Το κορίτσι με το τατουάζ, Sherlock Holmes: Το παιχνίδι των σκιών, J. Edgar, Martha Marcy May Marlene, Καταφύγιο, Κοτόπουλο με Δαμάσκηνα και το Άλογο του Πολέμου. Πλήθος καινούριων κυκλοφοριών στο πρώτο μισό του Γενάρη, εύρος θεματολογίας και ύφους επίσης, θετικές γενικώς εντυπώσεις, πάμε να δούμε αναλυτικά τι αστέρια έπιασε η κάθε ταινία.
The Girl with the dragon tattoo (4*/5)
Ο δημοσιογράφος και πρόσφατα δημόσια ατιμασμένος Mikael Blomkvist (Daniel Craig) αναλαμβάνει την εξιχνίαση της εξαφάνισης μιας κοπέλας που αγνοείται για πάνω από 40 χρόνια με αντάλλαγμα πληροφορίες που μπορεί να του επιστρέψουν την χαμένη τιμή. Στην αναζήτηση αυτή, θα έρθει αντιμέτωπος με την ιστορία μιας ολόκληρης οικογένειας-δυναστείας και την ουσία του ίδιου του σουηδικού γένους και θα συναντήσει μια μυστηριώδη κοπέλα με προβλήματα κοινωνικής προσαρμογής αλλά και εκπληκτικές ικανότητες hacking και έρευνας (Rooney Mara), η οποία θα τον βοηθήσει στην επίλυση της πολύπλοκης υπόθεσης.
Ο David Fincher καταπιάνεται με την διάσημη νουβέλα του Stieg Larsson, δύο χρόνια μόλις μετά την αντίστοιχη σουηδική μεταφορά, την βουτάει ακόμα περισσότερο στην μαυρίλα ήδη από τους εκπληκτικούς τίτλους αρχής και προσπαθεί να συμμαζέψει όσο γίνεται το δαιδαλώδες περιεχόμενό της σε δυόμισι ώρες συνοχής. Το επίκεντρο γίνονται ξεκάθαρα ο Blomkvist και η Lisbeth και πολλοί περιφερειακοί χαρακτήρες κάνουν ακόμη περισσότερο στην άκρη ώστε να δώσουν χώρο να αναπτυχθεί επαρκώς η σχέση των δύο κύριων χαρακτήρων. Ο Mikael ορμάει στην υπόθεση με άγνοια κινδύνου, η Lisbeth αντίστοιχα ωθούμενη από τα προσωπικά της βιώματα και αυτά που θα ανακαλύψουν θα αφορούν περισσότερα από ένα απλό οικογενειακό μυστικό. Ο Daniel Craig παραδόξως είναι πολύ καλός (αν και η βαριά ψεύτικη σουηδική προφορά αποπροσανατολίζει τον θεατή) αλλά εκείνη που εντυπωσιάζει πραγματικά είναι η Rooney Mara, η οποία δεν ερμηνεύει απλά το κορίτσι με το τατουάζ αλλά εξαφανίζεται πραγματικά μέσα στον χαρακτήρα της Lisbeth. Δεν καταφεύγει σε μανιέρες ή εύκολα κόλπα εντυπωσιασμού παρά αποπνέει μια απόκοσμη αίσθηση οργής που ανά πάσα στιγμή φαίνεται στα μάτια της ότι είναι έτοιμη να ξεσπάσει, δημιουργώντας ένα ιδιοφυές επικίνδυνο πλάσμα, ερωτικό και τρομακτικό ταυτόχρονα, όντας ικανό για τα πάντα.
O Fincher στήνει με ευλάβεια την αλληλουχία των frames του, προσδίδει στο κατάλευκο χιόνι την αίσθηση καταπίεσης και απομόνωσης που προκαλεί κάνοντάς το περιβάλλον έναν μόνιμο αντίπαλο στην αποστολή του Blomkvist και δημιουργεί μια ταινία που συνεχίζει να σε κατατρώει αρκετό καιρό μετά από την ολοκλήρωσή της. Η απόφασή του να διατηρήσει την όλη σουηδικότητα της ιστορίας ωφελεί τα μέγιστα στην ποιότητα της ταινίας, η επιλογή του όμως να έχει τους ηθοποιούς να μιλούν με βαριά σουηδική προφορά είναι ατυχής καθώς περισσότερο μοιάζει με σχηματικό τρικ παρά οργανικό στοιχείο της υπόθεσης. Λεπτομέρειες όμως, καθώς η σκηνοθετική του βιρτουοζιτέ δεν αφήνει τον θεατή να επιμείνει στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά τον τραβά μαζί του μέχρι τον πάτο της ανθρώπινης ψυχής ψάχνοντας όλα εκείνα τα ίχνη που προσπαθεί να καλύψει το υποβλητικό χιονισμένο τοπίο.
Sherlock Holmes: A Game Of Shadows (2.5*/5)
To 2009 o Guy Richie έκανε rebranding στον Sherlock Holmes, έριξε στο μίξερ επιφανειακό μυστήριο, τιγκαρισμένη στο CGI βικτωριανή ατμόσφαιρα, δράση χολιγουντιανής περιπέτειας συνοδευόμενη από υπερβολικές slow motion σεκάνς και λαμπερούς πρωταγωνιστές και δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρονιάς. Στα τέλη του 2011, λοιπόν, επιστρέφει με περισσότερο (τύπου) μυστήριο, πιο εντυπωσιακό CGI, περισσότερη δράση, ακόμα πιο αργό slow motion και τους ίδιους λαμπερούς πρωταγωνιστές, προσθέτοντας την Noomi Rapace (το πρωτότυπο κορίτσι με το τατουάζ) στον πρώτο αγγλόφωνο ρόλο της καριέρας της.
Χωρίς πολλά πολλά, ο καθηγητής Τζέιμς Μοριάρτι κάνει δύσκολη την ζωή του Σέρλοκ (Robert Downey Jr.) και έχει μεγαλεπίβολα σχέδια για τον εαυτό του, όπως οφείλει ο κάθε villain που παίρνει τον ρόλο του στα σοβαρά. Βομβιστικές επιθέσεις, εμπόριο όπλων και πολλές ύποπτες καταστάσεις στην αυγή της βιομηχανικής επανάστασης προκαλούν για τη λύση τους τον γνωστό εγκληματολόγο, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα έχει και να παραμείνει ψύχραιμος απέναντι στον γάμο του Δρ. Γουάτσον (Jude Law), που απειλεί να καταστρέψει το μεταξύ τους bromance.
Το Παιχνίδι των Σκιών είναι μια γενικά φασαριόζικη παραγωγή που έχει την πλάκα της, αν και έχει το εξωπραγματικό μειονέκτημα να φαντάζει τετράωρη παρά την δίωρη διάρκειά της. Οι ταχύτητες δεν κατεβαίνουν στιγμή καθόλη την διάρκεια, ο Guy Ritchie μάλλον τελειοποιεί το λεγόμενο bullet time και η χημεία Robert Downey Jr. και Jude Law εξακολουθεί να αποδίδει και σε αυτό το επεισόδιο της σειράς. Βέβαια, η ιστορία ουσιαστικά δεν είναι όσο μυστήριο ή έξυπνη θέλει να φαίνεται καθώς στην βάση τους όλα τα στοιχεία είναι απλά αφορμές για την επόμενη φαντασμαγορική σκηνή δράσης. Κάποια στιγμή όλη αυτή η δομή κουράζει, όμως η καλογυαλισμένη παραγωγή δεν αφήνει τον θεατή να αγανακτήσει ιδιαίτερα. Οι δύο χαρακτηριστικές σκηνές δράσης της ταινίας πάντως, τόσο αυτή στο τρένο, όσο και αυτή στο δάσος προς το φινάλε, είναι άψογα εκτελεσμένες.
Χωρίς πολλά πολλά, ο καθηγητής Τζέιμς Μοριάρτι κάνει δύσκολη την ζωή του Σέρλοκ (Robert Downey Jr.) και έχει μεγαλεπίβολα σχέδια για τον εαυτό του, όπως οφείλει ο κάθε villain που παίρνει τον ρόλο του στα σοβαρά. Βομβιστικές επιθέσεις, εμπόριο όπλων και πολλές ύποπτες καταστάσεις στην αυγή της βιομηχανικής επανάστασης προκαλούν για τη λύση τους τον γνωστό εγκληματολόγο, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα έχει και να παραμείνει ψύχραιμος απέναντι στον γάμο του Δρ. Γουάτσον (Jude Law), που απειλεί να καταστρέψει το μεταξύ τους bromance.
Το Παιχνίδι των Σκιών είναι μια γενικά φασαριόζικη παραγωγή που έχει την πλάκα της, αν και έχει το εξωπραγματικό μειονέκτημα να φαντάζει τετράωρη παρά την δίωρη διάρκειά της. Οι ταχύτητες δεν κατεβαίνουν στιγμή καθόλη την διάρκεια, ο Guy Ritchie μάλλον τελειοποιεί το λεγόμενο bullet time και η χημεία Robert Downey Jr. και Jude Law εξακολουθεί να αποδίδει και σε αυτό το επεισόδιο της σειράς. Βέβαια, η ιστορία ουσιαστικά δεν είναι όσο μυστήριο ή έξυπνη θέλει να φαίνεται καθώς στην βάση τους όλα τα στοιχεία είναι απλά αφορμές για την επόμενη φαντασμαγορική σκηνή δράσης. Κάποια στιγμή όλη αυτή η δομή κουράζει, όμως η καλογυαλισμένη παραγωγή δεν αφήνει τον θεατή να αγανακτήσει ιδιαίτερα. Οι δύο χαρακτηριστικές σκηνές δράσης της ταινίας πάντως, τόσο αυτή στο τρένο, όσο και αυτή στο δάσος προς το φινάλε, είναι άψογα εκτελεσμένες.
Take Shelter (4*/5)
Όταν ο Curtis (Michael Shannon) αρχίζει να έχει οράματα μιας αδιόρατης επερχόμενης απειλής, αποφασίζει να ξεκινήσει την προετοιμασία ενός καταφυγίου στο πίσω μέρος της αυλής του, το οποίο θεωρεί ότι θα προστατεύσει τον ίδιο και την οικογένειά του από την φυσική καταστροφή που πρόκειται (;) να πλήξει την περιοχή τους. Η συμπεριφορά του αλλοιώνεται, γίνεται επιθετικός στους γύρω του, αρχίζει να έχει ανησυχητικά ψυχοσωματικά συμπτώματα και να γίνεται απειλή για την γυναίκα του (Jessica Chastain) και την κωφάλαλη μικρή κόρη του. Είναι αυτή η συμπεριφορά του δικαιολογημένη ή ο μήπως τελικά Michael έχει αρχίσει να εκδηλώνει σημάδια σχιζοφρένειας, όπως συνέβη και με την μητέρα του στην ίδια ηλικία;
Ένα εξαιρετικά καλογραμμένο και σκηνοθετημένο φιλμ από τον Jeff Nichols, το Καταφύγιο καταφέρνει να πετύχει αυτό που πολλές ταινίες προσπαθούν αλλά αποτυγχάνουν πανηγυρικά επειδή καταφεύγουν σε εύκολες εντάσεις και εντυπωσιασμούς.Υποβλητικό, σταδιακά όλο και περισσότερο κλειστοφοβικό και πιεστικό, αρπάζει τον θεατή από την πρώτη σκηνή και τον τοποθετεί ακριβώς απέναντι από έναν ιδιαίτερο άνθρωπο που αντιλαμβάνεται ότι κάτι πολύ σημαντικό πρόκειται να συμβεί αλλά δεν γνωρίζει σε ποια ακριβώς σφαίρα της πραγματικότητας. Οι σκηνές των οραμάτων είναι ανατριχιαστικές και άψογα εκτελεσμένες, πλήρως ενοχλητικές και ανησυχαστικές όπως οφείλεται να είναι σε ένα ικανό ψυχολογικό θρίλερ ενώ το υπόλοιπο σύνολο που θέτει τον Michael υπόλογο στην οικογένειά του και ολόκληρη την τοπική κοινωνία είναι μεστό, ανθρώπινο και κλινικά ακριβές στην διαχείριση των συναισθηματικών ισορροπιών.
Σύμμαχοι του Nichols οι δύο εξαιρετικοί πρωταγωνιστές του. Από τη μια, ο Michael Shannon δημιουργεί έναν Curtis που αγαπά την οικογένειά του και αγωνίζεται για το καλύτερο μέλλον της ενώ η αμφισβήτηση της ίδιας του της πραγματικότητας δημιουργεί αστάθεια τόσο στην ψυχοσύνθεσή του όσο και στην κοινωνική του συμπεριφορά. Τρομακτικός αλλά συμπονετικός, στοργικός σύζυγος αλλά και λήπτης ανατρεπτικών αποφάσεων ωθεί την Samantha της Jessica Chastain στα όρια της συζυγικής της αφοσίωσης. Με ένα βλέμμα, μία ανεπαίσθητη σύσπαση του προσώπου και την αλάνθαστη γλώσσα του σώματος, η Jessica Chastain παραδίδει μάλλον την καλύτερη φετινή της ερμηνεία, η οποία αν και μάλλον θα αγνοηθεί στα μεγάλα βραβεία, επιβεβαιώνει τις ικανότητες μιας ηθοποιού που δεν κέρδισε άδικα το βραβείο ανερχόμενου ταλέντου στο τελευταίο φεστιβάλ Βενετίας.
Poulet aux prunes (Κοτόπουλο με Δαμάσκηνα) (4*/5)
Όταν η γυναίκα του μεγαλύτερου βιολονίστα του Ιράν του σπάει το πολύτιμο βιολί του, αυτός αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Ή μάλλον καλύτερα, απλά να πεθάνει. Στο κρεβάτι του, μόνος, μην αφήνοντας κανέναν να πλησιάσει, αναπολώντας με flashbacks την ζωή του και κρίνοντας το μέλλον των παιδιών του με αντίστοιχα flashforwards. Περισσότερα από την προβολή της ταινίας στα πλαίσια του 52ου διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης εδώ.
J. Edgar (2.5*/5)
Ο Clint Eastwood επιστρέφει πίσω από την κάμερα με την βιογραφία του J. Edgar Hoover, του ανθρώπου που σημάδεψε την ιστορία της Αμερικής καθώς διατέλεσε ηγετική φιγούρα στην καταπολέμηση του εγκλήματος για πάνω από 50 χρόνια. Πρώτος διευθυντής του FBI και ουσιαστικά εκείνος που αγωνίστηκε για την καθιέρωση πολλών νεωτερισμών στις μεθόδους της αστυνομίας, όπως η αρχειοθέτηση των δαχτυλικών αποτυπωμάτων και η αναβάθμιση των μεθόδων συλλογής στοιχείων από τον τόπο του εγκλήματος, ο J. Edgar Hoover (Leonardo DiCaprio) κράτησε την προσωπική του ζωή και τους σκελετούς της ντουλάπας τους μακριά από την δημοσιότητα. Οι σχέσεις του με τους κοντινότερους ανθρώπους του, την έμπιστη γραμματέα του Helen Gandy (Naomi Watts), το δεξί του χέρι Clyde Tolson (Armie Hammer) και την μητέρα του (Judi Dench) εξιστορούνται παράλληλα με στιγμιότυπα από την καριέρα του και παράλληλα την αστυνομική ιστορία της Αμερικής, σε μια προσπάθεια κατανόησης του ανθρώπου πίσω από την μορφή που φοβόταν ακόμα και οι πρόεδροι των ηνωμένων πολιτειών.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μία πολύ by the book ταινία, εξιστορημένη με διαρκή πισωγυρίσματα στον χρόνο (που είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά καθώς συγκρίνουν συνέχεια την αρχική εικόνα του Hoover με την κουρασμένη φιγούρα του τέλους του) και ακαδημαϊκές τεχνικές που δεν είναι άσχημες αλλά σίγουρα είναι ξεπερασμένες και βαρετές. Ο Eastwood καταφέρνει να αποσπάσει από τους ηθοποιούς του στιβαρές ερμηνείες, ακόμα και όταν το προσθετικό μακιγιάζ που «μεγαλώνει» τους ηθοποιούς γίνεται ιδιαίτερα αποπροσανατολιστικό. Στη μέση του θιάσου, ο Leonardo DiCaprio, ο οποίος σαφώς και αναμφισβήτητα είναι ένας ικανότατος ηθοποιός, παραδίδει μια από τις πιο σημαντικές ερμηνείες της καριέρας και φαίνεται θεωρητικά να πληροί τα κριτήρια που θα τον οδηγήσουν σε μια οσκαρική υποψηφιότητα. Το υπόλοιπο καστ είναι υποστηρικτικό, η Watts δεν έχει και τίποτα σημαντικό να κάνει πέρα από το να είναι η δύναμη που θα προσφέρει σιγουριά στον Hoover, η Judi Dench περνάει την μισή ταινία ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι (εντάξει, αυτό δεν ακούστηκε και τόσο καλά για την Dame) ενώ ο Armie Hammer είναι ο μόνος που ξεχωρίζει και προσφέρει μια ερμηνεία που πραγματικά δεν είναι τόσο straightforward αλλά αφήνει να μιλήσει περισσότερο με το σώμα, τα βλέμματα και τα κρυμμένα νοήματα.
Σε γενικές γραμμές, χωρίς να μπορεί να καταλογίσει κανείς προφανή αρνητικά, η ταινία αποτυγχάνει να συναρπάσει τον θεατή και να γίνει μια βαρετή εξιστόρηση γεγονότων, κατά τόπους αποσπασματική καθώς προσπαθεί να καλύψει όσες περισσότερες πτυχές του ανθρώπου Hoover γίνεται καταντώντας επιφανειακή. Η εμμονή του Eastwood με την ανάδειξη της προσωπικής ηθικής του πρωταγωνιστή είναι εμφανής και σε αυτή την ταινία, όμως από την αρχή δεν δημιουργεί επαρκές ενδιαφέρον για τον χαρακτήρα του ώστε να κρατήσει το ενδιαφέρον για όλh την διάρκεια των 2,5 επόμενων ωρών.
Martha Marcy May Marlene (4*/5)
Μια νεαρή κοπέλα ξεφεύγει από καταχρηστική κοινοβιακή κοινότητα και επιστρέφει στην αδερφή της, κάνοντας προσπάθειες να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον και να ξεχάσει το παρελθόν της. Τα τραύματα στην ψυχοσύνθεσή της όμως είναι φανερά και η πνευματική απεξάρτηση από την επικίνδυνη ομάδα δεν θα είναι όσο εύκολη αναμένεται. Ποια είναι η Μάρθα, ποια η Μάρσι Μέι και ποια η Μαρλίν; Περισσότερα για την ταινία από την προσβολή της στην τελετή λήξης του 52ου διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης εδώ.
War Horse (3*/5)
Πάντα ο Steven Spielberg προσέγγιζε κάθε ταινία του (oh well, σχεδόν) με μια αίσθηση αθωότητας και εξιστόρησης παραμυθιού. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση, το Άλογο του πολέμου είναι ένας φόρος τιμής στις κλασικές ταινίες του hollywood, από τα έντονα χρωματισμένα ηλιοβασιλέματα μέχρι τις κλασικές πολεμικές σκηνές τις οποίες στιγματίζει ένα άλογο που καλπάζει.
Η ιστορία του νεαρού Albert (Jeremy Irvine) και του αλόγου του, του Joey δίνεται από τον Spielberg με ιδιαίτερη αγάπη και νοσταλγία προς εκείνον τον κλασικό κινηματογράφο του Hollywood, με την ίδια αγάπη που αποπνέει και η προβολή του The Artist προς τον βωβό κινηματογράφο των αρχών του 20ού αιώνα. Με καθαρά επεισοδιακή δομή που εξιστορεί όλες τις περιπέτειες που περνούν οι δύο φίλοι μέχρι να ξανασυναντηθούν (sorry για το spoiler) έχει την ευκαιρία να δημιουργήσει αγνές εικόνες ομορφιάς και ανθρωπιάς σχεδόν με ασταμάτητο ρυθμό. Φυσικά, όλο αυτό στην τελική, δεν παύει να είναι ξεπερασμένο όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αγάπη του Spielberg για τους δικούς του ήρωες και πώς αυτό αποτυπώνεται στο φιλμ. Στα θετικά του φιλμ και η πληθώρα γνωστών Ευρωπαίων ηθοποιών σε μικρούς ρόλους, από τους Βρετανούς Emily Watson, David Thewlis και Peter Mullan μέχρι τον Δανό συνήθη ύποπτο του Cristoffer Boe, Nicolas Bro.
Η ιστορία του νεαρού Albert (Jeremy Irvine) και του αλόγου του, του Joey δίνεται από τον Spielberg με ιδιαίτερη αγάπη και νοσταλγία προς εκείνον τον κλασικό κινηματογράφο του Hollywood, με την ίδια αγάπη που αποπνέει και η προβολή του The Artist προς τον βωβό κινηματογράφο των αρχών του 20ού αιώνα. Με καθαρά επεισοδιακή δομή που εξιστορεί όλες τις περιπέτειες που περνούν οι δύο φίλοι μέχρι να ξανασυναντηθούν (sorry για το spoiler) έχει την ευκαιρία να δημιουργήσει αγνές εικόνες ομορφιάς και ανθρωπιάς σχεδόν με ασταμάτητο ρυθμό. Φυσικά, όλο αυτό στην τελική, δεν παύει να είναι ξεπερασμένο όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αγάπη του Spielberg για τους δικούς του ήρωες και πώς αυτό αποτυπώνεται στο φιλμ. Στα θετικά του φιλμ και η πληθώρα γνωστών Ευρωπαίων ηθοποιών σε μικρούς ρόλους, από τους Βρετανούς Emily Watson, David Thewlis και Peter Mullan μέχρι τον Δανό συνήθη ύποπτο του Cristoffer Boe, Nicolas Bro.
Με έφαγαν τόσο οι σειρές που μόνο το TGWTDT αξιώθηκα να δω. Συμφωνώ πάντως απόλυτα. Και για μένα στα 4 αστεράκια είναι. Η σκηνοθεσία του Fincher είναι εμπειρία κάθε φορά, πόσο μάλλον σε σκοτεινό χιονισμένο τοπίο. Και η Mara ΕΙΝΑΙ όντως η Lisbeth Salander και κρίμα και άδικο που την επισκιάζει η Streep. Αλλά γι' αυτό άλλωστε υπάρχουν και τα blogoscars :P
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχω σταματήσει να ασχολούμαι με σειρές γιατί δεν προλαβαίνω να δω τίποτα μετά, λολ. Θέλω να πιστεύω ότι η Mara θα πάει καλά στα Blogoscars, αν και θεωρώ ότι και η Streep θα ψηφιστεί ΠΑΡΑ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή