Εκρηκτικές χορογραφίες μέσα στην κίνηση του Λος Άντζελες, audition που καταλήγουν σε ένα συγκινητικό solo τραγούδι, χοροί στα αστέρια και κινηματογραφικές αναφορές που δεν περιορίζονται στο κλασικό Χόλιγουντ, συν μια αρχετυπική ιστορία αγάπης με όλα της τα επακόλουθα αλλά χωρίς την βαρετή επίφαση: Το "La La Land" του Damien Chazelle είναι pop, είναι retro, είναι αστείο, είναι συγκινητικό και είναι εκείνη ονειρική ταινία ενός Hollywood στο οποίο σοκαριστικά ο ρεαλισμός είναι παρών!
Όπως ένα μιούζικαλ που σέβεται τον εαυτό του, το "La La Land" ανοίγει με ένα εντυπωσιακό χορευτικό νούμερο που στόχο έχει να παρασύρει τον θεατή στον πολύχρωμο, εντυπωσιακό κόσμο του. Όπως, όμως, ένα σύγχρονο μιούζικαλ που σέβεται τον εαυτό του, το φιλμ φροντίζει να εκσυγχρονίσει την κινηματογραφική αυτή συνήθεια, στήνοντας την εναρκτήρια χορογραφία του (από την Καναδή Mandy Moore, τη μια από τις δύο καλύτερες χορογράφους που έχουν περάσει ποτέ από το αμερικανικό "So You Think You Can Dance") μέσα στην κόλαση της κίνησης του Λος Άντζελες, φροντίζοντας να αποτυπώσει τον κάθε ονειροπόλο κάτοικο αυτής της σύγχρονης πόλης και μπλέκοντας τις επιρροές απ’ το Broadway με τη jazz και την urban σκηνή. Μπορεί το σήμα της εταιρείας παραγωγής της ταινίας να είναι επιτηδευμένα retro ή να παίζει με το κινηματογραφικό φορμάτ κλείνοντας το μάτι στην κινηματογραφική κληρονομιά του genre, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή είναι μια ταινία που διαδραματίζεται και απευθύνεται στο σήμερα, κάνοντας φυσικά άπειρες αναφορές στο παρελθόν, τόσο μέσα από τη χρήση των χρωμάτων όσο και μέσα από το στήσιμο των σκηνών και των σκηνικών.
Αν υπάρχει, επίσης, κάτι ακόμα για το οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι το πόσο αγαπά ο Chazelle την jazz. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να βάλει τον χαρακτήρα του Ryan Gosling, Sebastian, να υποστηρίξει αναπολογητικά εμφανώς αυτή την θέση και στήνει τις πιο κρίσιμες στιγμές της ταινίας (όπως την κομβική συνάντηση του Sebastian και της Mia της Emma Stone) υπό τις νότες αυτής της μουσικής. Στο "Whiplash" ήταν πασιφανές το πόσο πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζε η jazz. Εδώ, πλέον, η συμβολή της είναι πιο οργανική, πιο ύπουλη και απόλυτα σημαντική για τη συναισθηματική αποθέωση της ταινίας. Στο "La La Land", η jazz δεν είναι ο πρωταγωνιστής αλλά μάλλον ο σκηνοθέτης της ιστορίας. Και ακόμα και όταν οι ήρωες δεν τραγουδούν, η επιρροή της και η παρουσία της προσφέρει το οξυγόνο που αναπνέουν οι ήρωες και δίνει την απαραίτητη ώθηση της καθημερινότητάς τους.
Το κρίσιμο ερώτημα, βέβαια, είναι τι ακριβώς είναι το "La La Land". Είναι απλά η ιστορία αγάπης μεταξύ μιας επίδοξης ηθοποιού και ενός πιανίστα στο σύγχρονο Χόλιγουντ των ονείρων και των μη ρεαλιστικών προσδοκιών; Είναι ίσως ένα καλοφτιαγμένο αλλά διαδικαστικό homage στο κλασικό Hollywood των μιούζικαλ και των χορογραφημένων ιντερλούδιων; Ή μήπως είναι τελικά ένα απλό... βραβειακό δόλωμα, που κάνει όλες τις κατάλληλες επιλογές για να βρεθεί στην μεγάλη βραδιά των Όσκαρ κρύβοντας επιμελώς τα ελαττώματά του πίσω από την λάμψη των αστέρων του; Για το τελευταίο δεν μπορεί κανείς να κάνει προβλέψεις με βεβαιότητα, ωστόσο επίσης κανείς δεν πρέπει να υποτιμά την ύπουλη ιδιοφυΐα του "La La Land" πίσω από την γυαλιστερή του φαινομενική ελαφρότητα.
Η ταινία και ξέρει τι είναι και απολαμβάνει αυτό που είναι. Επίσης, αγαπά τον θεατή της και καταφέρνει να τον παρασύρει σε ένα συναισθηματικό ταξίδι μεγάλου εύρους και αποδεδειγμένης (από τα δακρυσμένα μάτια των συνθεατών) αποτελεσματικότητας. Ξέρει πότε πρέπει να ελαφρύνει τον τόνο και πότε να βυθιστεί σε καλοδεχούμενο μελό. Αποφεύγει τα περιττά cut και επενδύει σε αδιάκοπες σκηνές για όσο χρειάζεται (όπως ολόκληρη η αρχική σκηνή) χωρίς να "χτυπάει" ως αχρείαστη επιτήδευση, ίσως γιατί θέλει να περάσει την αίσθηση της δημιουργίας στο set και όχι τη μετέπειτα επεξεργασία μιας ταινίας, όπως ήταν ο… σκοπός και των παλιών μιούζικαλ. Επιπλέον, γνωρίζει πότε να κάνει μια μικρή έκπληξη (π.χ. ένα ιπτάμενο μαντήλι) πριν εκτοξεύσει κυριολεκτικά τους πρωταγωνιστές του στα αστέρια ή γνωρίζει πώς μια αλλαγή παπουτσιών μπορεί να οδηγήσει σε ένα κομβικό χορευτικό με κλακέτες.
Και, φυσικά, τo "La La Land" έχει μπροστά από την κάμερα δύο ηθοποιούς που φαίνονται φυσικοί, χαρισματικοί και ικανοί να τραγουδήσουν και να χορέψουν, ανήκοντας ταυτόχρονα τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν (ειδικά η Emma Stone έχει μια σκηνή audition πάνω της ικανή να την οδηγήσει μέχρι τα Όσκαρ). Τέλος, αν όλα αυτά δεν είναι αρκετά, η ταινία έχει ένα τελικό δεκάλεπτο ικανό να διαλύσει κάθε αντίσταση και να τη βάλει περισσότερο στην επικράτεια του… Jacques Demy παρά στο αμερικανικό, κλασικό μιούζικαλ (αν και ο Stanley Donen έχει την τιμητική του).
Μέσα σε όλα αυτά, κρατούμε την τόλμη του Chazelle να επιμείνει σε ένα προσωπικό όραμα, επικροτούμε την επιθυμία του να κρατήσει την ιστορία μακριά από περιττές υποπλοπές (μοναδικό της μείον ένα ενδιάμεσο κομμάτι που συγκριτικά με αρχή και τέλος μοιάζει να κατεβάζει λίγο ταχύτητα) και θαυμάζουμε την ικανότητά του να χρησιμοποιεί τη μουσικότητα ως αφηγηματικό σκελετό ολόκληρης της ιστορίας. Επιπλέον, του αξίζουν συγχαρητήρια για τον τρόπο που έστησε όλη αυτή την αφήγηση, παίζοντας με τον χρόνο, τις επιρροές και τη διαχρονική αίσθηση του ρομαντισμού.
Εκείνο ωστόσο που ανεβάζει το φιλμ σε άλλο επίπεδο είναι η διάθεσή του να δει πίσω από το όνειρο, να κρατήσει την κάμερα ανοιχτή όταν ο καθένας "ξυπνά" και να πάρει θέση όταν πρέπει να ληφθούν οι δύσκολες αποφάσεις πέρα από τις νότες και τους μουσικούς μονολόγους. Το "La La Land" θαυματουργά δεν ξεχνά τον ρεαλισμό του όταν κοιτάει τα άστρα, ούτε όμως και απορρίπτει τους ονειροπόλους του όταν η πραγματικότητα φαίνεται σκληρή και αποκαρδιωτική. Όπως δήλωσε και ο ίδιος ο Chazelle, "ο κόσμος έχει ανάγκη από χαρούμενες ιστορίες". Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από μη ρεαλιστικές ιστορίες. Για αυτό και είναι εντυπωσιακό αυτό που τελικά προσφέρει το "La La Land": ένα ρεαλιστικό αλλά και φανταστικό κόσμο όπου τα πάντα είναι τόσο γνώριμα αλλά και δεν είναι. Απλά μαγικό σινεμά, από το καλύτερο είδος που μπορεί να υπάρξει. (4,5*/5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου