της πρότυπο και να ανακαλύψει τον εαυτό της μέσα σε έναν αυτοκαταστροφικό κόσμο. Από τις πιο ειλικρινείς στιγμές της σεζόν και χωρίς αμφιβολία ένα μελαγχολικό παραμύθι κρυμμένο μέσα στον σκληρό ρεαλισμό της πραγματικότητας.
Les Misérables (2.5*/5)
Συζητήσεις επί συζητήσεων προκάλεσε η κινηματογραφική μεταφορά του μιούζικαλ που βασίστηκε στο κλασικό βιβλίο του Ουγκώ, προκαλώντας τόσο πάθη όσο και μίση. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, με την ταινία να αποτελεί ένα μεγαλειώδες κατά στιγμές δημιούργημα και ένα κουραστικό φιλμ χωρίς αίσθηση του μέτρου κατά άλλες. Ατυχής επιλογή τα συνεχή κοντινά που αποτυπώνουν μεν το πάθος αλλά "στενεύουν" το εύρος, επιτυχημένη όμως η απόφαση του Hooper να κάνει γύρισμα ενώ οι ηθοποιοί τραγουδούν τους ρόλους τους ζωντανά. Τουλάχιστον, η Anne Hathaway μπορεί να νιώθει ευγνωμοσύνη, ο Russell Crowe όχι και τόσο.
Με έναν περίεργο τρόπο, το Paradise: Love συστήνεται ως κωμωδία στον θεατή. Και όντως, οι αρχικές σκηνές θυμίζουν μια κωμωδία καταστάσεων, όπου οι ερωτικές περιπέτειες της Teresa προκαλούν αρχικά το μειδίαμα και στην συνέχεια το τρανταχτό γέλιο. Σταδιακά, όμως, η συνειδητοποίηση της τραγικότητας της κατάστασης γίνεται όλο και πιο εμφανής, όλο και πιο κραυγαλέα, μέχρι το γέλιο να γίνει άβολο και ένοχο. Υπάρχουν στιγμές που προκαλείται πηγαία, όμως ταυτόχρονα αναδύεται και μια βαθιά αντίληψη ότι το αντικείμενο σχολιασμού είναι απλά «λάθος». Η Teresa στο τέλος της διαδρομής δε θα είναι η ίδια, όμως το ταξίδι αυτό της συνειδητοποίησης θα έρθει παράλληλα με τεράστιο ψυχικό κόστος. Η Margarete Tiesel ρίχνεται άφοβα στην πραγματικότητα που της ορίζει ο Seidl, όπως φυσικά επιβάλλεται για κάθε χαρακτήρα του σύμπαντός του, μεταδίδοντας όλη την απόγνωση της ηρωίδας της. Περισσότερα για την ταινία, στην κριτική του φιλμ από την προβολή του στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Είναι ιδιαίτερα αναζωογονητικό το γεγονός ότι το Royal Affair καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, επιλέγοντας να προσεγγίσει το θέμα του λιγότερο ρομαντικά και περισσότερο… επαναστατικά, δίνοντας έμφαση τόσο στο ιστορικό υπόβαθρο όσο και στην αναπόφευκτη ερωτική περιπέτεια της Βασίλισσας. Ο Arsel διατηρεί το ρυθμό της αφήγησης σε υψηλές ταχύτητες και έχει, όντως, να διηγηθεί μια εκτενή ιστορία στη μεγαλύτερη από δύο ώρες διάρκεια της ταινίας, ικανή για να απομακρύνει την ταινία από την περιοχή του αμιγώς «ρομάντζου». Ο Άρσελ, χωρίς να έχει να προσφέρει κάτι ουσιαστικά καινούργιο στο ιστορικό δράμα εποχής, έχει αίσθηση της ισορροπίας των υλικών του και γνωρίζει πότε να εστιάσει στο κοινωνικό κομμάτι της ιστορίας, πότε να επικεντρώσει το κάδρο στη λεπτομερή αναπαράσταση της περιόδου και πότε να κάνει κωμικές ενέσεις. Στην τελική, το Royal Affair είναι μια καλοδουλεμένη ταινία εποχής που καταφέρνει να σπάσει το «ασφαλές» περιβάλλον του είδους με λεπτομέρειες μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορικές περιόδους της Δανίας.
Βασισμένο στην πραγματική ιστορία του Mark O'Brien, το The Sessions, παρά το δραματικό βάρος του θέματός του, παραμένει μια feel-good, crowd-pleaser ταινία μέχρι το τέλος και αυτό το πετυχαίνει χωρίς να συμβιβάζεται ως προς την αποτύπωση της τραγικότητας της κατάστασης. Παράλληλα, είναι μια ταινία σχετικά με το σεξ και την απώλεια της παρθενιάς του πρωταγωνιστή και, παρόλα αυτά, είναι ένα έργο προφανούς συναισθηματικής ωριμότητας, ξεπερνώντας όλες τις παγίδες και τις αναμενόμενες προσεγγίσεις, γεγονός που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη. Το "The Sessions" είναι το καλό αμερικανικό σινεμά, που είναι έτοιμο να θίξει θέματα με στόχο να μιλήσει στο ευρύ κοινό ενώ, όμως, τα χειρίζεται χωρίς να υποτιμά το νοητικό επίπεδο των θεατών. Περισσότερα για την ταινία από την προβολή της στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας εδώ.
Είναι τρομερά ενδιαφέρον αυτό που κατάφερε ο Tobias Lindholm με την Πειρατεία του. Αντί να παραδώσει ένα αμιγώς δράμα χαρακτήρων που εξιστορεί την περιπέτεια των ομήρων από τα δικά τους μάτια, προσθέτει στην ιστορία και την οπτική των μεγαλοϊδιοκτητών του πλοίου, με τον θεατή να λαμβάνει κατακερματισμένες πληροφορίες για την τύχη του προσωπικού, όπως τις λαμβάνουν αποσπασματικά και στην Κοπεγχάγη. Ο συνδυασμός δράματος και διαπραγματεύσεων δεν προκαλεί εντύπωση αν αναλογιστεί κανείς το παρελθόν του σεναριογράφου-σκηνοθέτη, ο οποίος έχει σταθεί ικανός τόσο στην αποτύπωση της έντασης σε κλειστούς χώρους, όπως στην προηγούμενη κινηματογραφική δουλειά του R, όσο και στις κρίσιμες συζητήσεις πίσω από κλειστές πόρτες, όπως στην δανέζικη υπερ-επιτυχημένη σειρά Borgen. O Lindholm βρίσκεται στην κορυφή της επίδοσής του και στους δυο τομείς και το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα αναζωογονητικό. Περισσότερα για την ταινία που κατάφερε να κερδίσει το μεγαλύτερο βραβείο στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, εδώ.
BONUS
Hitchcock (1.5*/5): Μεγάλο γιατί η ύπαρξη της ταινίας, κρίμα για την αξιοπρεπή, όπως πάντα, Helen Mirren.
Promised Land (2*/5): Αδιάφορη απόπειρα από τον άλλοτε διεισδυτικό Gus Van Sant. Για ταινία που ασχολείται με το υπόβαθρο και τις γεωλογικές υποδομές, το Promisd Land παραμένει ανησυχητικά πολύ στην επιφάνεια.
Previously
Μαζικό Ριβιουπόστ #1/2013: "The Impossible" θα πει κινηματογραφικός Γενάρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου