Από το τελευταίο installment των ριβιουπόστ πέρασε καιρός, παρεμβλήθηκε ένας Προμηθέας αλλά και ο Wes Anderson (ο οποίος μάλλον αντιμετώπισε μια όχι και τόσο πετυχημένη στρατηγική προβολών που περιόρισε την διανομή της ταινίας του μόνο σε θερινές αίθουσες ανά την Έλλάδα) και πολλά (μα πάρα πολλά) έργα που στριμώχθηκαν στις μειωμένες, λόγω καλοκαιριού, αίθουσες της επικράτειας. Αυτή την εβδομάδα σηματοδοτεί, φυσικά, η πρεμιέρα του Amazing Spider-Man, που αποτελεί το πρώτο μεγάλο blockbuster του καλοκαιριού και που οι φίλοι του ντιεξομπλόγκ @irinivn και @Rebelli0n φρόντισαν ήδη να κριτικάρουν εδώ και καιρό, εν αναμονή της επιστροφής του Σκοτεινού Ιππότη, λίγο μετά τα μπάνια του δεκαπενταύγουστου, στις 21 Αυγούστου. Στη συνέχεια, ακολουθεί μια γρήγορη (ή και όχι τόσο γρήγορη επιλεκτικά) ματιά στις ταινίες που κυκλοφόρησαν (και καταφέραμε να δούμε) το τελευταίο διάστημα.
The Amazing Spider-Man (3*/5)
Ξεκινώντας την ιστορία πάλι από την αρχή και επιχειρώντας να φέρει έναν αέρα ανανέωσης στο franchise που κατέστρεψε ο ίδιος άνθρωπος που το ανέδειξε (γκουχ γκουχ Σαμ Ράιμι γκουχ) δέκα χρόνια πριν, το Amazing Spider-man καταφέρνει να παρουσιάσει έναν εξαιρετικά προσιτό και αληθινό Peter Parker (Andrew Garfield), μία αφοπλιστική αλλά χωρίς πραγματικό λόγο ύπαρξης στην ιστορία Gwen Stacy (Emma Stone) και ένα σενάριο που μοιάζει να βυθίζεται όσο περνά η ώρα σε όλο και περισσότερες συμβάσεις και παράδοξα, που αναιρεί την αρχική φρεσκάδα του εγχειρήματος. Η χημεία των δύο πρωταγωνιστών είναι αναμφισβήτητη όμως το κομμάτι του super-villain τελείως διαδικαστικό και ανέμπνευστο. Περισσότερα εδώ.
Moonrise Kingdom (4*/5)
Κάθε πλάνο των ταινιών του Wes Anderson ξεχειλίζει από την αισθητική των ‘60ς και από την αυθεντική αίσθηση ρομαντισμού που μοιάζει να αποπνέει αυτή η δεκαετία. Είναι, λοιπόν, σχεδόν καρμικό που η τελευταία του ταινία, η οποία άνοιξε και το πιο πρόσφατο φεστιβάλ των Καννών, εξελίσσεται για πρώτη φορά στην δεκαετία που υπήρξε η κύρια πηγή έμπνευσής του και αφορά την ιστορία δύο παιδιών που αποφασίζουν να το σκάσουν μαζί, αναστατώνοντας μια ολόκληρη κοινωνία, και όχι απαραίτητα για κακό.
Ο Sam (Jared Gilman) είναι ορφανός, δεν έχει και την καλύτερη τύχη από ανάδοχες οικογένειες και οι σχέσεις του με τους υπόλοιπους πρόσκοπους στην κατασκήνωση του ομαδάρχη Ward (Edward Norton) δεν είναι και οι πιο ομαλές. Η Suzy από την άλλη μοιάζει να ζει σε ένα ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον στο σπιτικό των Bishop (Bill Murray, Frances McDormand), συναισθηματικά αποξενωμένη από τα αδέρφια της και πλήρως ασυντόνιστη με την ψυχολογία των γονιών της. Τα φαινομενικά αταίριαστα μεταξύ τους παιδιά θα ανακαλύψουν την αδελφή ψυχή ο ένας στον άλλον και θα αποφασίσουν να το σκάσουν για να ζήσουν μια ανεξάρτητη, ειδυλλιακή ζωή, προσπαθώντας να ανακαλύψουν τον κόσμο και τον εαυτό τους, ενώ έχουν στο κατόπι τους, την αστυνομία (Bruce Willis), τον Διοικητή των Προσκόπων (Harvey Keitel) και την ίδια την Πρόνοια (Tilda Swinton).
Η συνήθης θεματική των δυσλειτουργικών οικογενειών παραμένει στο επίκεντρο και αυτής της ταινίας, αυτή τη φορά ο Anderson όμως επιλέγει να την ντύσει με μία παιδική αθωότητα, που φαίνεται να συνεχίζεται από την προηγούμενη ταινία του, τον Fantastic Mr. Fox. Το χρωματικό εύρος της παλέτας εξακολουθεί να περιορίζεται στις παστέλ συνθέσεις, οι οριζόντιες κινήσεις της κάμερας στην οριοθέτηση του χώρου εξακολουθούν να είναι χαρακτηριστικές του σκηνοθέτη και η εμφανώς «άβολη» αίσθηση στις συναντήσεις των χαρακτήρων παραμένει η κινητήριος δύναμη και αυτής της της ταινίας του Anderson. Αυτό που κάνει όμως την διαφορά, είναι η γνήσια χημεία μεταξύ των δύο νεαρών πρωταγωνιστών, που δεν φαίνεται καθόλου επιτηδευμένη και πραγματικά αντανακλά το χωροχρονικό πλαίσιο των εξελίξεων. Αυτή είναι η πραγματική Αμερική του τότε, ανασφαλής μεν από την δολοφονία του Κένεντι, αλλά με τον πόλεμο του Βιετνάμ να παραμένει ακόμα ένα μακρινό γεγονός χωρίς άμεσες συνέπειες, μέσα στο κίνημα των sixties που εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο. Όταν τα δύο παιδιά είναι μαζί και μόνα, η ταινία λάμπει, ακουμπά την έννοια του αριστουργηματικού, λεπτές ισορροπίες που θα μπορούσαν να ξεφύγουν (όπως στην σκηνή με το πρώτο φιλί του Sam και της Suzy) δεν διαταράσσονται ποτέ και ο Andersonδημιουργεί τις πιο γνήσια ρομαντικές στιγμές που έχουμε δει τελευταία, κάτω από της νότες της Françoise Hardy.
Προς το τέλος, τα πράγματα μοιάζουν να καταφεύγουν όλο και πιο πολύ σε ευκολίες, μέχρι τo κάπως συνωστισμένο φινάλε, όμως το συνολικό επίπεδο των ηθοποιών δεν αφήνει το τελικό αποτέλεσμα να μετριάσει. Παρά το υπερπληθές καστ, κάθε ηθοποιός καταφέρνει να προσδώσει στην ταινία κομμάτι του ταλέντου του και να προσφέρει ουσιαστικά σε αυτό το μελαγχολικά αισιόδοξο φιλμ, που φαίνεται πως θα κάνει τον Anderson περισσότερο αγαπητό στο ευρύ κοινό, και θα συσφίξει ακόμα περισσότερα τις σχέσεις του με τους αφοσιωμένους του φαν. Είναι όντως Le Temps De L’ Amour τελικά.
Headhunters (Hodejegerne) (3*/5)
O Roger (Aksel Hennie) δουλεύει σε μια εταιρία στρατολόγησης, είναι παντρεμένος με μία πανέμορφη, ψηλή γυναίκα και το χόμπι του είναι να …κλέβει ακριβά αντίγραφα έργων τέχνης. Όταν θα πέσει στην αντίληψή του, ότι ένας γνωστός της γυναίκας του, ο Clas (Nikolaj Coster-Waldau), έχει στην κατοχή του έναν πρωτότυπο πίνακα του Rubens, θα προσπαθήσει να τον αποκτήσει με κάθε κόστος, αγνοώντας όμως ότι ο Clas είναι πρώην στρατιωτικός μισθοφόρος. Υψηλοί ρυθμοί, ασταμάτητη δράση και αμέτρητες ανατροπές χαρακτηρίζουν αυτό το νορβηγικό φιλμ, που ήδη έχει μπει σε πορεία για το αμερικάνικο remake, αρκεί να μην σταματήσεις ένα λεπτό για να σκεφτείς τι βλέπεις γιατί τότε κάνουν την εμφάνισή τους τα κενά της πλοκής. Παραμένει ιδιαίτερα διασκεδαστικό, πάντως, μέχρι τέλους.
Η Audrey Tautou φαίνεται ακόμα εγκλωβισμένη μέσα στο chick flick σύμπαν της παρουσιάζοντας το La Délicatesse, άλλη μία ρομαντική κομεντί που τουλάχιστον προσπαθεί να πρωτοτυπήσει στην επιλογή του συμπρωταγωνιστή, τον οποίο βρίσκει στο πρόσωπο του όχι και τόσο εμφανίσιμου αλλά απόλυτα relatable François Damiens, ο οποίος καλείται να γιατρέψει την πληγωμένη καρδιά της Ναταλί και να την βγάλει από την κατάψυξη, εξαντλώντας όμως εκεί την όποια πρωτοτυπία της ταινίας. Τελεία.
The Deep Blue Sea (4*/5)
Κάποια στιγμή μέσα στην ταινία, η Hester της Rachel Weisz παρατηρεί ότι «Sometimes it's tough to judge when you're caught between the devil and the deep blue sea”. Κι αν η βαθιά, γαλάζια θάλασσα είναι ο στοργικός αλλά καταπιεστικός, μέσα στο καθώς πρέπει περιβάλλον και τις καταβολές του, δικαστής σύζυγός της, Sir William Colyer (Simon Russell Beale) τότε ο διάβολος είναι σίγουρα ο υπέρμετρα γοητευτικός αλλά με διαμετρικά αντίθετες απόψεις περί ζωής και καθημερινότητας, γεμάτος συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, πρώην πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας, Freddie Page (Tom Hiddleston).
Όταν την συναντούμε, η Hester (που καθόλου τυχαία μοιράζεται το ίδιο όνομα με την πρωταγωνίστρια του Άλικου Γράμματος) αποφασίζει να αυτοκτονήσει, «έτοιμη, όπως λέει η ίδια, να πεθάνει», σε μια εποχή που η απόπειρα αυτοχειρίας θεωρούταν έγκλημα. Όταν αυτή η απόπειρα όμως αποτύχει, η Hester θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πράξης της, μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο όπου θα βρεθεί αντιμέτωπη τόσο με τις ίδιες της τις ανάγκες αλλά και με τις επιλογές που θα κληθεί να κάνει.
Στην αρχική σκηνή, που μπλέκει το παρελθόν με το παρόν, υπό τους ήχους του υπέροχου κοντσέρτου του Barber, και είναι καθοριστική στην δημιουργία του ύφους της ταινίας, τόσο εικαστικά όσο και σε βάση αισθήματος, ο Terrence Davies φροντίζει να μας τοποθετήσει ακριβώς στο επίκεντρο των γεγονότων. Σε μια δεκαπεντάλεπτη σεκάνς με διαρκή fade-in και fade-out, μας συστήνει τους πρωταγωνιστές, οριοθετεί το ασφυκτικό περιβάλλον που φαίνεται να βιώνει η Hester, εμφανίζει την γοητευτική έξοδο σωτηρίας στο πρόσωπο του Freddie και υπογραμμίζει την συναισθηματική αποξένωση που, τελικά, δεν κατάφερε να δραπετεύσει. Ο Davies επιλέγει και πετυχαίνει να διασκευάσει αφαιρετικά το ομώνυμο θεατρικό του Terrence Rattigan, δημιουργώντας σκηνές που δεν βασίζονται στους διαλόγους παρά στην ουσία του συναισθήματος, καταφέρνοντας να εναρμονίσει τους χαρακτήρες του με το παρακμιακό ακόμα μεταπολεμικό Λονδίνο. Η εμμονή του στην λεπτομέρεια φαίνεται σε κάθε γωνία του κάδρου, που κραυγάζει Βρετανία του 1950 ενώ, δεν παραλείπει να υπενθυμίζει συνεχώς την απόσταση μεταξύ των ηρώων του, από την προφανή διαμάχη μέσα στο μουσείο μέχρι την στιγμή που όλο το μαγαζί τραγουδά το «You belong to me”, με την Hester μόνο να έχει πρόβλημα στους στίχους. Γενικά, η μουσική επένδυση παύει να είναι απλά συνοδευτική, αλλά σταδιακά γίνεται κομμάτι της σκηνογραφίας και της ίδιας της πραγματικότητας (όπως στην πανέμορφη σκηνή της ανάμνησης στο μετρό του Λονδίνου).
Μπορεί να μην καλύπτει περιοχή ανεξερεύνητη από προηγούμενους δημιουργούς, το The Deep Blue Sea, όμως, έχει τρεις ικανούς ηθοποιούς που κουβαλούν περισσότερο από στιβαρά την ταινία στους ώμους του. Η Rachel Weisz, βεβαίως, ξεχωρίζει λόγω και του περισσότερου ανεπτυγμένου χαρακτήρα της, όμως δεν πρέπει να αγνοεί κάποιος ότι όλη η ιστορία είναι ενδεχομένως παραμορφωμένη μέσα από τα μάτια της Hester, γεγονός που δικαιολογεί τόσο τα ακραία ξεσπάσματα του Freddie-Hiddleston όσο και την υποτονική αντιμετώπιση από την πλευρά του William-Beale. Οι ερμηνείες που βλέπουμε είναι ουσιαστικά οι εντυπώσεις που έχει για εκείνους τους άντρες η μπερδεμένη Hester.
“This is a tragedy” της λέει o William, λίγο μετά την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας. “Tragedy is too big a word” αντικρούει εκείνη. “Sad, perhaps. But hardly Sophocles” Αλήθεια, όμως, το πιστεύει;
Medianeras (4*/5)
Το Medianeras στήνει ένα εναλλακτικό Love story μέσα στις αντιερωτικές γειτονιές του Buenos Aires, ανάμεσα σε δύο εγκλωβισμένους στον μικρόκοσμό τους ανθρώπους. Γλυκό, τρυφερό, αλλά ποτέ σαχλό, απεικονίζει ρεαλιστικά την απομόνωση των μεγάλων πόλεων, τις διαδικτυακές επικοινωνίες και τις εσωτερικές ανάγκες όλων των ανθρώπων για στοργική ανταπόκριση, συνδέει την κρίση των σχέσεων με την ίδια την αρχιτεκτονική και την ψυχή της πόλης και διατηρεί πάντα τις ισορροπίες χωρίς να το παρακάνει ποτέ στα μέλια. Δεν ξεχώρισε χωρίς λόγο εξάλλου στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας.
Snow White and the Huntsman (3*/5)
Η Kristen Stewart συγκρίνεται με την Charlize Theron για να αναδειχτεί ποια είναι η ομορφότερη από τις δύο στο Snow White and the Huntsman, δημιουργώντας ειρωνικά μειδιάματα και πικρόχολα σχόλια. Το παραμύθι αποκτά goth αισθητική, εικαστικά διατηρεί υψηλά το επίπεδο σε όλη την διάρκεια συνδυάζοντας εντυπωσιακά σκηνικά με φρόνιμη χρήση του CGI όμως χάνει κάπου τον δρόμο στην μέση χωρίς να μπορεί να αποφασίσει αν είναι ιστορία φαντασίας, παραμύθι ή μια σκοτεινή εκδοχή της Αλίκης στην Χώρα των θαυμάτων και τελειώνει κάπως απότομα, σχεδόν διαδικαστικά, σαν να ξέμεινε από χρόνο. Η Theron είναι ηθελημένα (και πετυχημένα) υπερβολικά μοχθηρή στο ρόλο της κακής μητριάς, η Stewart ξεκινά να ξεφεύγει σιγά σιγά από την persona της Bella του Twilight και ο Hemsworth προσφέρει τον απαραίτητο μπρατσαρά της υπόθεσης χωρίς περισσότερες απαιτήσεις.
American Reunion (2.5*/5)
Το American Reunion ξεκινά με τις καλύτερες προθέσεις ενώνοντας όλο το καστ της αρχικής ταινίας για μια ιδιότυπη ταινία ενηλικίωσης μετά τα 30, όμως μπερδεύεται όταν προσπαθεί παράλληλα να γίνειcool και προσιτό στο κοινό που είναι σήμερα γύρω στα 17-18. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια σχιζοφρενική ταινία, που λειτουργεί σαφώς καλύτερα όταν επικεντρώνεται στις σεξουαλικές ανησυχίες του πάντα ανώριμου καστ της αλλά χάνει τελείως τη συνοχή της όταν ασχολείται με φτηνά σκατολογικά αστεία και βεβιασμένες παρεξηγήσεις.
Ice Age 4: Continental Drift (2*/5)
Έχουν περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από το πρώτο Ice Age και την εποχή που πρωτοσυναντήσαμε τον Manny το Μαμούθ, τον πλατύποδα Sid και τον τίγρη Diego, τα προϊστορικά ζώα που δεν λένε να εξαφανιστούν, και φυσικά τον Scrat τον σκίουρο και το μεγάλο έρωτα της ζωής του, το βελανίδι του. Φέτος, στους κινηματογράφους σερβίρεται το τέταρτο φιλμ της σειράς, με υπότιτλο στα ελληνικά «Ο χορός των ηπείρων» και ένα πλούσιο νέο καστ, που έρχεται να συμπληρώσει το ήδη πολυπληθές σετ χαρακτήρων, που εισήγαγαν οι τρεις προηγούμενες ταινίες.
Όταν η αναζήτηση του Scrat τον οδηγήσει στον πυρήνα της Γης και προκαλέσει κάπως άθελά του τον διαχωρισμό των ηπείρων, ο Manny θα χωριστεί από την οικογένειά του και θα ξεκινήσει μια ιδιότυπη ναυτική περιπέτεια πάνω σε ένα κομμάτι πάγο, για να καταφέρει να ξαναγυρίσει και πάλι κοντά τους. Φυσικά, μαζί του θα έχει τους αγαπημένους του φίλους Diego και Sid, με έξτρα μπόνους την γιαγιά τουSid, και απέναντί του μία ολόκληρη ομάδα πειρατών, που σίγουρα θα κάνουν την επιστροφή του πολύ δυσκολότερη.
Τα καλά νέα είναι ότι η σειρά παραμένει διασκεδαστική και κυλάει ευχάριστα, με αρκετές εναλλαγές και ανατροπές που διατηρούν τον ρυθμό σε υψηλές ταχύτητες. Οι φιλμικές αναφορές που έγιναν trend την τελευταία δεκαετία στον τομέα του animation καλά κρατούν και κυμαίνονται από τους Πειρατές της Καραϊβικής μέχρι και το Braveheart. Οι γνωστοί μας ήρωες παραμένουν αξιαγάπητοι και οικείοι και οι νέοι χαρακτήρες είναι αρκετά ενδιαφέροντες, όμως είναι ΑΜΕΤΡΗΤΟΙ, και προσφέρουν μεν αέρα ανανέωσης αλλά μας φέρνουν στα κακά νέα. Η ανάγκη των δημιουργών για εισαγωγή τόσο πολλών καινούριων χαρακτήρων στο σύμπαν του Ice Age είναι σημάδι ότι η κόπωση έχει αρχίσει να καταβάλλει την σειρά. Χωρίς προφανή σημεία εξέλιξης, ούτε και ενδείξεις μιας σαφής πορείας των χαρακτήρων, φαίνεται πως το μόνο που έχει απομείνει είναι μια αστεία αυτοαναφορική διάθεση, που μόνο σκοπό έχει να μεταβάλλει την ιστορία της Γης ώστε σε κάθε επεισόδιο να χωράνε gags με τους αγαπημένους ήρωες να τρέχουν πανικόβλητοι για να γλιτώσουν από τις νέες εξελίξεις. Αυτό απαραίτητα δεν είναι κακό, αρκεί να μπορεί να στοιχειοθετείται αρκετά για να δικαιολογεί και το ενδιαφέρον των θεατών για την κάθε συνέχεια. Ακόμα και στον τομέα του animation όμως, φαίνεται πως το σύμπαν του ice age δεν έχει εξελιχθεί, δεν έχει πλέον να προσφέρει κάτι καινούριο, και μάλλον πλέον εμφανώς κινδυνεύει με …αφανισμό (συγγνώμη για το pun)
Το πιο γνήσια ενδιαφέρον κομμάτι του φιλμ, δυστυχώς, αποδεικνύεται η μικρού μήκους ταινία των Simpsons στην αρχή, που, αν και άσχετη με το main feature της προβολής, καταφέρνει μόλις σε λίγα λεπτά να μεταδώσει ίσες δόσεις αισιοδοξίας και μαυρίλας, σκληρότητας και μεγαλοψυχίας, και μάλιστα χωρίς γραμμή διαλόγου, γεγονός που κάνει την έλλειψη δημιουργικότητας από την πλευρά του Ιce Age: Continental Drift ακόμα εμφανέστερη.
Piranha 3DD (1.5*/5)
Τέλος, το Piranha 3DD διπλασιάζει τα πάντα όσον αφορά την κάφρικη διάθεση, το αίμα, το μαύρο χιούμορ και το μέγεθος των σουτιέν, όμως σε αντίθεση με το προηγούμενο, δεν καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στον χαβαλέ αυτοσαρκασμό και την δημιουργική παρωδία και καταλήγει να είναι ένα κακέκτυπο, μηχανικό κατασκεύασμα χωρίς γνήσια αστεία διάθεση. Η εμφάνιση βέβαια του David Hasselhoff σώζει κάπως τα προσχήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου